Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Σολωμού 51: 'Ενα δημόσιο ακίνητο αφημένο στη φθορά του χρόνου

Δεν είναι από τα επώνυμα νεοκλασικά, ούτε από τα χαρακτηριζόμενα «φιλέτα» του δημοσίου. Είναι όμως ένα όμορφο διώροφο ψηλοτάβανο κτίριο με υπόγειο και σοφίτα, που διαθέτει και ακάλυπτο χώρο μ’ έναν πανύψηλο φοίνικα. Πρόκειται για το νεοκλασικό κτίριο επί της οδού Σολωμού 51, δίπλα και πίσω από το κεντρικό κτίριο του Εθνικού Τυπογραφείου, που μέχρι να το «χτυπήσει» ο καταστροφικός για την Αθήνα σεισμός της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, στέγαζε τα τμήματα πώλησης ΦΕΚ και φωτοαντιγράφων, το αναγνωστήριο, τη βιβλιοθήκη και διάφορες άλλες υπηρεσιακές μονάδες του Εθνικού Τυπογραφείου.

Εκτός από τους υπαλλήλους, πλήθος πολιτών και επαγγελματιών (δικηγόρων, μηχανικών κ.λπ) διάβαιναν μέχρι τότε καθημερινά οχτώ με μία τα σκαλοπάτια του για να αγοράσουν ένα ΦΕΚ από το ισόγειο ή να παραλάβουν μια φωτοτυπία παλαιών ΦΕΚ από τον πρώτο όροφο. Αποτελούσε ένα σημείο αναφοράς κι ένα κομβικό κτίριο για τις δραστηριότητες της περιοχής, εφόσον κάθε πρωί, επί χρόνια και σε σταθερή βάση εξυπηρετούσε εκατοντάδες πολίτες. Πολλά καταστήματα συναρτούσαν τις δραστηριότητές τους από την ύπαρξη και την κίνησή του. Η γειτονιά κι ο δρόμος εκεί είχαν ζωή, σουβλατζίδικα, ουζερί, ποδηλατάδικα, υδραυλικά, κουρεία, γραφεία.

Μετά τον σεισμό το κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο για χρήση και σφραγίστηκε. Το Εθνικό Τυπογραφείο αναγκάστηκε ν’ αναζητήσει και να μισθώσει –από το 2000– χώρο στην οδό Μάρνη 8, όπου στέγασε το τμήμα αναγνωστηρίου και παλαιών ΦΕΚ, ενώ ταυτόχρονα διέθετε από εκεί και το τεύχος προκηρύξεων ΑΣΕΠ, το οποίο λόγω της δωρεάν διανομής του, αλλά κι εξαιτίας της πληθώρας των διαγωνισμών του ΑΣΕΠ που χρόνο με το χρόνο πολλαπλασιάζονταν, αποτέλεσε μια νέα αρκετά απαιτητική κι εξειδικευμένη για την εποχή της δραστηριότητα.

Κατά γενική ομολογία ο νέος χώρος και το προσωπικού που τον στελέχωσε ανταποκρίθηκαν διαχρονικά με υπευθυνότητα και συνέπεια στις απαιτήσεις και τις ανάγκες των αρμοδιοτήτων τους. Το δημόσιο όμως αναγκάστηκε να καταβάλει πλέον ενοίκιο μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ για τη διατήρηση του χώρου αυτού.

Το εγκαταλειμμένο νεοκλασικό έκτοτε ρημάζει παρακολουθώντας χρόνο με τον χρόνο την υποβάθμιση της γύρω περιοχής. Οι περίοικοι διαμαρτύρονται, εφόσον τα σκαλοπάτια του χρησιμοποιούνται πότε από αστέγους και πότε από χρήστες ουσιών, ενώ ο χώρος στα πεζοδρόμια κάθε άλλο παρά θυμίζει ότι βρισκόμαστε μια ανάσα από το κέντρο μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας.

Το νεοκλασικό μπορεί να μην είναι πολύ μεγάλο, αλλά σίγουρα θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για τη στέγαση π.χ. του μουσείου τυπογραφίας (ΝΠΔΔ που ιδρύθηκε το 2006 και πρόσφατα καταργήθηκε και συγχωνεύθηκε στο Εθνικό Τυπογραφείο αποτελώντας πλέον οργανική μονάδα του) και παράλληλα θα ήταν δυνατόν να στεγάσει υπηρεσίες εξυπηρέτησης των πολιτών.

Ενδεχομένως –οι μηχανικοί γνωρίζουν αυτά τα θέματα καλύτερα– θα μπορούσαν να προστεθούν κι άλλοι όροφοι ή να διαμορφωθούν κατάλληλα οι υπάρχοντες, ώστε να στεγαστούν κι άλλες υπηρεσίες του Εθνικού Τυπογραφείου και ασφαλώς να δημιουργηθούν χώροι πολιτιστικών δραστηριοτήτων για εκθέσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, εργαστήρι τυπογραφίας κ.λπ.

Ακόμα και έξοδο προς την Γ’ Σεπτεμβρίου θα μπορούσε ν’ αποκτήσει αν αγοραζόταν το παρακείμενο εγκαταλειμμένο κι ερειπωμένο ξενοδοχείο, το οποίο αν μη τι άλλο απειλεί να παρασύρει σε ενδεχόμενη πτώση του λόγω της διάβρωσης από της βροχές –η σκεπή του έχει καεί ολοσχερώς– και το εφαπτόμενό του νεοκλασικό.

Με τον τρόπο αυτό, θα εξοικονομούνταν δημόσιοι πόροι από την κατάργηση των εξόδων για μισθώματα, θα ενιαιοποιούνταν οι υπηρεσίες του Εθνικού Τυπογραφείου εξασφαλίζοντας καλύτερη αξιοποίηση του προσωπικού, θα ήταν δυνατόν ν’ αναπτυχθούν από το Εθνικό Τυπογραφείο δραστηριότητες πολιτισμού και τέχνης, οι οποίες –γιατί όχι;– θα μπορούν να εισφέρουν και κάποια έσοδα στο δημόσιο.

Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι θα προσφερόταν και πάλι ένα ισχυρό κίνητρο, ώστε να ξαναζωντανέψει μια απονεκρωμένη σήμερα οδός (Σολωμού) σ’ ένα «κρίσιμο» για τη ζωή της πόλης τμήμα της μεταξύ Γ’ Σεπτεμβρίου και Πατησίων, κι έτσι θα δινόταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επιστρέψουν δραστηριότητες και κόσμος στην περιοχή και να γίνει ένα βήμα –μικρό έστω αλλά σημαντικό– για την αναβάθμιση του κέντρου της Αθήνας σ’ ένα εξαιρετικά ευαίσθητο σημείο.

Πολλά θα μπορούσαν να γίνουν αν τολμήσουμε να ξεφύγουμε από τη γκρίνια και το κανάκεμα κι αναζητήσουμε οργανωμένα και μεθοδικά τρόπους, ώστε κάποια μέρα να δούμε τη ζωή μας σ’ αυτήν την πόλη, σ’ αυτό το κράτος και σ’ αυτήν την χώρα ν’ αλλάζει…

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Λόγια, λόγια, λόγια.

Δίχως αμφιβολία, αν από χρόνια σημειώνεται σε κάτι υπεραπαραγωγή στην πατρίδα μας είναι οι απόψεις που με περισσή ευκολία βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας φιλοξενούν και παραθέτουν καθημερινά μύριες όσες απόψεις, γνώμες, σχόλια ή σκέψεις για μύρια όσα θέματα.

Το τελευταίο διάστημα η οικονομική κρίση και οι επιμέρους πτυχές κι επιπτώσεις της μονοπωλούν σχεδόν μονότονα το ενδιαφέρον πλήθους επώνυμων και ανώνυμων πολιτικών, αρθρογράφων, δημοσιογράφων, αναλυτών, σχολιαστών, ειδικών κ.ο.κ. Αν, μάλιστα, ήταν δυνατόν, πέρα από την διατύπωσή τους, να τις εξάγουμε, αν είχαν με άλλα λόγια κάποια αντικειμενική αξία και παραέξω, τότε το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι βέβαιο ότι θα είχε υπερακαλυφθεί και ήδη θα απολαμβάναμε τους καρπούς το πολυπόθητου πρωτογενούς πλεονάσματος.

Δυστυχώς, τα λόγια, είτε παχιά, είτε λιανά, είτε μεγάλα, είτε μισά, μ’ όποιον τρόπο κι αν διατυπωθούν, δεν παράγουν ούτε πλούτο, ούτε υπεραξία, ούτε λύσεις, ούτε ευημερία. Τις περισσότερες φορές, όταν οι συνθήκες –καλή ώρα όπως στις μέρες μας– το επιτρέπουν, σύγχυση δημιουργούν, ανασφάλεια, νευρικότητα και σπασμωδικές αντιδράσεις. Δημιουργούν, φυσικά, και εντυπώσεις, που είναι ίσως και το μόνο αποζητούμενο κι αξιόπιστο αντίτιμό τους σε μια εποχή τηλεοπτικής δημοκρατίας και εικονικής ευημερίας.

Όλοι ομιλούν, λοιπόν, κρίνουν, επικρίνουν, αλλά επί της ουσίας καμιά κουβέντα για την ταμπακέρα δεν ακούγεται. Όλοι συμφωνούν, ότι πολλά –αν όχι όλα– όσα διέπουν μέχρι σήμερα τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, του κράτους και του δημόσιου τομέα, της οικονομίας, της παιδείας κ.λπ. θα πρέπει να αλλάξουν, αλλά κανένας δεν έχει το σθένος να μπει στη διαδικασία αναζήτησης, συζήτησης –έστω και με τον διπλανό του– και δέσμευσης για την από κοινού προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων.

Από έγκυρες αναλύσεις μέχρι αστείες «μπαρούφες» αραδιάζονται σε κάθε ευκαιρία και με αφορμή την εξαιρετικά δύσκολη και ευμετάβλητη οικονομική κατάσταση, κερδίζουν κάτι από την πρόσκαιρη δημοσιότητά τους και ξεχνιούνται ή χάνονται μέσα στον ορυμαγδό και τον θόρυβο των εξελίξεων και της καταιγιστικής πολλές φορές επικαιρότητας, δίχως συνήθως να μας αφήσουν μια στάλα γνώσης για το τι πραγματικά είναι εκείνο που θα έπρεπε να κάνουμε συλλογικά ως κράτος και ως λαός για να βγούμε από αυτήν τη δεινή θέση που βρισκόμαστε.

Ο καθένας, από πολιτικά κόμματα μέχρι τον τελευταίο blogger ή θαμώνα καφενείου, με τη γνώμη του, με την αλήθεια του, με τη στάση του, με τα θέλω και τα μπορώ του. Πού βγάζει όμως αυτή η κατάσταση; Η αίσθηση που δημιουργείται ανατρέχοντας σε όλες αυτές τις απόψεις, είναι λες κι η προβληματικές συνθήκες στις οποίες έχουμε εμπλακεί να αφορούν κάποιους άλλους, λες και οι λύσεις θα έρθουν από κάποιον από μηχανής θεό, που θα έρθει να σβήσει τα χρέη, να διορθώσει το κράτος, να εξυγιάνει τους πολιτικούς θεσμούς, να εγκαθιδρύσει το «νέο» πολίτευμα της άμεσης δημοκρατίας κ.ο.κ.

Αν δεν πάρουμε την απόφαση να στρωθούμε όλοι μαζί από κοινού, δίχως γκρίνιες και μεμψιμοιρίες, δίχως σκοπιμότητες κι υπεκφυγές, για να δουλέψουμε πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο και δεσμευτικό σχέδιο αναδιοργάνωσης της πατρίδας μας, ο καθένας στον τομέα του κι ανάλογα με τον ρόλο και τη θέση του, με συνέπεια, ευθύνη και αποφασιστικότητα, κανένας δεν πρόκειται να έρθει από πουθενά για να μας σώσει και το πιθανότερο είναι να βρεθούμε πολύ σύντομα απελπιστικά μόνοι μας.

Αν η μεγαλύτερη απώλεια τα χρόνια που πέρασαν, ήταν για τον καθένα η ψυχή του, ας το παλέψουμε τα χρόνια που έρχονται να αναπληρωθεί στάλα – στάλα με το φιλότιμο και την αξιοπρέπεια.

Αν κερδίσουμε θα είναι κέρδος για όλους, αν όμως όχι, ποιος είναι βέβαιος ότι θα έχουν χάσει όλοι το ίδιο;