Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Φιναλίστ



Ο τελικός του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος δεν θα γίνει την προσεχή Κυριακή, έγινε χτες αργά το βράδυ κι οι δυο φιναλίστ Ιταλία και Ισπανία αναδείχτηκαν νικήτριες.

Δηλώσεις για το αποτέλεσμα δεν έκαναν ο Βιθέντε ντελ Μπόσκε, ούτε ο Τσέζαρε Πραντέλι, πολύ δε περισσότερο ο πρόεδρος Μισέλ Πλατινί.

«Ανοίγουμε τη δυνατότητα σε χώρες που συμπεριφέρονται καλά να χρησιμοποιούν εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθερότητας για να καθησυχάσουν τις αγορές και για να αποκτήσουμε και πάλι κάποια σταθερότητα γύρω από μερικά από τα κρατικά ομόλογα των κρατών μελών μας», δήλωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν Βαν Ρομπέι.

 Η Ελλάδα, μια χώρα που συμμετέχει ισότιμα στην ίδια «διοργάνωση», μπορεί να ευελπιστεί άραγε, ότι θ’ ανοίξει και γι’ αυτήν ο δρόμος, ώστε «να μειωθεί το χρέος της κατά 50 δις ευρώ»;

Τι να είχε άραγε στο μυαλό του ο Ρομπέι αναφερόμενος σε «χώρες που συμπεριφέρονται καλά» και πόσο μπορεί αυτή διακριτή διάκριση να σημαίνει κάτι για την Ελλάδα, αν συνδυαστεί με τη μόλις προ τριημέρου δήλωση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Β. Σόιμπλε, ότι: «Τα αίτια της κρίσης θα πρέπει να καταπολεμηθούν αξιόπιστα. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία τα καταφέρνουν πολύ καλά. Στην Ελλάδα αυτό δεν γίνεται τόσο καλά, αλλά θα πρέπει και εκεί να σημειωθεί επιτυχία, διαφορετικά η Ελλάδα δεν θα τα καταφέρει».

Τα δεδομένα σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλάζουν. Οι χώρες του νότου που πλήττονται από την κρίση προσαρμόζονται και διεκδικούν. Διορθώνουν τις πολιτικές τους κι απαιτούν να διορθωθούν στρεβλώσεις του μοντέλου της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης. Δίνουν και παίρνουν.

Η Ελλάδα που πρώτη προσέτρεξε  –σαν ο πιο αδύναμος κρίκος–  στη βοήθεια των εταίρων της, δυο χρόνια τώρα αδυνατεί να πείσει ότι καταβάλει ουσιαστικές προσπάθειες για να διορθώσει τα κακώς κείμενα. Παρότι το κοινωνικό σύνολο έχει υποστεί μιαν άνευ προηγουμένου μείωση στα εισοδήματά του, η δραματική καθυστέρηση των αλλαγών στο κράτος και τη διοίκηση, κρατούν καθηλωμένη την οικονομία της χώρας σ’ ένα ασφυκτικό τέλμα ύφεσης, αβεβαιότητας και διάλυσης.

Στη γειτονική Ιταλία η υπουργός Εργασίας Έλσα Φορνέρο έκλαψε όταν ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση Μόντι τα σκληρά οικονομικά μέτρα, αλλά τα δάκρυά της πιάνουν τόπο. Στη χώρα μας ρίχνουμε καθημερινά το κλάμα της ζωής μας πότε απ’ τα δακρυγόνα και τα χημικά και πότε απ’ τους λογαριασμούς και τα χαράτσια, αλλά ματαίως περιμένουμε μέχρι τώρα οι θυσίες μας να πιάσουν τόπο.

(Υπομονή μέχρι την άλλη εβδομάδα, που η τρόικα θα κάνει και τις πρώτες διαπιστώσεις για τα δημοσιονομικά μεγέθη, τότε να δεις κλάμα).

Σχεδόν όπου υπάρχει δοσοληψία της διοίκησης με τους πολίτες έχουν αποκαλυφθεί την τελευταία διετία πλήθος παρανομιών και συναλλαγών. Από τις συντάξεις και τα επιδόματα, μέχρι τις άδειες οδήγησης και τα πιστοποιητικά δυσλεξίας οι «πληγές» του διοικητικού μας συστήματος είναι ανοιχτές, δίχως να τολμά κανείς –αν μη τι άλλο– άμεσα να καταργήσει διαδικασίες και μεθόδους που μέχρι σήμερα έχουν οδηγήσει στην ασυδοσία και τη διαφθορά.

Όμορφες οι μελέτες αναδιοργάνωσης, τα σχέδια μεταρρυθμίσεων, οι εκθέσεις ανασυγκρότησης, υπέροχη η task force, πανέμορφο και το «Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης», αλλά όταν ρίχνεσαι στη μάχη και τον πόλεμο δεν πηγαίνεις με ψηλοτάκουνα και γραβάτες. Τα φρου φρου, τ’ αρώματα κι οι μεταξωτές κορδέλες ήταν για άλλες εποχές –τότε που το ΑΣΕΠ δεν προλάβαινε να εκδίδει προκηρύξεις ή που οι χιλιάδες των stage υποκαθιστούσαν αντίστοιχες χιλιάδες μονίμων υπαλλήλων– τώρα χρειάζονται μανίκια ψηλά και κασμάδες.

Έχει χορτάσει αυτός ο τόπος από εκθέσεις και μελέτες. Θα τρίζουν τα κόκαλα του Βαρβαρέσου και του Langrod κάθε φορά που ακούγονται αυτές οι λέξεις στη χώρα μας.

Αντί ν’ αναζητάμε το λοιπόν τρόπους για να εξετάσουμε γραπτώς τους δημοσίους υπαλλήλους, ετοιμάζοντας για να πετάξουμε στον αέρα κάποιες χιλιάδες(;) ευρώ, ας ζητηθεί από κάθε υπουργό της νέας κυβέρνησης να παρουσιάσει εντός διμήνου π.χ. συγκεκριμένο σχέδιο για την απλούστευση μιας και μόνο μιας– ολοκληρωμένης διαδικασίας στο Υπουργείο του με πλήρη τεκμηρίωση κόστους-ωφέλειας.

Αυτό να ‘ναι το κριτήριο αξιολόγησης και για τους Υπουργούς και για τους υπαλλήλους.

Αν αλλάξει μια και μόνο μία διαδικασία που έχει σχέση με τους πολίτες σε κάθε δημόσια Υπηρεσία, είναι βέβαιο ότι όχι μόνο οι ίδιοι οι πολίτες θα εξυπηρετούνταν καλύτερα εξοικονομώντας εκτός από χρήματα και κάποιες χαμένες ώρες στις «ουρές», αλλά και για το κράτος είναι βέβαιο ότι θα προέκυπτε σημαντική εξοικονόμηση πόρων και υπαλλήλων.

Τότε θα μπορούσαμε να δούμε πραγματικά, αν «η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα», αλλά κι αν την επόμενη φορά που θα μας επισκεφθεί η τρόικα, εξακολουθεί να έχει τις ίδιες επιφυλάξεις για τις επιδόσεις της χώρας μας.

Μόνο με μαν του μαν και συνεχή κίνηση διεκδικείς να πας στον τελικό, αν μαρκάρεις μόνο με τα μάτια τρως τεσσάρα απ’ τη Γερμανία κι αισθάνεσαι ευχαριστημένος που έφτασες ως εκεί.

Η Ιταλία κι η Ισπανία έφτασαν μέχρι τον τελικό…

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης

Μας αρέσουν τα απλά πράγματα. Έχουμε την τάση ν’ αποφεύγουμε οτιδήποτε μας προβληματίζει ή μας δυσκολεύει. Μεταθέτουμε μ’ επιδεξιότητα και μαστοριά για αργότερα κάθε τι που θα χαλάσει τις συνήθειες ή τη ζαχαρένια μας. Ανθρώπινο, θα μου πεις, αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες αυτοκαταστροφικό, θα σου αντιτείνω. Κακά τα ψέματα, όσο ευχάριστη κι αν είναι η χαλάρωση κάτω απ’ τον καλοκαιρινό ήλιο, ο καιρός τρέχει κι εμείς έχουμε συνηθίσει ν’ αφήνουμε όλα τα δύσκολα για μετά.

Σήμερα είμαστε πιο μετά κι από το έσχατο μετά. Έχουμε εξαλείψει όλα τα περιθώρια, έχουμε εξαντλήσει όλες τις προθεσμίες, έχουμε χρησιμοποιήσει όλα τα δυνατά ή αδύνατα επίθετα σχετικά με την τύχη του μνημονίου. Η ασθένεια του πρωθυπουργού μόνο ως μια τραγική σύμπτωση για την ελάχιστη καθυστέρηση θα μπορούσε ν’ αξιολογηθεί, ενώ η αποποίηση της θέσης του υπουργού Οικονομικών από τον Βασίλη Ράπανο, λόγω ασθενείας, επιτείνει τις αβεβαιότητες.

Ποιος ενθουσιασμός και ποια ελπίδα να διασωθούν σ’ αυτό το τσουρουφλισμένο πολιτικό τοπίο; Ποιες νέες ιδέες να ξεφυτρώσουν και ποιες γόνιμες απόψεις να καρπίσουν;

Κάνουμε μεταξύ μας ασκήσεις επιβίωσης και αναδιατυπώνουμε τους κώδικες επικοινωνίας, αλλά το αποτέλεσμα παραμένει πενιχρό κι η ποιότητα του σήματος εξακολουθεί να είναι πολύ άσχημη.

Άκου, εδώ και καιρό έχουμε παρατήσει τα πράγματα στην τύχη τους. Οι διαδοχικές εκλογές ήταν ως φαίνεται το πρόσχημα, το φύλλο συκής, για το πολιτικό σύστημα, που έβλεπε την «καυτή πατάτα» των οικονομικών μέτρων να κατακαίγεται, αλλά την άφηνε να «ροδίσει» λίγο ακόμα. Το χάζεμα στους ποδοσφαιρικούς αγώνες του EURO, συντροφιά με κάνα δυο φίλους, ήταν το δικό μας άλλοθι, πως για κάτι ενδιαφερόμαστε, πώς κάτι μας νοιάζει σ’ αυτή τη χώρα.

Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή «εθνική», ακόμα κι οι εθνικοί δρόμοι βρίσκονται σε κακό χάλι. Δεν μπορεί «εθνικό σχέδιο» να είναι η αναδιαπραγμάτευση των όρων του μνημονίου, δεν είναι δυνατόν «εθνική Ελλάδος» να είναι η διαπραγματευτική γι’ αυτό ομάδα.

Δυο χρόνια μετά, μπήκαμε στο τρίτο καλοκαίρι μετά από κείνο το ηλιόλουστο πρωινό στο Καστελόριζο, κι ακόμα δεν έχει ακουστεί κουβέντα για το τι και το πώς θα πρέπει να κατευθύνει τις προσπάθειές μας, ώστε ν’ αρχίσει ν’ αχνοφαίνεται κάποιο ξέφωτο στον ορίζοντα. Το αντίθετο, σε όλους τους τομείς οι δείκτες και τ’ αποτελέσματα επιδεινώνονται. Φόροι μπαίνουν τα έσοδα του κράτους δεν αυξάνονται, μισθοί μειώνονται η ανταγωνιστικότητα δεν βελτιώνεται, το σύστημα των εργασιακών σχέσεων καταλύθηκε επενδύσεις δεν γίνονται.

Το μεγαλύτερο έλλειμμα της χώρας δεν αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη, δεν είναι το πρωτογενές, αλλά είναι το έλλειμμα σε βούληση και αποφασιστικότητα κι αυτό το έλλειμμα διογκώνει και το διεθνές έλλειμμά της σε αξιοπιστία και σοβαρότητα.

Μιλάμε όλοι για την ανάλγητη φορομπηχτική πολιτική, για τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής, για την επιβάρυνση της διεθνούς θέσης της χώρας, αλλά μιλάμε με όρους του παρελθόντος, να γυρίσουμε πίσω στο 2009, στο 2004, στη δραχμή, στον Παπαδόπουλο κι εγώ δεν ξέρω πού, αλλά πίσω. Αναζητάμε την ελπίδα ψηλαφώντας τ’ αποκαΐδια ενός πλέγματος αξιών και σχέσεων, που ουσιαστικά αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για τη σημερινή μας κατάσταση.

Ανακουφιζόμαστε αγγίζοντας τις «πληγές» μας να τις συγκρίνουμε με του δίπλα και να τις βρίσκουμε ελαφρύτερες. Παρηγοριόμαστε, ότι κι άλλοι λαοί βρίσκονται στην ίδια ή και χειρότερη κατάσταση απ’ τη δική μας. Εφησυχάζουμε ότι ο «χρόνος είναι γιατρός» και λειτουργεί μακροπρόθεσμα υπέρ των συμφερόντων μας. Ακόμα κι αν σε λίγες μέρες η τρόικα αποφανθεί ότι αποδέχεται –πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο– τις τροποποιήσεις που επιθυμούμε στο μνημόνιο, δεν θα ξέρουμε από πού ν’ αρχίσουμε και τι να πρωτοπιάσουμε, ώστε ν’ αξιοποιήσουμε αυτό το προνόμιο.

Το «αύριο» μοιάζει τόσο δυσδιάκριτο, αν όχι δυσοίωνο κι απελπιστικό κι όμως γι’ αυτό το «αύριο» υποτίθεται ότι θα πρέπει να δώσουμε τη μάχη, σ’ αυτό το «αύριο» να επενδύσουμε τις προσπάθειές μας σήμερα, σ’ αυτό το «αύριο» θα ζήσουν τα παιδιά μας και θα προχωρήσει ο τόπος.

Το αύριο είναι μπροστά, αλλά αυτό το αύριο για να ξεφύγει πίσω απ’ το πέπλο της ανασφάλειας και της απελπισίας απαιτεί σχέδιο, οργάνωση και προσπάθεια. Χρειάζεται συνεργασία, αλληλεγγύη και συλλογικότητα. Έχει ανάγκη από νέους όρους επικοινωνίας και διαφορετική διάλεκτο συνεννόησης. Αυτό το δύσκολο κι απαιτητικό αύριο είναι δική μας υπόθεση, είναι το πεπρωμένο κι ο προορισμός μας, η Ιθάκη μας.

Εμείς είμαστε η εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης.

Μας αρέσουν τα απλά πράγματα και το πιο απλό που μπορούμε να κάνουμε όλοι μαζί αυτή τη στιγμή είναι ένα και μόνο: Μισό βήμα μπροστά.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Μια δυσπιστία και δυο ελπίδες


Στην αρχή ήμουν δύσπιστος αν ήταν δυνατόν μια τέτοια συνεργασία να προχωρήσει. Μάλλον για επικοινωνιακό τρυκ μου έμοιαζε, παρά για πιθανή εκδοχή. Χαίρομαι που διαψεύδονται οι επιφυλάξεις μου κι αυτή η συνεργασία φαίνεται να προχωράει.

Δεν αναφέρομαι στην κυβέρνηση που κυοφορείται, (συμπαθάτε με, αυτό το σχήμα δεν μ’ ενθουσιάζει, είναι μια λύση ανάγκης, κάτι σαν το φάρμακο για την αρρώστια –μακάρι πάντως να μας κάνει καλό), για τη συνεργασία –έστω και δια της τεθλασμένης– ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ μιλάω.

Αυτή τη συνεργασία με το χώρο της ανανεωτικής αριστεράς την ονειρευόμουν και την περίμενα από χρόνια. Πίστευα πως θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης, μια εποχή –εκεί γύρω στο 2000– που η αλαζονεία κι ο ξιπασμός –κι όχι μόνο– χτυπούσαν κόκκινο, ώστε να δώσει άλλη τροπή στις εξελίξεις και νέα ώθηση στις πολιτικές δυνάμεις της προόδου και της κοινωνικής αλλαγής στη χώρα.

Αυτές οι δυνάμεις ήρθαν στο μυαλό μου διαβάζοντας τον Κώστα Σκανδαλίδη να γράφει:«Αυτές οι δυνάμεις οφείλουν σήμερα να βρουν τον τρόπο και τον τόπο για να συναντηθούν και να διαμορφώσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις της Νέας Μεταπολίτευσης σε σχέδιο για τη χώρα και σε πρόγραμμα διακυβέρνησης» (Κυβερνώσα Αριστερά).

Σημασία έχει ότι, τώρα, έστω και κάτω απ’ αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, μέσα σ’ ένα ασφυκτικά στενό πλαίσιο διακυβέρνησης, συναντώνται κι ίσως γι’ αυτό η συνάντηση αυτή να ‘χει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αφού το διακύβευμα δεν περιορίζεται στα στενώς εννοούμενα κομματικά πλαίσια, αλλά αφορά πρωτίστως τις πολιτικές που σχετίζονται με την σωτηρία της χώρας και τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την έξοδό της από την κρίση.

Ελπίζω, αυτή η συνεργασία να σημάνει το ξεκίνημα δημιουργικών διεργασιών στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, αλλά ταυτόχρονα, μέσω αυτής της συνεργασίας, να επιδιωχθεί και σε κυβερνητικό επίπεδο η μετενσάρκωση σε πράξη της θέσης «πως δεν υπάρχει σταθερότητα χωρίς ανάπτυξη με δικαιοσύνη και ασφάλεια για όλους και αντίστροφα» (Βαγγέλης Βενιζέλος, Δυο λέξεις).

Ελπίζω, ακόμα, πως όσοι συμμετέχουν στην κυβέρνηση από την πρώτη κιόλας μέρα θα δώσουν απτό δείγμα γραφής των προθέσεων και της καλής τους θέλησης, αλλά κι όλοι εμείς οι «απέξω», θα συμβάλουμε με την καθημερινή μας προσπάθεια και ενεργό συμμετοχή, ώστε όλα να εξελιχθούν καλά για το καλό όλων.

Σύρριζα στην ενημέρωση, ξιστά στον ΣΥΡΙΖΑ


Μετά τις εκλογές του περασμένου Μαΐου, ημέρα Τρίτη –σαν σήμερα δηλαδή– ο κύριος Τσίπρας, με 52 βουλευτικές έδρες κεφάλαιο, είχε πάρει τη δεύτερη διερευνητική εντολή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την έκανε σουλάτσο επί τριήμερο σε φάμπρικες και περιβόλια διαλαλώντας την ακράδαντη πίστη του, ότι είναι δυνατός ο σχηματισμός «κυβέρνησης της Αριστεράς».

Παραδόξως, μετά τις εκλογές της περασμένης Κυριακής, ο ίδιος πολιτικός ηγέτης με 71 έδρες πλέον πολιτικό κεφάλαιο, περισσότερες δηλαδή από το ένα τέταρτο του συνόλου των εδρών του κοινοβουλίου, δηλώνει ότι δεν πρόκειται να παραλάβει τη διερευνητική εντολή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και διαλαλεί πως είναι έτοιμος για αντιπολίτευση, η οποία μάλιστα διευκρινίζει, ότι θα είναι τόσο σκληρή όσο οι κυβερνητική πολιτική θα αφίσταται των προεκλογικών του θέσεων.

Βρισκόμαστε έτσι εκ των πραγμάτων στο σημείο και προκειμένου να κυβερνηθεί άμεσα η χώρα, να πρέπει το τρίτο κόμμα, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη, εκόντες άκοντες να πλαισιώσουν σ’ ένα κυβερνητικό σχήμα τη Νέα Δημοκρατία, που απέσπασε τη σχετική πλειοψηφία στις εκλογές της 17ης Ιουνίου.

Το ΠΑΣΟΚ με άλλα λόγια, που ο ελληνικός λαός καταδίκασε και καταψήφισε σε δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, περιορίζοντας το ποσοστό του στο 12%, καλείται για μια ακόμα φορά να συμπράξει στο κυβερνητικό σχήμα, προκειμένου να μη μείνει ακυβέρνητος ο τόπος, λες κι η υπόθεση της ακυβερνησίας και των επιπτώσεων που αυτή θα επισύρει, δεν αφορά και τ’ άλλα κόμματα, πολύ δε περισσότερο τον ΣΥΡΙΖΑ ως δεύτερο κόμμα με ισχυρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι με το που οριστικοποιήθηκαν τ’ αποτελέσματα, όλοι έπεσαν επάνω στο Βαγγέλη Βενιζέλο και το ΠΑΣΟΚ για να βρεθεί λύση εδώ και τώρα. Με ελαφριά καρδιά ξεπεράστηκε κι έγινε αποδεκτή εν τάχει η δήλωση του κυρίου Τσίπρα, πως για το κόμμα του επιφυλάσσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Λες και για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν απορρέουν ευθύνες για το αν θα κυβερνηθεί αυτός ο τόπος. Λες κι ότι ο κύριος Τσίπρας είναι ο «ανεύθυνος» παράγοντας της πολιτικής σκηνής, ο οποίος μπορεί να υποστηρίζει ότι του αρέσει, να δηλώνει ότι του έρθει και ν’ αφήνει στο «δια ταύτα» να βγάλουν άλλοι τα κάστανα απ’ τη φωτιά.

Είναι πράγματι πολύ κομψό, που έγκριτοι δημοσιογράφοι «αποκαλύπτουν» και εμμέσως πλην σαφώς καταγγέλλουν το τέχνασμα του Βαγγέλη Βενιζέλου για να «στριμώξει» τον κύριο Τσίπρα με την απαίτηση να συγκληθεί το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών. Μπα! Τι μας λέτε;

Οι μέχρι χτες «φορομπήχτες», «κλέφτες», «άχρηστοι», «διεφθαρμένοι» έχουν τώρα ιερή υποχρέωση να σώσουν τη χώρα από την καταστροφή συμμετέχοντας σε μια κυβέρνηση υπό τον Αντώνη Σαμαρά αδιαφορώντας και παραβλέποντας τόσο τη λαϊκή εντολή, όσο ενδεχομένως κι εκείνα που το κομματικό τους συμφέρον υπαγορεύει;

Από πότε είναι «θεσμικό ατόπημα» να μην έχει η Βουλή ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση; Τώρα μας έπιασε ο πόνος για ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση κι όχι όταν πριν λίγους μήνες συγκυβερνούσαν ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία κι ήταν αξιωματική αντιπολίτευση ο ΛΑΟΣ;

Αντί να διεκδικούμε να έχει ο τόπος την ισχυρότερη δυνατή κυβέρνηση, για να μπορέσει να διεκδικήσει σε όφελος της κοινωνίας και του τόπου την προσαρμογή του μνημονίου σύμφωνα μ’ ένα μίνιμουμ πλαίσιο συμφωνίας, αναλωνόμαστε από τηλεοράσεως στο να προσαφθεί στο ΠΑΣΟΚ άλλη μια κατηγορία, αυτή της ενδεχόμενης άρνησης να υποστηρίξει μια κυβέρνηση για τη σωτηρία του τόπου.

Δεν ξέρω αν ζούμε στην εποχή του απόλυτου πολιτικού παραλογισμού ή αν το δημοσιογραφικό και λοιπό κατεστημένο δίνει τον αναγκαίο χρόνο στον κύριο Τσίπρα για να ωριμάσει, ώστε ν’ αποτελεί πιθανόν μια εν δυνάμει εναλλακτική λύση.

Όπως και να ‘χει και μακριά από σενάρια συνομωσιολογίας, αυτή η ιδιότυπη ασυλία του κυρίου Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτή την καθοριστική για τη χώρα συγκυρία, δεν αποκαλύπτει μόνο πώς κινείται και κατευθύνεται η ενημέρωση στις μέρες μας, αλλά και πώς αποδομήθηκε βήμα – βήμα κι απαξιώθηκε μέρα με τη μέρα στη συνείδηση του κόσμου ένα ολόκληρο σύστημα διακυβέρνησης, ο παλιός «επάρατος» δικομματισμός (χωρίς, φυσικά, το γεγονός αυτό ν’ απαλλάσσει τα κόμματα που κυβέρνησαν από τις ευθύνες τους).

Πού είναι τα μηνύματα των προηγούμενων εκλογών; Αυτές οι εκλογές δεν είχαν μηνύματα, ήταν στέρφες; Τώρα ο κόσμος δεν ψήφισε συνεργασία; Τι ψήφισε αξιωματική αντιπολίτευση; Τώρα ζούμε την εποχή του «καλού» δικομματισμού;

Ρητορικά ερωτήματα, ας περιμένουμε λίγο κι οι έγκριτοι δημοσιογράφοι μας θα μας δώσουν τις κατάλληλες –κατά την κρίση τους– απαντήσεις.

Καλό που κάνει, τελικά, στο σχηματισμό κυβέρνησης η καταγγελία μερικών συμβάσεων.

FOTO: tileoptikos_xronos_ekloges_aftodioikisi.jpg

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Για μια Ευρώπη στα μέτρα μας



Συνειδητά ή ασυνείδητα, ηθελημένα ή αθέλητα, σκόπιμα ή επιπόλαια αύριο ψηφίσουμε και για την Ευρώπη, πιθανόν μόνο γι’ αυτήν.

Αύριο που όλα τα μάτια της οικουμένης θ’ είναι στραμμένα για μια ακόμα φορά –τι κατόρθωμά μας κι αυτό– σ’ εμάς και τη χώρα μας, εμείς θα δώσουμε τις δικές μας απαντήσεις, ο καθένας ξεχωριστά σαν ψηφοφόρος κι όλοι μαζί ως εκλογικό σώμα.

Η αλήθεια είναι ότι έχουμε ν’ απαντήσουμε σε πολλές ερωτήσεις και διλήμματα, αλλά του καθενός μας η αλήθεια είναι τόσο διαφορετική απ’ του άλλου, που δημιουργούν μια θαυμάσια εθνική χασμωδία αντιτιθέμενων αντιλήψεων κι αλληλοσυγκρουόμενων απόψεων.

Αν και δηλώνουμε έτοιμοι και με αποφασιστικότητα να συμβάλουμε με όλες μας τις δυνάμεις στο σχηματισμό βιώσιμης κι αποτελεσματικής κυβέρνησης από την προσεχή Δευτέρα κιόλας, φτάσαμε στις κάλπες και δεν έχουμε ξεκαθαρίσει ακόμα αν η κυβέρνηση αυτή θα μας εκπροσωπεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Νοτιοαμερικανικό Σύνδεσμο ή στην… Κομινφόρμ.

Καθένας μας φτάνει στις κάλπες έχοντας στο μυαλό του μια συγκεχυμένη εικόνα για την Ευρώπη. Ο καθένας τη φαντάζετε και την προσδιορίζει με χίλιους δυο τρόπους ανάλογα με τις αντιλήψεις, τις εμπειρίες και τις γνώσεις του. Ως τουρίστας, ως εργαζόμενος, ως Έλληνας, ως ευρωπαίος.

Το γεγονός, ότι θεσμικά έχουμε «δεθεί» σ’ αυτό το άρμα δίχως να έχουμε πάρει εμείς, ως λαός, θέση, ίσως να είναι μια καλή δικαιολογία αυτής της συγκεχυμένης εικόνας για όσους θέλουν να κρύβονται πίσω από τις λέξεις και να ξεγλυστρούν με ψευτοδιλήμματα.

Τόσο η ένταξή μας στην ΕΟΚ αρχικά και την Ευρωπαϊκή Ένωση αργότερα, αλλά και στην ΟΝΕ πλήρως από το 2002, πραγματοποιήθηκαν εξ ονόματός μας από την εθνική αντιπροσωπεία κι εμείς ως λαός δεν χρειάστηκε μέχρι τώρα να πάρουμε άμεσα θέση. Οι θέσεις των κομμάτων που αντιτίθενται στη συμμετοχή μας σ’ αυτούς τους θεσμούς ήταν γνωστές από χρόνια –με συνεπέστερο σ’ αυτό το θέμα το ΚΚΕ– κι η προφανής πλειοψηφία των υπολοίπων δεν άφηναν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης.

Ξαφνικά με το μνημόνιο και τις δανειακές συμβάσεις η Ευρώπη από «τροφοδότης λογαριασμός» για την εθνική μας οικονομία έγινε βραχνάς και βάρος ασήκωτο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έγιναν από εταίροι και σύμμαχοι τοκογλύφοι και εκμεταλλευτές.

Όσον καιρό έρεαν τα κοινοτικά κονδύλια κι οι επιδοτήσεις είμαστε ευρωπαίοι με τα μπούνια και με τη βούλα, μόλις μπήκαν αυστηροί κανόνες χρηματοδότησης και τα βρήκαμε κομμάτι δύσκολα, πετάξαμε και τις βούλες και τις βουλές κι είμαστε έτοιμοι να τα βροντήξουμε και κάτω και να ψάξουμε γι’ άλλα κορόιδα κατά Ρωσία και Κίνα μεριά για νέα δανεικά.

Ακροαριστεροί και ακροδεξιοί σ’ έναν απίστευτα ομόθυμο συντονισμό βρήκαν να προσάψουν στους ευρωπαίους όλα τα κακά της μοίρας μας. Σε πρίμο σεγκόντο και με άλλα «σοβαρά» κόμματα, που έκαναν δυο χρόνια τώρα τις κωλοτούμπες εθνικό σπορ και συνέβαλλαν τα μέγιστα για τη δημιουργία της σύγχυσης κι όλου αυτού του αντιευρωπαϊκού κλίματος.

Κλίμα το οποίο επιδεινώθηκε την προεκλογική περίοδο, αφού υπήρξε τόση διαστρέβλωση κι αποπροσανατολισμός συστηματικά και επίμονα ως προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τη μελλοντική θέση της χώρας έναντι της Ευρώπης και τη νομισματική της σταθερότητα στο πλαίσιο του ευρώ, που έκανε ακόμα πιο δυσδιάκριτη και φοβική την ήδη θολή εικόνα που είχε καθένας μας για την Ευρώπη και τους θεσμούς της.

Να στείλουμε, λοιπόν, αύριο τον λογαριασμό πίσω σ’ αυτούς τους λαούς που μας κρατάνε δύο χρόνια τώρα όρθιους σαν κράτος και σαν χώρα. Να τους τρίψουμε στα μούτρα και μνημόνια και συμβάσεις και συνθήκες. Γιατί εμείς είμαστε Έλληνες –φουλ ανεξάρτητοι– και του Έλληνα ο τράχηλος ούτε μνημόνια υποφέρει, ούτε κανόνες, ούτε διατάξεις.

Να ψηφίσουμε εναντίον της Ευρώπης αύριο, για να γελάω μ’ όλους όσους μετά το πρώτο exit poll, θα τρέχουν αλαφιασμένοι στα ΑΤΜ, για να σηκώσουν τα ευρουδάκια τους.

Όσοι βέβαια δεν τα έχουν κρυμμένα σε στρώματα και κατσαρόλες ή δεν έχουν φροντίσει από καιρό να τα φυγαδέψουν στις «καλές» ευρωπαϊκές τράπεζες, αποδεικνύοντας έμπρακτα όχι μόνο την αντίσταση που κάνουν ενάντια στο «αιμοβόρο» τραπεζικό μας σύστημα, αλλά και την απεριόριστη αγάπη που τρέφουν για την πατρίδα τους.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Τι παραπάνω ξέρουν ο Κουρής κι ο Βαρουφάκης;



Μη νομίζεις ότι βρίσκομαι σε καλύτερη κατάσταση· από κάθε άποψη. Πιθανόν να έχω βγάλει και λιγότερα συμπεράσματα από σένα. Πιθανόν γι’ αυτό να μπορείς να με καταλάβεις καλύτερα.

Νομίζω, λοιπόν, ότι από τις προηγούμενες εκλογές προστέθηκε άλλος ένας μήνας ακυβερνησίας για τη χώρα, ενώ αφαιρέθηκε ένα κρίσιμο διαπραγματευτικά κεφαλαίο από τη διεθνή αξιοπιστία της. Ταυτόχρονα, μειώθηκαν κατακόρυφα τα δημόσια έσοδα, ενώ αυξήθηκε κατακόρυφα ο λαϊκισμός κι η πόλωση.

Σοφότερος δεν μπορώ να πω ότι έγινα –ούτε το περίμενα άλλωστε– η μεγαλύτερή όμως απορία μου είναι τούτη: Γιατί δεν άκουσα λέξη όλες αυτές τις μέρες της προεκλογικής περιόδου που να με πείθει, ότι πραγματικά άξιζε να περάσουμε ως χώρα και ως λαός και δεύτερη προεκλογική δοκιμασία;

Πάμε σε εκλογές την Κυριακή και για το μόνο που είμαι σίγουρος, είναι ότι όλο αυτό το σκηνικό ένα και μόνο σκοπό εξυπηρετούσε: Τις μικροκομματικές σκοπιμότητες της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ. Η μεν πρώτη –όμηρος του αρχηγού της– μπας κι έτσι όπως τα κατάφερε κατορθώσει να γίνει πρωθυπουργός, ο δε δεύτερος, έτσι όπως θαυμάσια τα κατάφερε το κόμμα στις 6 του Μάη, να πετύχει ένα ακόμα καλύτερο ποσοστό.

Στην προσπάθειά τους αυτή, ξέχασαν όμως να βάλουν στο κάδρο εμένα και τα προβλήματά μου, πολύ δε περισσότερο παρέλειψαν να υπολογίσουν τη νοημοσύνη και τη δυσπιστία μου.

Γιατί να πιστέψω π.χ., ότι τώρα δημιουργήθηκε αίφνης το διακύβευμα της ενδεχόμενης ακυβερνησίας ή ότι τώρα αίφνης με την κατάργηση του μνημονίου, θα λυθούν τα ούτως ή άλλως από καιρό σωρευμένα προβλήματα;

Καταλαβαίνεις συνεπώς γιατί θεωρώ ανόητο να μετακινηθώ από την επιλογή μου της 6ης Μαΐου;

Αν ο Κουρής κι ο Βαρουφάκης ξέρουν κάτι παραπάνω, δικαίωμά τους, προτιμώ να το ρισκάρω.
 
Τουλάχιστον, έτσι θα έχω εγώ την ευθύνη που μου αναλογεί και θα είμαι συνεπής με τη συνείδησή μου, αποφεύγοντας κωλοτούμπες που –όπως φαίνεται– θα εξακολουθήσουν να είναι της μόδας και μετά την προσεχή Κυριακή…

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Σύρριζα στ' όνειρο ή στον εφιάλτη;



“Γιατί υποκρινόμαστε ότι δεν καταλαβαίνουμε –για μα μην γράψω δεν ξέρουμε– το αποτέλεσμα των εκλογών; Μόνο και μόνο για να έχουν τζάμπα πρόγραμμα τα κανάλια ή για να δουλέψουν με τα exit poll οι εταιρίες δημοσκοπήσεων;

Από τον τρόπο που εξελίχθηκε ο προεκλογικός «διάλογος» μεταξύ των κομμάτων, ήταν φανερό, ότι τα επιτελεία τους γνώριζαν εξ αρχής πως στην κούρσα αυτή υπήρχε μόνον ένας νικητής.

Όσοι τρόμαξαν ν’ αναλάβουν τις ευθύνες τους μετά την 6η Μαΐου, «τρώνε» εδώ και μέρες τη σκόνη του ΣΥΡΙΖΑ και κάποιοι απ’ αυτούς πιθανόν να φάνε και χώμα.

Όσοι δεν θέλησαν να συνεννοηθούν όσο ακόμα οι «συνιστώσες» της Κουμουνδούρου κοιταζόντουσαν –για να μην γράψω «τσιμπιόντουσαν»– σαστισμένες από το αναπάντεχο γι’ αυτές αποτέλεσμα, στις 17 το βράδυ θα τσιμπιούνται μεταξύ τους για το αν αυτό που συμβαίνει είναι αλήθεια ή οφθαλμαπάτη.

Τα πράγματα έχουν μπει από μέρες στην τελική ευθεία και το μόνο που έχει απομείνει για την Κυριακή είναι να οριστικοποιήσουν οι ψηφοφόροι τις τελευταίες λεπτομέρειες για πώς ακριβώς θα μοιραστούν τα υπόλοιπα ποσοστά κι οι διαφορές. Σ’ αυτό το λεπτό «χειρουργείο» –για να μη γράψω «σφαγείο»– θα φανεί πόσο «μέσα» ήταν στις ερμηνείες τους οι γνωστοί αναλυτές για το «μήνυμα» των προηγούμενων εκλογών, αλλά και στις προβλέψεις τους όσοι διέρρεαν με το καντάρι της «κρυφές» δημοσκοπήσεις όλες αυτές τις μέρες.

Ο εκβιασμός και τα διλήμματα ηττήθηκαν κατά κράτος από την αοριστολογία και το θράσος. Φυσικό ήταν.

Έχουμε ως λαός εκπαιδευτεί –για να μη γράψω ξεγελαστεί– από χρόνια, ότι στις προεκλογικές περιόδους η κομματική πόλωση υπαγορεύει κι επιβάλει υπερβολές και ψεύδη, λογική άσπρου – μαύρου και απύθμενη καταστροφολογία μεταξύ των πόλων του δικομματισμού. Έτσι όλο αυτό το κλίμα που δημιουργήθηκε σ’ αυτή την προεκλογική περίοδο μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, να θεωρείται, αν όχι φυσιολογικό, ενδεχομένως πολύ ύποπτο, αλλά σε κάθε περίπτωση στημένο και κατευθυνόμενο.

Άλλο τόσο κι οι ψηφοφόροι, αντιλαμβανόμαστε –για να μη γράψω εκμεταλλευόμαστε– στις προεκλογικές περιόδους την αδυναμία των κομμάτων «εξουσίας» για ψήφους και τότε κλείνουμε τα έξυπνα deal και τις καλές συμφωνίες. Ξέρουν τα κόμματα τον τρόπο να κλείνουν σε όποιους πρέπει –για να μη γράψω συντεχνίες– έξυπνα το μάτι. Αυξήσεις και παροχές, υποσχέσεις και διορισμοί, ασυλίες κι επιδοτήσεις. Κοντά σ’ αυτά κι οι απαραίτητες αερολογίες και δεσμεύσεις για ευέλικτο κυβερνητικό σχήμα,  λιγότερο κράτος, πάταξη της φοροδιαφυγής, ανάπτυξη, επενδύσεις και τα σχετικά για να γεμίζουν με κεφάλαια τα προεκλογικά προγράμματα.

Τα δυο κόμματα που πλειοψήφησαν στις 6 Μαΐου πορεύτηκαν προεκλογικά με τους παραπάνω όρους, με τους όρους και με τις τεχνικές μιας άλλης εποχής –για να μη γράψω «Μεταπολίτευσης»– επιδεικνύοντας την ίδια μικροκομματική συμπεριφορά, όπως και κατά την περίοδο των διερευνητικών εντολών. Με τον τρόπο αυτό επιδόθηκαν σ’ ένα παλιομοδίτικο bras de faire με τον όρο «μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί», μετατρέποντας την αγωνία και τον φόβο του κόσμου σε τηλεοπτικό θέαμα και το πρόβλημά τους για πρωτιά σε πρόβλημα όλης της Ελλάδας.

Ήξεραν ότι τα δεδομένα δεν είχαν καμιά σχέση με άλλες προεκλογικές περιόδους. Ήξεραν για το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών. Ήξεραν ότι ο κόσμος έχει ανάγκη από ελπίδα.

Επέλεξαν να σιωπήσουν. Η μεν Νέα Δημοκρατία δημιουργώντας απίστευτο θόρυβο, πότε κατεδαφίζοντας τον ΛΑ.Ο.Σ.– για να μη γράψω για τη Ντόρα που βάρεσε κανόνι στη ΔΗ.ΣΥ.– και πότε σέρνοντας τα έδρανα του  ντιμπέιτ ή τα θρανία στις σχολικές αίθουσες, ο δε ΣΥΡΙΖΑ φλυαρώντας ακατάσχετα και σε χίλιες δυο γλώσσες –για να μη γράψω θεόπνευστα και παρεξηγηθώ– σε πλατείες, γειτονιές, κεφαλόσκαλα και παράθυρα για τη δύναμη που έχει, μέσα από την «Κυβέρνηση της Αριστεράς», να φέρει εδώ και τώρα στη γη και μπροστά στα μάτια των έκπληκτων Ευρωπαίων τον επουράνιο παράδεισο σε παγκόσμια αποκλειστικότητα για την Ελλάδα και τους Έλληνες.

Η αλήθεια κι η ελπίδα ηττήθηκαν κατά κράτος από τον λαϊκισμό και το ψέμα. Φυσικό ήταν”.

Ρητορική ερώτηση: Μπορούμε –για να μην πω θέλουμε– άραγε να ξεχωρίσουμε τον εφιάλτη από τ' όνειρο;

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Αναζητώντας το αυτονόητο.



Επιχειρηματολογούμε πλέον για τα αυτονόητα.

Όταν δεν καταφέρνουμε να συμφωνήσουμε, ότι η βία πρέπει να καταδικάζεται στην όποια της μορφή κι από όπου κι αν προέρχεται, είναι απορίας άξιο, από πού θα αντλήσουμε το σθένος να συμφωνήσουμε για την πραγματοποίηση των μεγάλων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που είναι αναγκαίες στο κράτος κσι στην κοινωνία μας;

Όταν επιχειρούμε μέσα σ’ αυτή τη γενικευμένη και καθολική κρίση, να διακρίνουμε και να δικαιολογήσουμε πτυχές και αποχρώσεις βίαιης συμπεριφοράς προκειμένου ν’ αποφύγουμε την ξεκάθαρη καταδίκη τους, πώς θα παραβλέψουμε το μικροσυμφέρον μας, ώστε να εξυπηρετηθεί το γενικό ή το δημόσιο συμφέρον;

Αυτές τις μέρες το θέμα «βία» βρίσκεται στην επικαιρότητα, η συζήτηση κι η αντιπαράθεση ήδη εξελίσσονται με σθεναρότητα μεταξύ των αντιτιθέμενων πλευρών, γεγονός που μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε για το πόσο αυτονόητο θα είναι για τα πολιτικά κόμματα στις 18 Ιουνίου ν’ αντιληφθούν, ότι οι επαναληπτικές εκλογές έγιναν προκειμένου να σχηματιστεί ισχυρή κυβέρνηση κι όχι για να προκύψει ισχυρή αντιπολίτευση.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Γρονθοκοπώντας το είδωλό μας.


«Κι αν σου κάτσει;»
Αναρωτιόταν μια παλιότερη τηλεοπτική ατάκα, που θα ταίριαζε γάντι στην προεκλογική περίοδο που διανύουμε, εφόσον τα περισσότερα κόμματα πλειοδοτούν και τζογάρουν σε υποσχέσεις, οι δε περισσότεροι ψηφοφόροι ετοιμάζονται να παίξουν τα ρέστα τους επιλέγοντάς τα.

Το πιο θερμό καλοκαίρι ξεκίνησε «με σημαίες και με ταμπούρλα» κι είναι πολύ πιθανόν να νοσταλγήσουμε σύντομα εκείνη την ανοιξιάτικη 6η Μαΐου, αναπολώντας και μελαγχολώντας ταυτόχρονα για την ευκαιρία σχηματισμού κυβέρνησης που τότε –κατά πολλούς– χάθηκε, επειδή κάποια κόμματα δεν κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τα μικροκομματικά συμφέροντά τους.

Δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε, αφού η πορεία μας στο χρόνο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κι ως μια αξιοθαύμαστη αλληλουχία χαμένων μικρών ή μεγάλων ευκαιριών. Οι περισσότερες αυτοκαταστροφικές, επώδυνες και με λιγότερο ή περισσότερο μακροχρόνιες συνέπειες.

Τις θυμόμαστε για λίγο –κάτι σαν αναλαμπές– επ’ ευκαιρία κάποιου γεγονός, φορτιζόμαστε συναισθηματικά, ξαφνιαζόμαστε απ’ τις ομοιότητες ή τις αναλογίες με το παρόν και τις αφήνουμε να ξαναξεχαστούν, δίχως να πολυσκοτιζόμαστε για το πόσο έχουν επηρεάσει ή εξακολουθούν να επηρεάζουν τις εξελίξεις.

Όλα κρίνονται από το αποτέλεσμα, αλλά το αποτέλεσμα έπεται, ακολουθεί. Εμείς όμως, συνηθισμένοι κι εκπαιδευμένοι –χαϊδεμένοι– από χρόνια να τα θέλουμε όλα εδώ και τώρα, δίχως κόπο, δίχως να τα χρειαζόμαστε καν τις περισσότερες φορές, αποφεύγουμε να σχεδιάζουμε, μάθαμε να μην προύπολογίζουμε το αποτέλεσμα ή τις συνέπειες, αδιαφορούμε για το μετά, εφόσον γι’ αυτό –όπως ακούμε κι από το Δημοτικό– «έχει ο Θεός».

Έτσι, μοιραία παρορμητικοί κι επιπόλαιοι, πέφτουμε με τα μούτρα σ’ ό,τι μας γυαλίσει, σ’ ότι νομίζουμε ότι χρειαζόμαστε και μας βολεύει, σ’ ότι μας υποδεικνύουν πως έχουμε ανάγκη ή σ’ ότι μας τάξουν. Οι συνήθειες κι η συμπεριφορά μας από το σούπερ μάρκετ μέχρι το εκλογικό τμήμα, καθορίζονται από κανόνες και όρους του μάρκετινγκ, «δούναι και λαβείν».

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ύστερα από κάθε δυσάρεστο γεγονός ή μετά από κάποια ανεπιθύμητη συνέπεια, στην οποία λίγο-πολύ έχουμε συμμετοχή και συμβολή, καταφεύγουμε αστραπιαία στο ρόλο του θύματος, του ανυποψίαστου, του αδικημένου, του κατατρεγμένου. Μάθαμε άριστα να χορηγούμε στον εαυτό μας πιστοποιητικά αθωότητας και υπεύθυνες δηλώσεις αγνοίας, φροντίζοντας να επικυρώνεται του λόγου μας το αληθές από αμετροεπείς θεωρίες συνωμοσίας για το ρόλο «ξένων κέντρων», «κατευθυνόμενων κύκλων», «οργανωμένων συμφερόντων».

Οι ποικιλώνυμες εξουσίες κατά κανόνα μας κανάκευαν και μας θώπευαν, το «δε βαριέσαι» και το «δεν πειράζει» μας καθησύχαζαν και μας αλλοτρίωναν, ταυτόχρονα όμως φρόντιζαν να στηλιτεύονται ή να περιθωριοποιούνται εκείνοι που πιθανόν ν’ αναδείκνυαν αυτήν την παθολογία κι επιχειρούσαν να μας ξεκολλήσουν απ’ αυτό το τελματώδες λήθαργο. 
 
Τώρα τελευταία, ο «εχθρός», οι «συκοφάντες» κι οι «κινδυνολόγοι» είναι όσοι εκφράζουν την αγωνία τους, επειδή θεωρούν ότι η κατάσταση στην πατρίδα μας βρίσκεται πλέον στο μη παραπέρα. Προπηλακίζονται και λοιδορούνται όσοι προβληματίζονται για την δυσάρεστη τροπή που θεωρούν ότι πήραν τα πράγματα για τον τόπο. Απομονώνονται και διώκονται όσοι απευθύνονται σ’ ένα παραζαλισμένο –αλλά και ναρκισσευόμενο– λαό για του πουν τα αυτονόητα.

Υπό το φως των τηλεοπτικών προβολέων διαμορφώνεται ένα νέο δικομματικό σχήμα, που πλειοδοτεί –εκτός από νούμερα τηλεθέασης– σε παροχές κι ευκολίες, που εξωραΐζει και κουκουλώνει την πραγματικότητα, που μασκαρεύει τη Χίμαιρα παρουσιάζοντάς την ως την πολυπόθητη ελπίδα. Από κοντά κι όλοι εκείνοι –τσούρμο ευκαιρίας– που θορυβώντας και κραυγάζοντας αποσιωπούν και συσκοτίζουν για το τι θα σημάνει η «επόμενη μέρα».

Μπροστά στα μάτια μας, μετά την προκήρυξη των επαναληπτικών εκλογών της 17ης Ιουνίου, εξελίσσεται ένα σήριαλ προχειρογραμμένων «προγραμματικών» εξαγγελιών και πραγματοποιείται μια απίστευτη πασαρέλα πιθανών και απίθανων «εκπροσώπων», που ούτε λίγο ούτε πολύ υποστηρίζουν πως, ότι έχει γίνει μέχρι σήμερα είναι μάταιο, ότι κακώς υφιστάμεθα τα όσα υφιστάμεθα ως λαός και ως χώρα κι ότι καλά θα κάνουν οι ξένοι ν’ αλλάξουν το «τροπάριο» με τα μνημόνια γιατί θα τους κόψουμε εκτός από το βήχα και την πληρωμή των δανεικών και των τόκων.

Έχουμε την αίσθηση ότι μπήκαμε για τα καλά κάτω από μια πανίσχυρη και παντοδύναμη προεκλογική «ασπίδα ασυλίας», που θα μας προστατέψει ή θα μας απαλλάξει και μετεκλογικά από το «κακό μνημόνιο» και αδιαφορούμε αν το κράτος λειτουργεί, αν η αγορά έχει παγώσει, αν οι υποχρεώσεις τρέχουν, αν τα ελλείμματα και πάλι θεριεύουν, αν τα σύννεφα στον ευρωπαϊκό ορίζοντα πυκνώνουν απειλητικά, αν η στάση πληρωμών είναι τόσο κοντά.

Έχουμε σχεδόν πεισθεί, ότι ξυπνώντας στις 18 Ιουνίου όλα όσα ζήσαμε τα δύο τελευταία χρόνια θα είναι ένα κακό παρελθόν, όλοι οι ευρωπαίοι θα μας εξυμνούν για το επίτευγμά μας κι όσοι μας πίκραναν και μας εξουθένωσαν οικονομικά, θα βρίσκονται τσαλακωμένοι στους σκουπιδοτενεκέδες των εκλογικών τμημάτων.

Μακάρι να ‘ταν έτσι, αλλά οι μαγικές λύσεις όσο εύκολα –«μαγικές» γαρ– διατυπώνονται, τόσο δύσκολα εφαρμόζονται.

Το μόνο σίγουρο είναι, πως την επ’ αύριο των εκλογών τα μόνα που θα πεταχτούν πρώτα – πρώτα στα σκουπίδια θα ‘ναι τα όψιμα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων «εξουσίας». Τα προβλήματα κι η καθημερινότητα θα ‘ναι και πάλι εδώ, μαζί μας. Η «ασπίδα ασυλίας» δεν θα φαντάζει ούτε καν σαν φύλλο συκής.

Ως τότε, προλαβαίνουμε να κοιταχτούμε μερικές φορές καλά στον καθρέφτη μέχρι να δούμε το μουσκεμένο πρόσωπο μας και να διακρίνουμε στα μάγουλά μας τα σημάδια του γρονθοκοπήματος. Ως τότε προλαβαίνουμε να συνειδητοποιήσουμε πόσο πληγωμένη κι ελλειμματική είναι η δημοκρατία μας, πόσο κορεσμένο κι αποσαρθρωμένο είναι το πολιτικό μας σύστημα, πόσο απαθής κι αποθρασυσμένη είναι η κοινωνία μας, πόσο παραποιημένο και κακέκτυπο είναι το είδωλό μας. Ως τότε προλαβαίνουμε ν’ αποστασιοποιηθούμε από τον βολικό ρόλο του καταναλωτή, του θεατή, του χειροκροτητή, του πελάτη, του ψηφοφόρου, του θύματος. Ως τότε προλαβαίνουμε ν’ αποφασίσουμε να γίνουμε ενεργητικό μέρος και στυλοβάτες της λύσης του προβλήματος.
 
Ας το ξανασκεφτούμε, ως τότε, με λογική και ψυχραιμία, ας αναζητήσουμε λύσεις κι επιλογές που, δίχως μαγικά και ξόρκια, θα διευκολύνουν τη συνεργασία, τον διάλογο και τη συνεννόηση. Ας δημιουργήσουμε μέσα μας την πίστη και τη βάσιμη ελπίδα, πως με την ψήφο μας, καθένας ξεχωριστά κι όλοι μαζί, αυξάνουμε τις πιθανότητες ν’ αποφύγουμε οδυνηρότερα μετεκλογικά χαστούκια, αλλά και την επανάληψη της μεταξύ μας μεμψιμοιρίας για μια ακόμα χαμένη ευκαιρία.

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Σιδηροδρομικός Σταθμός Πελοποννήσου: Τα τρένα που φύγαν...



Αναζητάμε τα δις στα πετρέλαια και τις αραβικές επενδύσεις τη στιγμή που δείχνουμε εγκληματική αδιαφορία για να δημιουργήσουμε πηγές εσόδων και θέσεις εργασίας από υποδομές που ήδη υπάρχουν.

Εκθειάζουμε τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες που έχει η χώρα μας στον τομέα της τουριστικής ανάπτυξης, εξαγγέλλουμε με στόμφο τη δημιουργία υπουργείων και υπηρεσιών για την τουριστική ανάπτυξη, τη στιγμή που αδυνατούμε να αξιοποιήσουμε και ν’ αναδείξουμε πτυχές πολιτισμού και ιστορίας, που ήδη ρημάζουν αφημένες στην τύχη τους.

Συναγωνιζόμαστε σε κορώνες και «προγραμματικές» δηλώσεις για την ανάγκη αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, τη στιγμή που αποδεικνύεται σε κάθε μας βήμα η ανικανότητα να οραματιστούμε την ενσωμάτωση διατηρητέων ιστορικών κτιρίων –αχ! Μελίνα– στο σύγχρονο ιστό της πόλης και των δραστηριοτήτων της.

Ξορκίζουμε και καταριόμαστε επί χρόνια στα τηλεοπτικά παράθυρα τη λαθρομετανάστευση, ενώ ανεχόμαστε την υποβάθμιση και τη μετατροπή περιοχών του κέντρου της Αθήνας σε γκέτο και την εξάπλωση των φαινόμενων ρατσισμού και ξενοφοβίας.
   
Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Πελοποννήσου είναι άλλη μια αφορμή για τις πικρές αυτές διαπιστώσεις.

Δεν έχει την τύχη να είναι «Μύκονος» ή «Σαντορίνη», δεν έχει το προνόμιο να είναι από γυαλί και τσιμέντο. Αντίθετα έχει την ατυχία να βρίσκεται λίγο πιο κάτω απ’ το Μεταξουργείο, δίπλα στην οδό Κωνσταντινουπόλεως και τα κτίρια στεγάζονται με καμπυλωμένα μεταλλικά φύλλα, που εδράζουν σε ξύλινο σκελετό, ενώ οι πτέρυγες καλύπτονται από δίρριχτη ξύλινη στέγη.

Κλειστός από το 2005 –πλην όμως πλήρως ανακαινισμένος– αφημένος στη φθορά του χρόνου και των graffiti –άλλωστε είναι τόσο της μόδας στα τρένα. Μόνο ευκαιριακά χρησιμοποιείται, παρά τις δυνατότητες που υπάρχουν.

Αν βρισκόταν στο εξωτερικό θα τρέχαμε να πληρώσουμε όσο-όσο εισιτήριο και θα ξεροσταλιάζαμε στην ουρά για να τον επισκεφθούμε, αλλά αφού τον έχουμε μες στα πόδια μας…

Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Πελοποννήσου είναι μια μοναδική ευκαιρία για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, αλλά και μια νέα πηγή εσόδων.

Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Πελοποννήσου είναι μια μοναδική αφορμή για να ξαναζωντανέψει μια περιοχή της Αθήνας που έχει ερημωθεί κι εγκαταλειφθεί.

Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Πελοποννήσου είναι ένα στοίχημα για όσους έχουν την ευθύνη και τα «κλειδιά» του.

Το ξεκλείδωμα της βαριάς σιδερένιας πόρτας του κι η απόδοσή του στην πόλη, δεν ανοίγει μόνο μια σελίδα ιστορίας τού 19ου αιώνα, αλλά μια χαραμάδα φωτός κι ελπίδας στον 21ο αιώνα, μια ευχάριστη είδηση που τόσο έχει ανάγκη ν’ ακούσει αυτή τη στιγμή η πατρίδα μας.