Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Καλά που δεν πήρα νόβα.


Καλά που δεν πήρα νόβα. Όλη η γειτονιά στο σουβλατζίδικο ήτανε. Γνωστοί από χρόνια, φίλοι, ακόμα και περαστικοί που είχαν βγάλει τους σκύλους βόλτα, για τραπέζι έψαχναν. Ούτε για δείγμα δεν περίσσευε πλαστική καρέκλα. «Μόνον όρθιοι» φώναζε ο Γιώργος από μέσα όπως έκοβε τον γύρο, αλλά από τον τόνο της φωνής –έστω κι αν δεν ήξερες– ανίχνευες την αδιόρατη χαιρεκακία του «βάζελου».

Πήγαμε κατά τις εννιά για να είμαστε άνετοι, αλλά τζίφος, στράφι πήγε η χαρά μου για τα άδεια τραπέζια που πλησιάζοντας διέκρινα να υπάρχουν. «Ρεζερβέ», μας πληροφόρησε η Στέλλα όπως σερβίριζε δυο ξεχειλισμένα λαχταριστά ποτήρια ξανθιάς μπύρας, που συναγωνίζονταν –χωρίς επιτυχία– το χρώμα των μαλλιών της. Κάποιοι είχαν φροντίσει εγκαίρως, τα άδεια πλαστικά τραπέζια με το χάρτινο τραπεζομάντιλο ήταν στρωμένα προς χάριν τους.

Οι εναλλακτικές υπήρχαν, αλλά ήμασταν με τα πόδια. Φεύγοντας πήρε το μάτι μου στην οθόνη το ξυρισμένο κεφάλι του Τζόρτζεβιτς. Πού χάθηκε αυτή η ψυχή; Πιάσαμε την κουβέντα για την εποχή του κι ανοίξαμε το βήμα για τον Αρχοντή, ελπίζοντας ότι στη χειρότερη θα βολευτούμε στην Αράχωβα κι ας έχει πιο μικρή οθόνη.

Ούτε μαθητικά θρανία στη σειρά να ήτανε τα τραπέζια. ‘Ισα-ίσα προλάβαμε ένα τελευταίο, πίσω στη γαλαρία. Ο Αρχοντής έχει περισσότερο χώρο, αλλά είναι και περισσότερο καφέ – ουζερί. Ήταν πια εννιά και είκοσι. Εδώ οι γνωστοί είναι από «άλλη κατάσταση». Στον Αρχοντή γινόντουσαν όλες οι προεκλογικές συγκεντρώσεις του κόμματος. Πήρε το μάτι μου στη μέσα αίθουσα, πάνω από ένα τραπέζι που έπαιζαν ακόμα χαρτιά, κάποιον υποψήφιο των πρόσφατων εκλογών.

Χαιρετούρες και καλωσορίσματα. «Καλό χειμώνα» εύχονταν κάποιοι και συνειδητοποιούσα, ότι πράγματι, μόλις πέρασε η κάψα του ποδαρόδρομου η βραδινή ψύχρα άρχισε να γίνεται αισθητή. Το δημοσιογραφικό γιλεκάκι –έμπνευση της τελευταίας στιγμής– έδωσε λύση, απέπνεε και μια ανεπαίσθητη μυρωδιά αντισκοριακού. Ο Παναγιώτης τράβηξε μια καρέκλα προς το μέρος μας, μόλις τέλειωσε η δηλωτή ήρθε κοντά κι ο Αργύρης (μπαρούτι με τον Αποστόλη –το ταίρι του στα χαρτιά– γιατί ξέχασε στην τελευταία χαρτωσιά ότι δεν είχε περάσει το δέκα το καλό).

Ήρθαν τα ούζα, άρχισε κι ο αγώνας. Μετά τα πρώτα λεπτά, τα ειρωνικά αστεία για τους Γερμανούς διαδέχτηκε η σιωπή και τη σιωπή η μουρμούρα κι η δυσφορία. Κάτι προσπαθούσε να περιγράψει ο Σωτηρακόπουλος, αλλά ήδη η κουβέντα είχε φύγει στο πόσο υστερούν σε συλλογικό επίπεδο οι ελληνικές ομάδες. Η εικόνα του αγώνα συμπληρωνόταν από την απογοήτευση που έβγαινε σαν αναστεναγμός εξαιτίας της εικόνας διάλυσης που φαίνεται να ‘χουν τα ποδοσφαιρικά πράγματα. Φέτος η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. Η ΑΕΚ στα αζήτητα, ο ΠΑΟ ψάχνεται, ο ΠΑΟΚ βασανίζεται απ’ το παρελθόν του. Για τον Πλατανιά Χανίων θα δείξει ο χρόνος.

Επαγγελματίες στα λόγια κι ανώνυμες εταιρίες στα χαρτιά. Δεν είναι η κρίση που έφερε στο προσκήνιο αυτά τα προβλήματα, σέρνονταν και σέρνονται δεκαετίες. Παράγοντες, πολιτευτές, οπαδοί, ένα κουβάρι πίσω από τις χρωματιστές φανέλες, που κάποτε αντιπροσώπευαν κι άξιζαν κάτι πιο σημαντικό από χορηγούς, στημένα και στοιχήματα. Τότε που τα ελληνικά γήπεδα γέμιζαν από φιλάθλους, από οικογενειάρχες και παιδιά. Τότε που στις ταράτσες γύρω απ’ τα γήπεδα κρεμνιόντουσαν σαν σταφύλια οι τζαμπατζίδες τα Κυριακάτικα απογεύματα.

Τώρα τα τηλεοπτικά δικαιώματα κι η ΟΥΕΦΑ κάνουν παιχνίδι κι όχι οι φανέλες κι οι ποδοσφαιριστές. Πακτωλός εκατομμυρίων επενδύεται σ’ αυτό λαϊκό σπορ, στο βασιλιά των ομαδικών αθλημάτων. Τεράστια συμφέροντα και καριέρες στηρίζονται και στηρίζουν τις συλλογικές διοργανώσεις. Πίσω απ’ τη λάμψη των προβολέων και την αίγλη της δημοσιότητας έχει δημιουργηθεί και λειτουργεί ένας ολόκληρος κόσμος από εταιρείες, διαφημίσεις, στοιχήματα. Ο αγώνας είναι καταναλωτικό προϊόν, οι διοργανώσεις πακέτα.

Τώρα πρέπει να πληρώσω για να δω από την τηλεόραση την ομάδα που μ’ αρέσει. Πρέπει να πληρώσω για να δω ζωντανά ελληνικό ποδόσφαιρο. Τα πακέτα είναι μοιρασμένα κι αν δεν γίνω συνδρομητής πίτσα και μπύρες δεν ξαναέχει στον καναπέ.

Όλα άλλαξαν. Ο Βαλβέρδε χώρα, ο Μιραλάς ομάδα, ο Χολέμπας θέση. Ακόμα κι ο Σωτηρακόπουλος για τις ανάγκες του champions league άλλαξε κανάλι. Μόνο ο Ολυμπιακός έμεινε γι' αυτή τη διοργάνωση κι εφέτος στα ίδια.

Καλά που δεν πήρα νόβα.

Foto: NOVASPOR.GR

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Δρόμοι ανάδρομοι.


Κινούμαι στη Μεσογείων καθημερινά. Μερικούς μήνες πριν το δρομολόγιό μου περνούσε ταχτικότερα απ’ την Κηφισίας. Η κίνηση και στους δύο κεντρικούς οδικούς άξονες σε όλη τη διάρκεια της μέρας είναι ιδιαίτερα αυξημένη. Ουσιαστικά οι λεωφόροι αυτοί δέχονται τη μεγαλύτερη κυκλοφοριακή επιβάρυνση από τα αυτοκίνητα που κινούνται από τα βόρεια και ανατολικά προάστια και περίχωρα του λεκανοπεδίου προς το κέντρο κι αντίστροφα. Στο διαχωριστικό διάζωμα οι δυο λεωφόροι έχουν κατά το μεγαλύτερο μήκος τους πρασιά με θάμνους κι άλλα καλλωπιστικά φυτά.

Τις ώρες αιχμής που τ’ αυτοκίνητα συνωστίζονται από φανάρι σε φανάρι κι ακούγοντας τις φλυαρίες ή τα «κομμάτια» –μουσικά ενίοτε– των ραδιοφωνικών σταθμών, έχω την ευκαιρία να πληροφορούμαι ταυτόχρονα από τα ποικιλόχρωμα πανό που ανεμίζουν σε κάθε κολώνα φωτισμού, σε ποια νυχτερινά κέντρα τραγουδούν διάφοροι καλλιτέχνες, ποιες εκθέσεις πραγματοποιούνται ή πότε αρχίζουν οι εγγραφές σε ωδεία, φροντιστήρια ξένων γλωσσών κ.ο.κ.

Αν τύχει και ρίξω το βλέμμα έξω απ’ το παράθυρο κάποια από ‘κείνες τις –ατέλειωτες πολλές φορές– ώρες της υπομονής, βλέπω μπερδεμένα ανάμεσα στους θάμνους χαρτιά και νάιλον, πεταμένα πλαστικά μπουκάλια νερού ή αναψυκτικών, αποτσίγαρα, κουτιά μπύρας κι ότι άλλο μπορεί να παρασύρει ο αέρας ή να πετάξει ανθρώπινο χέρι. Όπου υπήρχε γκαζόν έχει ξεραθεί ή έχει ξεχορταριάσει και τ’ αυτόματο πότισμα δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που καταβρέχει τα διερχόμενα αυτοκίνητα παρά την πρασιά.

Το ντεκόρ συμπληρώνεται από αυθαίρετα –υποθέτω– τοποθετημένες εδώ κι εκεί μεταλλικές πινακίδες διαφόρων καταστημάτων της περιοχής, ενώ οι στήλες των φαναριών «αγκαλιάζονται» ενίοτε από χάρτινα διαφημιστικά πλακάτ τσίρκων, εκδηλώσεων, κομμάτων κ.ο.κ.

Σκηνικό εγκατάλειψης, υποβάθμισης, αδιαφορίας.

Δεν συμβαίνει μόνο σ’ αυτές τις λεωφόρους, ούτε αυτού του είδους η «διαφήμιση» παρατηρείται μόνο στους μεγάλους οδικούς άξονες. Οργανωμένη ή αυτοσχέδια η ρύπανση αυτού του τύπου κατακλύζει τις γειτονιές και τις συνοικίες και δημιουργεί έναν τεράστιο όγκο απορριμμάτων, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο υποβαθμίζουν και καταστρέφουν το περιβάλλον. Αν κοντά σ’ αυτά προστεθεί κι η καθημερινή «θυροκόλληση» σε πόρτες και γραμματοκιβώτια των απίστευτης ποικιλίας έντυπων για πιτσαριές, ψησταριές, υδραυλικούς, φροντιστήρια και κάθε λογής κατάστημα που μπορεί να διαφημιστεί, εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο δημόσιος χώρος γενικότερα εμφανίζει από δήμο σε δήμο κι από περιοχή σε περιοχή τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά κι ανάλογα προβλήματα.

Στις μεγάλες αρτηρίες είναι γνωστή η πολυδιάσπαση των αρμοδιοτήτων μεταξύ υπουργείου, περιφερειών και δήμων. Το πρόσφατο περιστατικό με τους φωτεινούς σηματοδότες και τη διένεξη του τότε υπουργού Υποδομών με τον περιφερειάρχη Αττικής είναι γνωστή και φανερώνει μια όψη του προβλήματος που υπάρχει. Συμβαίνει, λοιπόν, άλλος φορέας να έχει την ευθύνη για το οδόστρωμα, άλλος για το πεζοδρόμιο κι άλλος για την πρασιά. Τι ποιο σύνηθες στη χώρα μας, μόλις συμβεί κάτι «κακό» –γιατί το καλό μπορεί να μην το μάθουμε και ποτέ– ν’ αρχίζει η πασίγνωστη διαδικασία της αναζήτησης των ευθυνών, οι οποίες γίνονται «μπαλάκι» και δεν καταλήγουν τελικά πουθενά.

Όσο υπήρχαν οι πιστώσεις η κατάσταση, τουλάχιστον στον τομέα του πρασίνου, ήταν πολύ καλύτερη. Τώρα που τα κονδύλια διατίθενται με το σταγονόμετρο και το μεγαλύτερο μέρος πηγαίνει για μισθοδοσίες, έχουν περιοριστεί στις απολύτως αναγκαίες κι οι δραστηριότητες των περιφερειών και ιδιαίτερα των δήμων. Μετά την απομάκρυνση και των συμβασιούχων που κάλυπταν αυτού του είδους τις εργασίες, τα πράγματα στους τομείς της καθαριότητας και του πρασίνου δεν αναμένεται να βελτιωθούν.

Το θέμα και το «θέαμα» στις πρασιές των λεωφόρων έχει δυο όψεις, η μια αφορά την προστασία από ανάρτηση κάθε λογής πανώ και πινακίδων κι η άλλη τη φροντίδα της καθαριότητας και της καλαισθησίας τους. Κι εδώ θα πρέπει να επισημανθεί, ότι γλιτώσαμε από τις επικίνδυνες τεράστιες διαφημιστικές πινακίδες, που σε πολλές περιπτώσεις με την ανοχή των δήμων –λόγω φανερών ή μη εσόδων– ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια, αλλά που εν πάση περιπτώσει ήταν πιο εμφανίσιμες κι έχουμε βρεθεί σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση, που ο καθένας ρυπαίνει διαφημίζοντας κατά το δοκούν, αλλά κι η προσοχή των οδηγών ν’ αποσπάται με ακόμα πιο επικίνδυνο τρόπο.

Λύση θα ήταν οι φορείς κατά το μέρος της ευθύνης τους να μεριμνήσουν, ώστε ν’ αντιμετωπιστούν οι αυθαιρεσίες και να προστατευθούν οι νησίδες πρασίνου τόσο από τους «καταπατητές» της διαφήμισης, όσο και από τη βρωμιά και τα σκουπίδια. Οι πιστώσεις μπορεί να μην είναι μεγάλες, αλλά κανείς δεν τους εμποδίζει να τις αξιοποιήσουν καλύτερα. Μέρος αναπόσπαστο και στολίδι για τον οικιστικό ιστό, που πνίγεται στο τσιμέντο και την άσφαλτο, είναι αυτά τα παρτέρια, τους αξίζει να παίξουν κι εκείνα το ρόλο διαφημιστή για την πόλη και τα προάστια. Αποτελεσματικότερα μάλλον θα διαφημιζόταν οι δημοτικές αρχές προσφέροντας ποιοτικές υπηρεσίες καθαριότητας και πρασίνου προς τους δημότες τους, παρά δαπανώντας εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για πολυήμερα καλοκαιρινά φεστιβάλ και πολυέξοδες εκδηλώσεις.

Σε άλλη περίπτωση, μια ιδέα θα ήταν οι δράσεις εθελοντισμού, με τοπικούς φορείς και οργανώσεις να συνεργάζονται με τους δήμους και να «υιοθετούν» τμήματα προστασίας και φροντίδας των δημόσιων χώρων της πόλης. Αλλά –γιατί όχι;– κι η «ενοικίαση» της φροντίδας χώρων, όπως είναι οι πρασιές που διατρέχουν τους μεγάλους κεντρικούς δρόμους από επιχειρήσεις –με τα ωφέλη της χορηγίας– κι η ανάληψη από την πλευρά τους της ευθύνης να τις περιποιούνται και να τις διατηρούν σε άριστη κατάσταση. Είτε στη μία, είτε στην άλλη περίπτωση κέρδος θα είχε ο δήμος, στην μεν πρώτη από την ενδυνάμωση της κοινωνικής δράσης και συμμετοχής και στην άλλη από το οικονομικό όφελος και την εξοικονόμηση προσωπικού και πόρων.

Στην κατάσταση που βρισκόμαστε, αναλογεί στον καθένα μας, σύμφωνα με τη θέση και τις δυνατότητές του, ένα κομματάκι ευθύνης για το ξαναξεκίνημα αυτού του τόπου.

Αυτό που θα μπορούσε π.χ. να κάνει ο κάθε πολίτης, είναι να επαναπροσδιορίσει τη στάση απέναντι στο δημόσιο χώρο με πρώτη-πρώτη πράξη έμπρακτης απόδειξης –ζούμε και στην εποχή των αποδείξεων άλλωστε– να μην ξαναπετάξει το τσιγάρο ή να μην φτύσει έξω απ’ το παράθυρο τ’ αυτοκινήτου του. Από την πλευρά δε των υπευθύνων, η απαίτηση είναι ν’ αντιμετωπίσουν το δημόσιο χώρο –αλλά και τα δημόσια πράγματα στο σύνολό τους–, όχι με τα παραδοσιακά εργαλεία και τις πελατειακές λογικές του χτες, αλλά με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του αύριο. Ας αναζητήσουν με τόλμη στις γειτονιές κι ας βγάλουν τους πολίτες απ’ τα σπίτια τους όχι για να διαμαρτυρηθούν ή να καταστρέψουν, αλλά για να συναντηθούν και να δημιουργήσουν.

Σταματάω στο φανάρι του Νομισματοκοπείου, η λαμπερή Δέσποινα Βανδή από τ’ απέναντι στέγαστρο μου υπενθυμίζει «Άλλαξα», μήπως είναι καιρός ν’ ακολουθήσουμε κι εμείς το παράδειγμά της;

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Παιδεύοντας την εκπαίδευση.


Δρόσισε, μόλις βραδιάσει ή νωρίς το πρωί ζητάς κάτι παραπάνω να ρίξεις πάνω σου.

Δεν είναι αυτό όμως που με κάνει να νοιώσω για τα καλά μελαγχολία με την αλλαγή της εποχής, πιο πολύ είναι οι νεανικές φωνές και τα γέλια που φτερούγησαν χτες το πρωί ξένοιαστα και χαρούμενα απ’ το ανοιχτό –ακόμα ευτυχώς– παράθυρο. Είναι οι παρέες των μαθητών που ξεκίνησαν και φέτος την εκπαιδευτική τους οδύσσεια στα Δημοτικά, τα Γυμνάσια και τα Λύκεια.

Τσάντες, τετράδια, στυλό και μολύβια πήραν μεγαλοπρεπώς τη θέση τους στη μαθητική καθημερινότητα. Τα βιβλιοπωλεία γέμισαν τις βιτρίνες τους με τα σχολικά είδη και στα ράφια φιγουράρουν κολλαριστά τα ολοκαίνουργια βιβλία και «βοηθήματα». Τα σχολικά βιβλία –παρά την κατάργηση του Ο.Ε.Δ.Β.– διατίθενται ακόμα δωρεάν από το κράτος για τους μαθητές που πηγαίνουν στα δημόσια σχολεία.

Προανάκρουσμα των εξόδων του χειμώνα που έρχεται για τις οικογένειες με παιδιά στο σχολείο. Η λίστα των δαπανών του οικογενειακού προϋπολογισμού φορτώνεται και με τα έξοδα για τα φροντιστήρια ή τα ιδιαίτερα, τα βοηθήματα, τα ξενόγλωσσα βιβλία και τ’ απαραίτητα σχολικά είδη. Μαζί μ’ αυτά αρχίζουν πάλι και τα γυμναστήρια, τα μπαλέτα, τα κολυμβητήρια και γενικά όλες εκείνες οι δραστηριότητες, που συνηθίσαμε απ' τα χρόνια της ευμάριας, να παρακολουθούν τα παιδιά μας ως συμπλήρωμα της καθημερινής τους ρουτίνας.

Χρόνο με το χρόνο φεύγουν οι δεκαετίες κι όμως η γενικευμένη αίσθηση, εκείνων τουλάχιστον που βιώνουν από κοντά την εκπαιδευτική διαδικασία, είναι, ότι οι δυο πρώτες εκπαιδευτικές βαθμίδες, παρά τις επενδύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί όλα αυτά τα χρόνια σε υποδομές κι εποπτικά μέσα και παρά τις επιμέρους βελτιώσεις (π.χ. ολοήμερο, νέα μαθήματα, ψηφιακό σχολείο κ.ά.), δεν έχουν κατορθώσει ν’ απαλλαγούν από αναχρονιστικά σύνδρομα κι αγκυλώσεις, ούτε ν’ αποκτήσουν την αναγκαία ευελιξία και προσαρμοστικότητα ενόψει του ευμετάβλητου κι απαιτητικού κοινωνικού περιβάλλοντος.

Η εκπαίδευση διατηρεί παραδοσιακά χαρακτηριστικά, όπως η από καθέδρας διδασκαλία, η αποστήθιση, το σχολικό βιβλίο ανά μάθημα κ.λπ., που αν συνδυαστούν με χρόνιες αδυναμίες ως προς αυτήν καθεαυτή την ποιότητα του διδακτικού έργου συνεπεία της μη επαρκούς μετεκπαίδευσης ή της ανυπαρξίας αξιολόγησης κι ελέγχου των εκπαιδευτικών, αναπαράγουν ένα μοντέλο, που εκ των πραγμάτων αδυνατεί ν’ ανταποκριθεί και να καλύψει επαρκώς, όχι μόνο τις αυξημένες απαιτήσεις, αλλά σε πολλές περιπτώσεις ούτε κάν τις βασικές ανάγκες των μαθητών.

Από την πρώτη τάξη του Δημοτικού μέχρι την τρίτη Λυκείου όλα εξελίσσονται το ίδιο προβλέψιμα και βαρετά, το ίδιο μονοσήμαντα και μονότονα με καταληκτικό σταθμό το ορόσημο των πανελληνίων εξετάσεων. Μέσα σ’ αυτόν τον δωδεκαετή μύλο εκπαιδευτικής ζωής, οι μαθητές ζυμώνονται ομοιόμορφα κι απρόσωπα με τις ίδιες και τις ίδιες διαδικασίες, αντιλήψεις, καταστάσεις, κανόνες και συμπεριφορές. Το ίδιο σύστημα παρακολούθησης, οι ίδιες εκδηλώσεις, οι ίδιες μέθοδοι διδασκαλίας κι εξέτασης κ.ο.κ.

Εντάξει, καταργήθηκε –μπορεί να πει κάποιος– η έπαρση σημαίας κι η προσευχή, σιγά τη μεταρρύθμιση. Χίλιες φορές να υπήρχαν αυτά και να ‘χαν καταργηθεί οι παρελάσεις, μπορεί να πει κάποιος άλλος. Προτού μπούμε όμως σ’ αυτήν την ανούσια, για τούτη την ώρα, αντιπαράθεση, είναι σκόπιμο ν’ αναφερθούν δυο – τρία κρίσιμα ζητήματα, που αφορούν αυτή καθαυτή τη διαδικασία της μάθησης και του τρόπου που οι μαθητές κοινωνικοποιούνται ως αυριανά μέλη της κοινωνίας.

Από καιρό μιλάμε λίγο – πολύ όλοι για την ανάγκη μεταξύ μας συνεργασίας και συλλογικής προσπάθειας, για την ανάγκη σεβασμού στοιχειωδών κανόνων κοινωνικής ευπρέπειας και συμπεριφοράς, για την ανάγκη δημιουργίας, ανάπτυξης και διαρθρωτικών αλλαγών που έχει ανάγκη η πατρίδα μας. Είναι άραγε οι ανάγκες αυτές απότοκα μόνο της οικονομικής κρίσης; Δεν είναι διαχρονικές απαιτήσεις και ζητούμενα των κοινωνιών και σταθερά σημεία αναφοράς για το επίπεδο της κοινωνικής εξέλιξης και προόδου;

Πόσο, επομένως, το εκπαιδευτικό μας σύστημα προετοιμάζει τους αυριανούς πολίτες, ώστε να είναι έτοιμοι να συνεργαστούν για το κοινό καλό, για να προστατέψουν και να φροντίσουν το δημόσιο χώρο όπως τον ιδιωτικό τους, για ν’ αναζητήσουν και να διεκδικήσουν τη δικαιοσύνη ή την ποιότητα στην πόλη, στη χώρα ή στην εργασία τους;

Το σχολείο –θα αντιτείνει εύλογα κάποιος– έχει πολύ περιορισμένες δυνατότητες και ρόλο, ιδιαίτερα λειτουργώντας μέσα στη σύγχρονη πολύπλοκη και σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, αδυνατεί ν’ ανταγωνιστεί τις επιδράσεις που ασκούν τα πανίσχυρα Μ.Μ.Ε. ή να παρακολουθήσει έστω τα πολύμορφα ρεύματα και τάσεις που δημιουργούν τα social media, οι ομάδες, οι διάφορες εφαρμογές της τεχνολογίας.

Σωστά όλα αυτά, όμως το σχολείο έχει το μεγάλο πλεονέκτημα να έρχεται σ’ επαφή με τα παιδιά από μικρή ηλικία, διαθέτει την άνεση του χρόνου να επιδράσει, αλλά και το κρίσιμο προνόμιο της διαπροσωπικής επαφής. Έχει σύμμαχο και συμπαραστάτη την οικογένεια. Εκείνο που χρειάζεται για να πολλαπλασιαστεί η κοινωνικοποιητική του επίδραση κι εμβέλεια είναι ν’ αλλάξει ριζικά η μέθοδος και τα «εργαλεία», ο τρόπος δηλαδή, με τον οποίο θα προσεγγίσει τους μαθητές.

Ζητούμενο είναι, πώς θα μετουσιωθεί η σημερινή επίπεδη εκπαιδευτικά κι επιδερμική συναισθηματικά σχέση του με τους μαθητές, σε μια δημιουργική κι αμφίδρομη επικοινωνία, που θα στοχεύει στη γνώση μέσα όμως από την αλληλοεπίδραση δασκάλου και μαθητή, αλλά και μεταξύ των ίδιων των μαθητών.

Όταν ο μαθητής δεν θα «σηκώνεται για μάθημα», ούτε θα συμμετέχει σε περιβαλλοντικές δράσεις ρουτίνας. Όταν η τάξη θα είναι σύνολο κι όχι άθροισμα. Όταν ο εκπαιδευτικός δεν θα μοιράζει φωτοτυπίες, ούτε θα γράφει με τις ώρες την υπηρεσιακή αλληλογραφία. Όταν στο σχολείο θα λειτουργεί και δεν θα δουλεύει. Όταν εκλείψουν αυτά και πολλά πολλά άλλα, που συνθλίβουν κι εκμηδενίζουν την αξία και την αξιοπρέπεια δασκάλων και μαθητών, θα βρεθεί χρόνος και –προπαντός– διάθεση για τη γνώση, το διαλόγο, την αναζήτηση και τον προβληματισμό πέρα κι έξω από το σχολικό βιβλίο, πέρα κι έξω απ’ τα ωρολόγια προγράμματα και τις εγκυκλίους του Υπουργείου.

Τότε «το Υπουργείο», αυτός ο μέχρι σήμερα γραφειοκρατικός κι απρόσωπος –θαρρείς– οργανισμός, θα ‘χει πάψει ν’ ασχολείται μόνο με την ονομασία του ή με την εκπόνηση θνησιγενών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, τότε το ζητούμενο δεν θα είναι η κατάργηση της «βάσης του 10». Τότε, «οι βάσεις» δεν θ’ ανακοινώνονται στα τέλη κάθε Αυγούστου, αλλά θα είναι γνωστές και σε δυναμική διαρκή αλληλεπίδραση κι αλληλεξάρτηση με το σύνολο των δασκάλων και των μαθητών, θα ‘ναι οι βάσεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας, το θεμέλιο κι ο ακρογωνιαίος λίθος στη μόρφωση και στη διάπλαση του παιδιού από την πρώτη Δημοτικού μέχρι την αποφοίτησή του από το Λύκειο.

Τότε, αυτά τα παιδιά που θα περνούν κάτω απ’ τ’ ανοιχτό μου παράθυρο –αν ζω για να τ’ ακούω– θα ‘ναι πραγματικά ξένοιαστα και χαρούμενα, όχι μόνο εξαιτίας του αυθορμητισμού και της ξενοιασιάς της ηλικίας, αλλά γιατί αυτά τα παιδιά θα αισθάνονται χαρούμενα και θα νοιώθουν ασφαλή σ' έναν κόσμο που μπορούν να κάνουν όνειρα και να σχεδιάζουν το μέλλον τους, θα ‘ναι γιατί αυτά τα παιδιά θα ‘χουν ελπίδες.

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Η καραμέλα της ανάπτυξης.


Αν η λέξη «ανάπτυξη» ήταν καραμέλα θα την είχαμε προ πολλού λιώσει. Εδώ και δυο χρόνια την πιπιλάμε απ’ το πρωί ως το βράδυ, αλλά «ανάπτυξη» ακούμε κι ανάπτυξη δεν βλέπουμε. Η λέξη τείνει ν’ αποκτήσει πλέον μυθικές διαστάσεις και μαγικές ιδιότητες.

Με τα εισοδήματα και την παραγωγή σε ελεύθερη πτώση, τι ποιο φυσικό από το να βαθαίνει η ύφεση κι η ανάπτυξη να ετεροχρονίζεται και ν’ απομακρύνεται χρόνο με το χρόνο. Με τη συρρίκνωση δε και των κρατικών δραστηριοτήτων (βλ. Π.Δ.Ε.) στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, ότι την ανάπτυξη δεν την βλέπουμε ούτε με τα κιάλια.

Είμαστε όμηροι των επιλογών μας και του οικονομικού μοντέλου που ακολουθήσαμε ως χώρα. Τώρα που η παγκόσμια κρίση πλήττει την απροετοίμαστη οικονομία, αποκαλύπτονται μέρα με τη μέρα οι αδυναμίες, οι στρεβλώσεις και γενικά όλη η παθογένεια του ελληνικού «παραγωγικού» προτύπου. Αναδύονται κι αναδεικνύονται οι προνομιακές σχέσεις κι αλληλεξαρτήσεις μεταξύ κράτους και ομάδων πίεσης, τα αλληλένδετα συμφέροντα κομμάτων κι επιχειρηματιών, οι πελατειακές διαδρομές των πιστώσεων του κρατικού προϋπολογισμού.

Υποτίθεται, ότι όλο αυτό το σαθρό κι αναποτελεσματικό μοντέλο διαχείρισης του κράτους και της οικονομίας, με τη συνδρομή των δανειστών της χώρας, θα αντικατασταθεί σταδιακά από ένα άλλο –σχεδιασμένο στα πρότυπα των ανεπτυγμένων κρατών της Ευρώπης– το οποίο θα συμβάλει στο μετασχηματισμό της υφιστάμενης διοικητικής δομής σ’ έναν σύγχρονο μηχανισμό στην υπηρεσία του κράτους και της κοινωνίας, με άλλα λόγια θα οδηγήσει στη δημιουργία του «νέου» κράτους.

Το νέο κράτος θ’ αποτελείται απ’ όσες ακριβώς Υπηρεσίες κι Οργανισμούς χρειάζεται για να λειτουργήσει, θα στελεχώνεται απ’ όσους ακριβώς υπαλλήλους του είναι απαραίτητοι και θα χρηματοδοτείται μόνο με όσες ακριβώς πιστώσεις είναι αναγκαίες για τη λειτουργία και διατήρησή του.

Το νέο κράτος θα είναι αποκεντρωμένο διοικητικά και οικονομικά και τα Υπουργεία θα διαδραματίζουν ρόλο επιτελικό και συντονιστικό, ενώ οι περιφερειακές διοικήσεις κι οι δήμοι θα υλοποιούν δράσεις σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο αξιοποιώντας τους διατιθέμενους πόρους και μέσα με αυτοτέλεια, σχέδιο κι αποτελεσματικότητα.

Το νέο κράτος θα σέβεται τους πολίτες και θ’ ακολουθεί απλουστευμένες κι αυτοματοποιημένες διαδικασίες εξυπηρέτησης κάθε ενδιαφερόμενου. Παράλληλα, θα θεσπίσει αξιόπιστο μηχανισμό ελέγχου κι αξιολόγησης της ποιότητας των προσφερομένων υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο κι αδιάβλητο σύστημα προστασίας των διοικουμένων από τυχόν αυθαιρεσίες οργάνων της διοίκησης.

Το νέο κράτος θα διευκολύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα και θα θεσπίσει κίνητρα για την προσέλκυση επενδύσεων, ιδιαίτερα στις παραμεθόριες και νησιωτικές περιοχές. Με την αξιοποίηση ευέλικτων μορφών χρηματοδότησης κι εκπόνησης μελετών για τα δημόσια έργα, θα συνδράμει, όπου είναι αναγκαίο, την ανάπτυξη δραστηριοτήτων με κριτήρια αυστηρά χρηματοοικονομικά.

Το νέο κράτος θα διαθέτει τις απαραίτητες διοικητικές δομές για την είσπραξη των φόρων, την απονομή δικαιοσύνης, την τήρηση της τάξης, την παροχή υπηρεσιών υγείας κι εκπαίδευσης, την υποστήριξη των ευπαθών ομάδων και της τρίτης ηλικίας. Η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών θα ανταποκρίνεται ακριβώς στο οικονομικό πλεόνασμα που θα προκύπτει και θα εξαντλείται στο πλαίσιο που οι δυνατότητες της οικονομίας το επιτρέπουν. Η δωρεάν παροχή των κοινωνικών αγαθών θα παρέχεται αποκλειστικά με κριτήρια κοινωνικής ανάγκης κι ανταποδοτικότητας.

Το νέο κράτος θα αποτελεί τον εγγυητή της κοινωνικής δικαιοσύνης και τον στυλοβάτη της αλληλεγγύης και του εθελοντισμού. Η ενθάρρυνση της συλλογικής οργάνωσης και δράσης για την επιδίωξη και εκπλήρωση κοινωνικών στόχων και αποτελεσμάτων θα αποτελούν στρατηγικής σημασίας επιδιώξεις του. Η αναγνώριση κι η επιβράβευση της συμμετοχής και της ανιδιοτελούς προσφοράς για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, θα είναι θεμελιώδης μέριμνα κι ευθύνη των δημοσίων Υπηρεσιών.

Το «νέο» κράτος μπορεί να βρίσκεται ενδεχομένως στη φαντασία ή τις επιθυμίες ορισμένων ή στα πολύχρωμα προεκλογικά φυλλάδια περασμένων δεκαετιών. Το «νέο» κράτος μπορεί ν’ αποτελεί στόχο του Μεσοπρόθεσμου ή όρο του Μνημονίου, να προσιδιάζει με δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα κρατικής οργάνωσης ή τυπικά θεωρητικά μοντέλα, δεν μπορεί όμως να είναι το «νέο» Ελληνικό κράτος.

Το «νέο» Ελληνικό κράτος δεν μπορεί να υπάρξει, όσο το υφιστάμενο Ελληνικό κράτος εξακολουθεί να διαχειρίζεται τη μετεξέλιξή του. Όσο οι παραδοσιακές δομές, οι αναχρονιστικές διαδικασίες, η ελλιπής τεχνογνωσία, οι πελατειακές σχέσεις, ο συγκεντρωτισμός κι η αδιαφάνεια διατηρούν τον πρωτεύοντα ρόλο κι έχουν το «πάνω χέρι» στους σχεδιασμούς της μετάβασης στο «νέο», τόσο το «νέο» θα καθυστερεί και θ’ απομακρύνεται.

Το «νέο» κράτος έχει ως προαπαιτούμενο ένα «νέο» πολιτικό σύστημα, το οποίο θ’ αξιοποιεί το κράτος και θα μετέρχεται των μηχανισμών του με γνώμονα το γενικό συμφέρον. Ένα πολιτικό σύστημα θεσμικά ισχυρό και κοινωνικά καταξιωμένο. Ένα πολιτικό σύστημα αντιπροσωπευτικότητας, ευθύνης και συνέπειας, που θα μπορεί να πάρει το «πάνω χέρι» για να πατάξει παραδοσιακές κρατικές δομές, αναχρονιστικές διαδικασίες, πελατειακές σχέσεις κι όλα τα συμπαρομαρτούντα, που με την ανοχή ή τις ευλογίες του υπέθαλψε για δεκαετίες.

Ο πολιτικός χρόνος που έχει χαθεί είναι αναντικατάστατος. Οι εξελίξεις τρέχουν και το πολιτικό σύστημα δείχνει μέχρι τώρα ανέτοιμο ή κι απρόθυμο ν’ αλλάξει και να μετεξελιχθεί, να γίνει «νέο», με το ρυθμό και στην έκταση που απαιτεί η κρίσιμη συγκυρία κι ο λαός. Διστάζει ν' αναλάβει ρόλο εγγυητή του «νέου» κράτους. Ο λαός, απ’ την πλευρά του, υπομένει κι αδημονεί. Κάποιους με στενή ματιά, πιθανόν αυτή η αδράνεια κι η ατολμία να βολεύει, αφού μπορεί να προσβλέπουν σε δίχως κόπο επικείμενα κομματικά οφέλη. Οι μόνοι, όμως, που τούτη την ώρα μπορούν βάσιμα να επιχαίρουν και να καραδοκούν την κοινωνική εξάντληση είναι –δυστυχώς– οι δυνάμεις του αυταρχισμού, της βίας και της οπισθοδρόμησης.

Για ν’ αποτραπεί αυτή η επώδυνη προοπτική, θα πρέπει τα κόμματα που έχουν την ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου, να κατορθώσουν να υπερβούν αγκυλώσεις κι εξαρτήσεις του πολιτικού συστήματος –ουσιαστικά πρέπει να ξεπεράσουν τον ίδιο τους τον εαυτό–, ώστε να εξασφαλίσουν στη λαϊκή αδημονία κι απαίτηση ένα χειροπιαστό μήνυμα ελπίδας, μια πειστική προοπτική ανάκαμψης. Το πιο απλό «νέο» σ’ αυτή την περίπτωση, θα ήταν, αντί να μηρυκάζουν τα περί ανάπτυξης, να βεβαιώσουν ότι επιτέλους πιάσαμε πάτο, ότι δεν πάει παρακάτω.

Αν αποτύχουν σ' αυτό, είναι βέβαιο, ότι σύντομα θα εκραγεί η ήδη απασφαλισμένη χειροβομβίδα της κοινωνικής δυσφορίας και έντασης, εκείνη που τελικά θα σπείρει ανεξέλεγκτα τον τρόμο του εκφασισμού, με όποιες συνέπειες αυτό συνεπάγεται για τη χώρα και τον ίδιο το λαό.

FOTO: Luciano Giombini

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Ο φόβος της αισιοδοξίας.

Μ’ όποιον μιλήσεις έχει τις ίδιες απορίες και σχεδόν ταυτόσημο προβληματισμό για το «πού πάνε τα πράγματα». Σχεδόν όλοι διακατέχονται από την ίδια απαισιοδοξία κι απογοήτευση, παρά τις προσπάθειες που ορισμένοι καταβάλουν να διατηρούν μια στάλα αισιοδοξίας κι ελπίδας, ότι σύντομα ή εν πάση περιπτώσει σ’ ένα εύλογο χρονικό διάστημα μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση.

Ανάμεσα σ’ αυτούς τους τελευταίους θέλω να συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου, αλλά δεν το καταφέρνω.

Ναι, θέλω να πιστεύω, ότι μπορούμε να ορθοποδήσουμε και να βγούμε από το σκοτεινό τούνελ που μας έχει καταπιεί ως κοινωνία, ότι θ’ αντέξουμε το βάρος των δυσκολιών και θα αντιμετωπίσουμε τελικά ενωμένοι τις προκλήσεις και τις αντιξοότητες που συναντάμε σε κάθε μας βήμα.

Ναι, θέλω να ελπίζω, ότι ο τρικομματικός κυβερνητικός σχηματισμός, παρά την ετερόκλιτη σύνθεσή του και τις διαφορετικές φωνές και προσεγγίσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό του, θα μπορέσει να υπερβεί τα κακώς κείμενα του πολιτικού συστήματος, ώστε με σοβαρότητα κι αίσθημα ευθύνης να προωθήσει τις αναγκαίες για την κρίσιμη συγκυρία αποφάσεις.

Ναι, θέλω να προσδοκώ, ότι οι αλλαγές που επιχειρούνται τόσο στο δημοσιονομικό πεδίο, όσο και στον τομέα αναδιοργάνωσης του κράτους, θα προχωρήσουν με σχέδιο κι αποφασιστικότητα και θα παράγουν αποτελέσματα που θα ωφελήσουν το κοινωνικό σύνολο δημιουργώντας συνθήκες ανάπτυξης και προόδου για τη χώρα.

Ναι, θέλω να έχω εμπιστοσύνη στους θεσμούς, ότι θα κατορθώσουν να διατηρήσουν ένα ελάχιστο αξιοπιστίας και σταθερότητας, σε τρόπο που να διευκολύνουν αποτελεσματικά την υποστήριξη των προωθούμενων πολιτικών, να προστατεύουν το κοινωνικό σύνολο από την αυθαιρεσία και την ανομία και να εξυπηρετούν με συνέπεια το βασικό σύστημα αξιών και κανόνων λειτουργίας του κράτους.

Ο λόγος της απαισιοδοξίας και της ανασφάλειας που αισθάνομαι συχνά για την τύχη μας και την τύχη της χώρας, είναι γιατί με γνωρίζω, με ξέρω κι ενώ ξέρω ότι τα περισσότερα –αν όχι όλα– απ’ τα πιο πάνω με αφορούν άμεσα και πρέπει να συμβάλω στην πραγματοποίησή τους, εν τούτοις αδυνατώ να ξεφύγω απ’ το ρυθμό που οι περιστάσεις κι οι επιλογές μου έχουν επιβάλει στη ζωή μου.

Η συνήθεια κι η νοοτροπία μου είναι αυτά που με τρομάζουν, ο ατομισμός, η αδιαφορία μου για ό,τι δεν με αφορά, η αδράνεια κι η παθητική μου στάση απέναντι στις αλλαγές, η στενή κι ελλειμματική μου γνώση.

Ο μικρόκοσμος που με περιβάλλει με τρομάζει, αυτός που μέρα με τη μέρα διαμορφώθηκε με την ανοχή μου, στο σπίτι, στο σχολείο, στο γραφείο, στη διασκέδαση, στις ομάδες, στην κοινωνία.

Η ροπή μου στην εύκολη λύση, στην προχειρότητα, στη διαμεσολάβηση, στο ρουσφέτι και στο κανάκεμα με τρομάζουν.

Αυτές μου οι αδυναμίες με τρομάζουν, γιατί διαμόρφωσαν συνθήκες και κατεστημένα, που με κάνουν ν’ αντιστέκομαι με πείσμα σε κάθε προσπάθεια αναπροσαρμογής κι αναθεώρησης των δεδομένων και του status που υπάρχει.

Αυτές μου τις αδυναμίες φοβάμαι, αυτές που όταν συναντώνται με τις δικές σου και με όλων των άλλων, όταν συναθροιζόμαστε, μεγεθύνονται και λειτουργούν αρνητικά, συντηρητικά και εν τέλει αυτοκαταστροφικά.

Όλοι συμφωνούμε κατ’ ιδίαν ή και δημόσια με τις περισσότερες από τις προτεινόμενες διαρθρωτικές αλλαγές κι αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα να προχωρήσουν, μόλις όμως κάποιες απ’ αυτές αγγίξουν τα ατομικά μας συμφέροντα τότε αρχίζουν τα προβλήματα, οι γκρίνιες, οι αντιπαραθέσεις κι οι αντιδράσεις. Καθένας για τον εαυτό του, για τα κεκτημένα του, για τον κλάδο του.

Τότε αρχίζει το γαϊτανάκι των ευθυνών από τους πολίτες στους πολιτικούς, από τους πολιτικούς στις κυβερνήσεις από τις κυβερνήσεις στα κόμματα, από τα κόμματα στις συντεχνίες, από τις συντεχνίες στους εργαζόμενους, τους επαγγελματίες κ.ο.κ.

Τότε θυμόμαστε ως άλλοθι κι επιχειρήματα τη διαφθορά, την ατιμωρησία, την κακοδιοίκηση, τη ρεμούλα, το λαϊκισμό, την κοροϊδία, την πολυνομία, την ευνοιοκρατία, τη διαπλοκή κ.ο.κ.

Στεκόμαστε επικριτικά μ’ ένα χέρι σηκωμένο κι ένα δάχτυλο προτεταμένο. Κρίνουμε τον απέναντι.

Η κοινωνική κρίση είναι που τρέφει πλέον και την οικονομική.

Αυτή η κρίση είναι που υπονομεύει, τελικά, την όποια απόπειρα αισιοδοξίας μου κι αναστέλλει τη διάθεσή μου να ελπίζω με βεβαιότητα πως είναι δυνατόν να επιτευχθεί κάτι παραπάνω για το αύριο.

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Παλιά μέτρα με νέο παραλήπτη.



Παίζουμε πια τα δισεκατομμύρια στα δάχτυλα, ούτε στραγάλια να ‘τανε. Πέντε από ‘δω, δυόμισι από ‘κει, τέσσερα από τ’ άλλο. Οι κωδικοί του προϋπολογισμού στραγγίζουν ο ένας μετά τον άλλον και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων πνέει τα λοίσθια, ώσπου να γεμίσει επιτέλους το πακέτο των νέων μέτρων και να ολοκληρωθεί αυτή η επώδυνη και ψυχοφθόρα διαδικασία των παζαριών –μεταξύ μας βεβαίως– για το ποια προνόμια θα διασωθούν και ποια συντεχνία θα διατηρήσει τα περισσότερα κεκτημένα της.

Το κράτος έχει γυρίσει το διακόπτη στο off και πηγαίνει με σβηστές μηχανές μέχρι την αξιολόγηση της τρόικα. Τα χρέη βρίσκονται σταθερά στο κόκκινο κι είναι απορίας άξιο ποιες τρύπες θα πρωτοκλείσουν, όταν με το καλό πάρουμε την επόμενη δόση –οι φαρμακοποιοί φροντίζουν γι’ αυτό από τώρα.

Ευτυχώς, τα καλά νέα έρχονται από ελληνικά ΜΜΕ, που δεν παραλείπουν να επισημαίνουν και να τονίζουν, πόσο έχουν αλλάξει οι συνθήκες στο διεθνές περιβάλλον, μετά την επίσκεψη Σαμαρά σε Μέρκελ και Ολάντ.

Να τηρήσουμε τις υποσχέσεις μας μας είπαν με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία στην Ευρώπη κι εδώ πανηγυρίζουν για τη μεγάλη ανατροπή.

Ποια άραγε ήταν αυτή η περιβόητη ανατροπή κι η αλλαγή στάσης;

Μήπως ήταν των ευρωπαίων ηγετών και των οικονομικών παραγόντων ανά τον κόσμο, που επιθυμούν διακαώς εδώ και μήνες η Ελλάδα να τηρήσει τις συμφωνίες και ν’ ακολουθήσει το πρόγραμμα προσαρμογής ή μήπως του Έλληνα πρωθυπουργού, που από σκληρός πολέμιος απ’ την πρώτη στιγμή του μνημονίου και άκαμπτος επικριτής της Μέρκελ και των λοιπών ευρωπαίων, μεταμορφώθηκε εν μία νυκτί σε πειθήνιο συνεργάτη και πρωτεργάτη της τήρησης των συμφωνηθέντων «ακόμα κι αν πέσει»;

Επιτέλους! Να κι ένας πολιτικός που δεν φοβάται το πολιτικό κόστος κι είναι έτοιμος να θυσιαστεί για το καλό της πατρίδας.

Αν δε με απατά όμως η μνήμη μου –που εν προκειμένω σίγουρα δεν με απατά– και κάποιος άλλος, πρωθυπουργός κι εκείνος της χώρας πριν δυο χρόνια, το ίδιο υποστήριζε, αλλά κάποιοι φρόντισαν να τον ρίξουν. Αν επίσης θυμάμαι καλά, τη φράση «δεν θα πάρουμε άλλα οριζόντια μέτρα» κάποιοι την είχαν μέχρι προχτές καραμέλα. Άσε μην θυμηθούμε και την περίφημη αναδιαπραγμάτευση, γιατί μπορεί να τρελαθούμε.

Καθυστέρηση και τρενάρισμα, μικροπολιτική ενάντια στο μνημόνιο και «διαφορετικό μίγμα πολιτικής» συνέθεσαν το πλαίσιο αντιπολίτευσης της Νέας Δημοκρατίας και του Αντώνη Σαμαρά από το Μάιο του 2010 μέχρι την ανάληψη της πρωθυπουργίας.

Σήμερα με τη σθεναρή κι αταλάντευτη στάση του υπέρ της τήρησης των δεσμεύσεων και των όρων του μνημονίου, συμβάλει –γράφουν και λένε– στην αλλαγή της στάσης των ευρωπαίων. Μια ακόμη θεαματική στροφή 180ο –για εθνικό μάλιστα σκοπό– τι ψυχή έχει; Κάποια ΜΜΕ να ‘ναι καλά που στήνουν το όλο επικοινωνιακό σκηνικό κι επί μέρες τώρα ζυμώνουν την κοινή γνώμη για την επιτυχία που κοντοζυγώνει. Την επόμενη δόση των 31,5 δις.

Αυτή την «επιτυχία», όμως, δεν θα την περιμέναμε πως και πως τον Οκτώβριο του 2012 για να βγάλουμε το χρόνο, αν η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά είχε σταθεί με υπευθυνότητα απέναντι στην κρίση και το οικονομικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε για τη χώρα και το λαό της. Δεν θα περιμέναμε να φτάσουμε στο χείλος του γκρεμού, ν’ αλλάξουν τρεις – τέσσερις κυβερνήσεις, να γίνουν δυο φορές εκλογές, να διασυρθούμε διεθνώς ως αφερέγγυοι κι ανίκανοι να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, να διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός και να καεί τόσες φορές η Αθήνα κι άλλες πόλεις.

Για την εφαρμογή άλλων μέτρων συνέβησαν όλα αυτά ή μήπως στο επερχόμενο πακέτο θα διαπιστώσουμε επιτέλους τι εννοούσαν λέγοντας «άλλο μίγμα πολιτικής»;

Έτσι όπως ήρθαν –ή έφερε– τα πράγματα ο Αντώνης Σαμαράς φαίνεται να είναι καταδικασμένος να αναμετρηθεί με το στοίχημα να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη και να μην διαλυθεί ο κοινωνικός ιστός κι η χώρα. Αν το κατορθώσει οριστικά κι αμετάκλητα ή αν θα πάρει πίστωση χρόνου για να φτάσει ως τις επόμενες εκλογές, θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες κι ο αποφασιστικότερος είναι να το θελήσουν οι άνθρωποι, η κοινωνία αυτής της χώρας κι όχι αν το επιθυμούν κάποια εγχώρια ΜΜΕ.

Κοντός ψαλμός αλληλούια. Ο Σεπτέμβριος έφθασε, η τρόικα έρχεται, το πακέτο των 11,5 δις αναμένεται.

H κοινωνία πού να βρίσκεται άραγε;