Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Ανένδοτος με το παρελθόν.


«Φεύγαμε από το σπίτι το πρωί και επιστρέφαμε λίγο πριν νυχτώσει. Κανείς δεν μας γύρευε. Ήξεραν ότι θα επιστρέφαμε. Δεν είχαμε ούτε Play Station ούτε X-Box ούτε video game ούτε 99 κανάλια στην τηλεόραση ούτε ήχο surround, ούτε κινητά τηλέφωνα, ούτε προσωπικούς υπολογιστές, ούτε chat rooms για μοναχικές ψυχούλες στο Ιντερνετ» ή το άλλο:

«Πίναμε νερό απ το λάστιχο του κήπου (τι εμφιαλωμένα και πράσινα άλογα), τρώγαμε λουκουμάδες με ζάχαρη, κουλούρι και τριγωνάκι κεφαλοτύρι απ τον πλανόδιο κουλουρά έξω απ την εκκλησία, αμφίβολης καθαριότητας τυρόπιτες και σάμαλι ( Δεν έχω ξαναδοκιμάσει από τότε τέτοια νοστιμιά), κοκ και κορνέ με σαντιγύ, και πάστες νουγκατίνες σοκολατίνες και σεράνο απ’ τις ΕΒΓΑ της γειτονιάς».

Δε μπορεί, σίγουρα κάποιο ανάλογο κείμενο θα έχεις συναντήσει κάπου στο διαδίκτυο, σε κάποιο ιστολόγιο ίσως ή σαν σύνδεσμο σε σελίδα κάποια φίλου. Κείμενα γεμάτα νοσταλγικές αναμνήσεις και περιγραφές για τον τρόπο ζωής σε περασμένες δεκαετίες –κυρίως του ’60 και του ’70 ή ακόμα και του ‘80– για την παιδική κι εφηβική ηλικία κάποιων σαραντάρηδων και πενηντάρηδων του σήμερα, σίγουρα και κάποιων μεγαλύτερων.

Μαζί με τη νοσταλγία όμως, κάπου αδιόρατα πίσω από τις γραμμές κι ανάμεσα στις λέξεις, διακρίνεται μια μελαγχολία, όχι μόνο για τα χρόνια που έχουν περάσει, αλλά για τις τεράστιες αλλαγές που έχουν στο μεταξύ συμβεί. Ένα ανεπαίσθητο παράπονο, για όσα ακολούθησαν κι έχουν ανατρέψει συνήθειες, σχέσεις, καταστάσεις, ολόκληρη τη ζωή. Μια εξομολόγηση με άρωμα πίκρας, αλλά κι εξωραϊσμού ταυτόχρονα γι’ αυτά που χάθηκαν, αλλά και γι’ αυτά που ήρθαν. Ένας κλαυσίγελος για τις χαρές και την ξενοιασιά που υπήρχε, αλλά και για τις ανέσεις και τις ευκολίες, που βιώνουν τα παιδιά του σήμερα.

Δεν είναι ηθογραφικά αυτά τα κείμενα. Είναι, νομίζω, βαθύτατα πολιτικά. Το έντονα νοσταλγικό τους ύφος, αλλά κι η διάχυτη –αν κι υποβόσκουσα– αίσθηση απογοήτευσης για το σήμερα, τους προσδίδουν σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά και φανερώνουν τη βαθειά κρίση την οποία διέρχεται η κοινωνία μας.

Τα σκέφτονται και τα γράφουν άνθρωποι που ζουν και κινούνται ανάμεσά μας, βιώνουν την τραγικότητα του σήμερα, αντιλαμβάνονται την αλλοτρίωση και τη μοναξιά. Προβάλλοντας δημόσια τις ζωές άλλων εποχών και την καθημερινότητα ενός όχι τόσο μακρινού παρελθόντος, είναι σα να ξορκίζουν τις δυσκολίες και τα προβλήματα που δημιουργεί η εποχής μας, είναι σαν να οικτίρουν, όχι μόνο τα παιδιά του σήμερα, αλλά τους ίδιους τους τους εαυτούς.

Πίσω και πέρα, λοιπόν, από τη γλύκα και την τρυφερότητα αυτών των κειμένων, ξεγυμνώνοντας τη ματιά από τη συναισθηματική φόρτιση –κι εγώ αυτής της εποχής είμαι– των αναμνήσεων και των εικόνων, που πολλές φορές τα συνοδεύουν, σκέφτομαι, μήπως βρίσκεται η απάντηση ή οι απαντήσεις ίσως σε πολλά απ’ αυτά που διαπιστώνουμε και μας βασανίζουν σήμερα. Μήπως, δηλαδή, όλη αυτή η νοσταλγική διάθεση που μας έχει πιάσει, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα για καταφυγή στο παρελθόν κι η ανάγκη ν’ ανατρέχουμε κάθε τρεις και λίγο στις ιστορικές μας μνήμες, δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια να φύγουμε και ν’ αποφύγουμε τα δύσκολα. Μια απόπειρα, μ’ ένα σάλτο στην άβυσσο των περασμένων, να ξεγλιστρήσουμε ανώδυνα κι εύκολα από ένα σήμερα που κάθε άλλο παρά χαρές κι ευτυχία έχει να μας προσφέρει κι από ένα αύριο που πανταχόθεν διακηρύσσεται και προοιωνίζεται δυσοίωνο κι απαισιόδοξο.

Εξωραΐζουμε το μπαγιάτικο ψωμί σήμερα που πετάμε τις φραντζόλες με το καντάρι. Αποθεώνουμε μια μακαρονάδα σήμερα που τ’ αποφάγια της ημέρας φτάνουνε να θρέψουν άλλη μια –κι ίσως όχι μόνο– οικογένεια. Εξυμνούμε λεωφορεία και τρόλεϊ τη στιγμή που ακόμα και στο περίπτερο πηγαίνουμε με τ’ αυτοκίνητο. Αναπολούμε το κρυφτό και το κυνηγητό με τις ώρες στις αλάνες, όταν στα παιδιά μας δεν αφήνουμε στιγμή ελεύθερο χρόνο και τα πηγαινοφέρνουμε σε ιδιωτικά, φροντιστήρια, σχολές κι ωδεία. Ξαναθυμόμαστε τη γειτονιά και τους χωματόδρομους τώρα πια που οι μεζονέτες έχουν ξεπεράσει τα καμένα κι έχουν σκαρφαλώσει στις κορυφογραμμές.

Τόσα και τόσα που συνθέτουν μια καθημερινότητα που άλλαξε με τον καιρό, με την οικονομική ανάπτυξη, με την κοινωνική πρόοδο –και καλά έκανε– αλλά που νομίζω δεν καταφέραμε να τη διαχειριστούμε. Δεν μπορέσαμε να συγκρατηθούμε, να πάμε βήμα – βήμα και να βαδίσουμε με υπομονή και ασφάλεια. Δεν αξιολογήσαμε όπως θα έπρεπε τις επιλογές και τις αποφάσεις μας. Αφεθήκαμε να μας πάνε οι εξελίξεις, οι επιτήδειοι, οι καιροσκόποι, οι λαοπλάνοι, οι δεξιοί, οι αριστεροί, οι ξένοι, τα συμφέροντα, οι συντεχνίες. Όλοι αυτοί, άνθρωποι, ομάδες, κόμματα, οργανώσεις, ηγέτες και αρχηγοί. Βολευτήκαμε στο ρόλο του «λαού», του χειροκροτητή, του υποστηριχτή, του ψηφοφόρου, του υπαλλήλου, του πατέρα, της μάνας.

Λίγοι ήταν εκείνοι που «ψάχνονταν», ελάχιστοι εκείνοι που τη διαφωνία και τον προβληματισμό τους τον μετουσίωναν σε τρόπο ζωής. Μη γελιόμαστε και μην ξεγελάμε και τον εαυτό μας, τους περισσότερους απ’ αυτούς –αριστερούς συνήθως για να μην ξεχνιόμαστε– τους «παίρναμε και στο μεζέ», αδιαφορούσαμε. Εμείς  είμαστε με τους «νοικοκυραίους», φιλήσυχοι και με τη μεταπολίτευση ανασάναμε. Μετά το ’81 ξεσαλώσαμε. Όσα δεν είχαμε δει και δεν είχαμε κάνει μια ζωή «εδώ και τώρα» να τα κάνουμε.

Τις μακαρονάδες και το μοσχάρι της Κυριακής το κάναμε καθημερινότητα και το εμπλουτίσαμε με κοντοσούβλια και ψαρονέφρια. Τον ποδαρόδρομο και το λεωφορείο τα κάναμε κούρσες και Ι.Χ. Το μεροκάματο και τη βιοπάλη την κάναμε θέση σε υπουργείο και σε κομματικά γραφεία. Μάθαμε τι εστί εξοχικό και διακοπές, πώς είναι το Παρίσι και το Λονδίνο. Όλα όσα μας βασάνιζαν σαν παιδιά και μας πλήγωναν σαν έφηβους και σαν νέους τα αποτινάξαμε με την πρώτη ευκαιρία, τα απαρνηθήκαμε, τα προδώσαμε.

Σήμερα, τρία και πλέον χρόνια μέσα στην κρίση αδυνατούμε να ξανακοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη. Έχουμε χάσει όχι τη μνήμη, αλλά τη συνείδησή μας, την ψυχή μας. Μιξοκλαίμε για τα «περασμένα μεγαλεία», για τους «χαμένους παραδείσους», για τα «αξέχαστα χρόνια» παραβλέποντας τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που μπορούμε να διεκδικήσουμε. Αποκηρύσσουμε –και σε πολλές περιπτώσεις καλά κάνουμε– το πρόσφατο παρελθόν, αλλά είμαστε έτοιμοι να ακολουθήσουμε όποιον υπόσχεται να μας επαναφέρει σ’ αυτό.

Υποκρινόμαστε για την κατάσταση που έχουμε περιέλθει, αλλά επί της ουσίας καταλαβαίνουμε, ότι δεν μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό. Ποιος φίλος ή γνωστός ζούσε για μια ζωή με δανεικά κι αγύριστα; Τη γλυτώσαμε με τις δανειακές συμφωνίες, δύσκολα μεν, αλλά τη γλυτώσαμε και τώρα πιπιλάμε εκ του ασφαλούς την καραμέλα της «μικρής πλην έντιμης Ελλάδας» από την αρχή. Νοσταλγούμε τη δραχμή, αντί να κοιτάξουμε πώς μπορούμε να μπούμε ακόμα πιο βαθειά στο ευρώ. Μας ενοχλούν και μας πειράζουν οι ξενέρωτοι Ευρωπαίοι δανειστές, αντί να κοιτάξουμε πώς μπορούμε να γίνουμε κι εμείς πιο πολύ Ευρωπαίοι. Μας απωθούν τα κόμματα κι οι πολιτικοί, αντί να κοιτάζουμε πώς με τη συμμετοχή μας θ’ ανατρέψουμε καθεστηκυίες αντιλήψεις και ομάδες. Μας εξοργίζει η φτώχια κι η ανεργία, αλλά στο μεροκάματο πηγαίνουν ακόμα μόνο οι Αλβανοί κι οι Βουλγάρες. Τα παιδιά μας ξενιτεύονται με τα πτυχία και τις σπουδές στις αποσκευές τους, αλλά επιμένουμε στο: Κάθε πόλη και Πανεπιστήμιο, κάθε χωριό και ΤΕΙ.

Έχουμε πρόβλημα και πρέπει να το παραδεχτούμε. Αν δεν κατορθώσουμε, όλοι όσοι μετήλθαμε σαν παιδιά των αχράντων μυστηρίων των δεκαετιών ’60, ’70. αλλά κι ’80, να διαχειριστούμε από ‘δω και πέρα τις ζωές μας κάνοντας έναν ειλικρινή κι έντιμο απολογισμό, δεν πρόκειται να λυτρωθούν οι νεότεροι, τα παιδιά μας, από τις κατάρες της μεμψιμοιρίας, της οργής και της εκδίκησης.

Photo: GreecDDL

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Στις εκλογές με κατάνυξη.


Ας κάνουμε το σταυρό μας, οι μάχες που είναι μπροστά μας θα δοθούν με αγιαστούρες και φραγγέλια. Ποιος έχει την υπομονή, εδώ που φτάσαμε τα πράγματα, να σχεδιάσει και τη διάθεση να προγραμματίσει; Ποιος έχει το κουράγιο, μετά από τόσα οικονομικά βάρη, να σηκώσει το βάρος και να ξεστομίσει αυτό που πρέπει ν’ ακουστεί ή ν’ αποφασίσει αυτό που είναι απαραίτητο; Ποιος έχει τη δύναμη, μέσα στη δίνη της αμετροέπειας και του λαϊκισμού, να ξεφύγει από υπαινιγμούς και υπεκφυγές και να περιγράψει ποια είναι η κοινή μοίρα κι ο κοινός προορισμός;

Το κρίσιμο, το σημαντικό και το σπουδαίο, το ελπιδοφόρο και παρήγορο, ορίζονται πλέον από την πίστη στο Θεό. Την πορεία στο μέλλον σηματοδοτεί ακόμα –184 χρόνια μετά την «ανεξαρτησία»– ο Κολοκοτρώνης. Το όραμα κι ο προορισμός περιγράφονται Κυριακές πρωί σε απευθείας μεταδόσεις από τους άμβωνες ή σε αλυτρωτικά μηνύματα κονσέρβα από δραπέτες του Κορυδαλλού.

Με τη δύναμη της Παναγιάς, όλα τακτοποιημένα είναι στο Μαξίμου. Και στη Βουλή, άλλοτε δύσκολα κι άλλοτε με ευκολία, το «τίμιο ξύλο» του Κανονισμού δίνει τις λύσεις. Μήπως, όμως, και τα κομματικά εποτελεία –υπό τα «σεπτά σκηνώματα» των αρχηγών– δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους; Ε, –σας παρακαλώ– με τόσο πλέρια πληροφόρηση κι επικοινωνία τα πάνελ της πρωινής «τιμίας ζώνης» θα πάνε πίσω, οι σύγχρονοι «ιεραπόστολοι» της δημοκρατίας και διάκονοι της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος;

Ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά αυτό που πιστεύω –σοβαρά τώρα– είναι ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά, ανακυκλώνεται η στασιμότητα ενώ απαιτούνται γενναίες αποφάσεις και τομές, ανατροφοδοτείται η εσωστρέφεια ενώ είναι απαραίτητη τόλμη κι αυτοπεποίθηση, αναπαράγεται η συντήρηση ενώ υπάρχει αδήριτη ανάγκη για προοδευτικές λύσεις και διεξόδους. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, κατευθυνόμαστε –δύο χρόνια μετά τις διπλές εκλογές του 2012– προς τις Ευρωεκλογές μέσα σε μια ατμόσφαιρα κοινωνικής σύγχυσης, περιρρέουσας συνωμοσιολογίας, οικονομικών σκανδάλων, πολιτικής ρευστότητας.

Στην κινούμενη άμμο της καθημερινότητας, τα κόμματα προσπαθούν να ισορροπήσουν πάνω στην επιχειρηματολογία που όλο αυτό το διάστημα χρησιμοποίησαν. Πρόσωπα επώνυμα κι ανώνυμα πηγαινοέρχονται προσπαθώντας να στοιχηθούν στη μεριά που πιστεύουν ότι κινείται το ρεύμα. Μέσα ενημέρωσης κι επικοινωνίας κινητοποιούνται στην πρώτη γραμμή του πυρός, σηματοδοτώντας με τη μαζική τους παρουσία και καθένα με τον προσανατολισμό ή το σκοπό του τη σημασία και την εμβέλεια του διακυβεύματος. Από όλο αυτό το προεκλογικό σκηνικό, που μέρα τη μέρα εμπλουτίζεται και συμπληρώνεται από «φερτές ύλες», που οι περιστάσεις ή οι συμπτώσεις δημιουργούν, απουσιάζουν οι αφανείς επί της ουσίας πρωταγωνιστές, οι δέκτες και οι τελικοί κριτές όλων αυτών των διεργασιών, οι πολίτες.

Ο πλουραλισμός των εν δυνάμει διαθέσιμων σωτήρων και ταγών μιας χώρα που επείγεται για λύσεις και με μια κοινωνία που αδημονεί για να φανεί στον ορίζοντα μια χαραμάδα προοπτικής κι ελπίδας, σε ευθεία αντίφαση με τη δραματική έλλειψη ενιαίων αποφάσεων, κοινών πρωτοβουλιών και συλλογικών προσπαθειών για τη δημιουργία των προϋποθέσεων συντεταγμένης εξόδου από την κρίση. Μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας, αλλά ερήμην της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών, μορφοποιούνται και μετασχηματίζονται ομάδες, κινήσεις, κόμματα και συλλογικότητες, που διεκδικούν καθένα για λογαριασμό του την αλήθεια, το δίκαιο, την αυθεντικότητα, τη λύση. Η βαθειά κρίση του πολιτικού συστήματος, όπως αναδύεται γλαφυρά στις μέρες μας από την πανσπερμία και την πολυδιάσπασή του σε αρχηγούς και αρχηγίσκους, κόμματα, όργανα, μέσα και διαδικασίες. Καθένας μόνος του, για λογαριασμό του, για τη φιλοδοξία, την ανάγκη ή το κέφι του, με το όραμα και τις καλές προθέσεις του υπομάλης, στο όνομα του συνόλου, του λαού, του όλου.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, όπως τουλάχιστον διαισθάνομαι ότι θα εκδηλωθεί στις επερχόμενες ευρωεκλογές, όχι μόνο άφωνους θα μας αφήσει, αλλά κυριολεκτικά αποσβολωμένους. Και μπορεί να μην διακυβεύεται στις εκλογές αυτές –εκτός κι αν είναι «τριπλές»– η συγκρότηση Βουλής για την εκλογή κυβέρνησης, αλλά σίγουρα θα σηματοδοτηθεί η πορεία κι η δυναμική που έχουν αποκτήσει οι πολιτικές εξελίξεις σε βάθος χρόνου, θ’ αναδείξει τη βαθιά κοινωνική κρίση.

Η πρωτοκαθεδρία της ανευθυνότητας, των σκοπιμοτήτων και του λαϊκισμού στη διαχείριση των πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων της χώρας με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, έχτισε λιθαράκι–λιθαράκι στην αρχή και τούβλο–τούβλο στη συνέχεια τοίχους ασυνεννοησίας, αδιαφάνειας, απομόνωσης. Οι ψευδεπίγραφες διαχωριστικές γραμμές κι οι ευκαιριακές κομματικές περιχαρακώσεις, όρθωσαν πανύψηλα τείχη μεταξύ πολιτών και πολιτικών κομμάτων, μεταξύ λαού και πολιτικής, μεταξύ Ελλάδας κι Ευρώπης.

Ο χρόνος που απομένει μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, όποτε κι αν προκύψουν, μικρή σημασία έχει. Τα χρόνια που διέρρευσαν, αλλά προπαντός ο πολύτιμος χρόνος που έχει χαθεί μετά την υπαγωγή της χώρας στις δανειακές συμβάσεις, είναι δυσαναπλήρωτος. Όσα ΜΜΕ κι αν «παίξουν», όσα «παπαγαλάκια» κι αν στρατευθούν, όσο πλεόνασμα κι αν μοιραστεί, όσες υποσχέσεις κι αν δοθούν, στην κλεψύδρα του πολιτικού χρόνου δεν έχει μείνει ούτε κόκκος ανοχής κι εμπιστοσύνης από την πλειοψηφία της κοινωνίας για τους μικρούς ή μεγάλους εκπροσώπους του κομματικού κατεστημένου. Μαζί με τις ευκαιρίες που σπαταλήθηκαν, μαζί με τα κονδύλια που καταναλώθηκαν, μαζί με την υπομονή που εξαντλήθηκε, μαζί με το μέτρο που χάθηκε, μαζί με τις ζωές που ανατράπηκαν, φτάνει το πλήρωμα του χρόνου να εισπραχθεί από όλους το τίμημα της αβελτηρίας και των επιλογών τους.

Αν το τίμημα αυτό, ενώπιον της κάλπης, θα είναι αναλογικό και δίκαιο δεν μπορώ να γνωρίζω. Εκείνο που αντιλαμβάνομαι, είναι ότι λίγο-λίγο εξανεμίζονται στις μέρες μας και φυλλορροούν τα όποια εναπομείναντα ψήγματα από τις αρχές και της αξίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, της κοινωνίας των πολιτών. Οι κραυγές αποστομώνουν τις προτάσεις, οι ύβρεις εξοστρακίζουν τα επιχειρήματα, οι κατάρες καταλύουν τη λογική. ‘Ετσι, η αποχώρηση εκδιώκει τη συμμετοχή, η σιωπή ξεριζώνει τη δημιουργία, ο αυταρχισμός υποκαθιστά την ισοπολιτεία. Η πολιτική περιορίζεται όλο και σε πιο λίγους. Τα άσπρα κεφάλια πληθαίνουν δραματικά στις πολιτικές συγκεντρώσεις τη στιγμή που οι νεολαίοι αργοσβήνουν στην ανεργία της καφετέριας.

Προς Θεού, το τέλος του κόσμου δεν έρχεται –«στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα»– αυτός ο κόσμος όμως δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτόν που ονειρευόμασταν και σ’ αυτόν που λέγαμε ότι θέλαμε ν’ αφήσουμε στα παιδιά μας. Γι’ αυτό –όσο κι αν εξωραΐζουμε τα πράγματα– έχουμε κι εμείς το μερίδιο της ευθύνης μας. Αυτός ο κόσμος πέρασε κι απ’ τα χέρια μας.

Ο Θεός να βάλει το χέρι του.

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Μια χώρα που αρνείται ν' αλλάξει.


Δεν θέλω να κάνω τον έξυπνο, ούτε να τα ισοπεδώσω όλα, αλλά συμβαίνουν διαχρονικά τόσα πολλά αντιφατικά και παράξενα σ’ αυτόν τον τόπο, που είναι αδύνατον να μην αισθανθείς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ότι ενώ οι ανάγκες κι οι απαιτήσεις της ζωής είναι άλλες, η εξέλιξη των πραγμάτων ακολουθεί εντελώς διαφορετική ή –τις περισσότερες φορές– αντίθετη κατεύθυνση. Είναι εντυπωσιακό το πόσο συχνά έχει συμβεί, εκείνο που η «κοινή λογική» επισημαίνει ως λάθος, ν’ αποφασίζεται και να εφαρμόζεται από τις κυβερνήσεις σε πείσμα και της λογικής και του –λεγόμενου– «δημοσίου συμφέροντος».

Στο παρελθόν, μπορεί το φαινόμενο αυτό να ερμηνευόταν από τον εν πολλοίς αποσπασματικό και κατά περίπτωση τρόπο άσκησης των δημόσιων πολιτικών και να διασκεδάζονταν οι εντυπώσεις για την κοινή γνώμη με την πασίγνωστη γενίκευση «έτσι είν’ η Ελλάδα». Επειδή όμως στις μέρες μας βιώνουμε όλοι –και μάλιστα με πολύ σκληρό τρόπο– πού οδηγήθηκε εκείνη η Ελλάδα, επιβάλλεται πλέον η διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων ν’ ακολουθεί συγκεκριμένο σχεδιασμό και να είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Τα παραδείγματα πάμπολλα και σχεδόν καθημερινά. Το πιο πρόσφατο απτό δείγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο θεσπίστηκε κι ανακλήθηκε η απόφαση για το 25ευρω στα νοσοκομεία. Άλλο; Αναβάλλεται για φέτος η εξέταση των περίπου 75.000 μαθητών της Α΄ τάξης του Λυκείου με θέματα από την τράπεζα θεμάτων, όπως προβλέπει ο νέος νόμος για τις αλλαγές στα λύκεια, που τέθηκε σε εφαρμογή με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς τον Σεπτέμβριο. Τρίτο; Με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης επανασυστάθηκαν Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου που είχαν καταργηθεί μόλις πριν έναν χρόνο ως συνέπεια του γεγονότος, ότι μετά τις προηγούμενες εκλογές ανασυστάθηκαν Υπουργεία που είχαν συγχωνευθεί λίγο καιρό πριν. Πέραν αυτών, ήδη η δημόσια διοίκηση της χώρας είναι έτοιμη να εισάγει ένα νέο σύστημα αξιολόγησης, ενώ σχεδιάζεται και νέο σύστημα –όλο «νέα συστήματα» εφαρμόζονται σ’ αυτό το κράτος αλλά ένα αποτέλεσμα της προκοπής δεν μπορούμε να πάρουμε(!)– βαθμολογικής εξέλιξης των δημοσίων υπαλλήλων, αν και το προηγούμενο του 2010 δεν έχει κάν δοκιμαστεί πλήρως στην πράξη.

Καθένας θα μπορούσε ν’ ανακαλέσει εύκολα κι άλλες περιπτώσεις ή περιστατικά, που επιβεβαιώνουν τη διαχρονική επιβίωση αυτής της ατελέσφορης κι αναποτελεσματικής διαδικασίας. Αυτό το καθημερινό σχεδόν πολυδάπανο και ψυχοφθόρο για τη διοίκηση και τους πολίτες ράβε – ξήλωνε που κοστίζει πανάκριβα, όχι μόνο στην αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα του κράτους, αλλά προπαντός στους φορολογούμενους, οι οποίοι ενώ υποβάλλονται σε τόσες καθημερινές οικονομικές θυσίες για να εξυπηρετείται και να στηρίζεται η λειτουργία του, εξακολουθούν να ταλαιπωρούνται και να βασανίζονται σε ουρές, γκισέ και ταμεία.

Πώς περιμένουμε μετά να πάει μπροστά αυτό το κράτος; Ποιες διοικητικές δομές έχουν τη δύναμη κι είναι σε θέση να στηρίξουν την όποια προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας; Ποια αποδεκατισμένη ιεραρχία και ποιο διαλυμένο έμψυχο δυναμικό; Συνηθίζουμε ν’ αναφερόμαστε στους δημοσίους υπαλλήλους μόνο αν κατηγορούνται, απαξιώνονται, λοιδορούνται. Έχουμε μάθει ν’ αναφερόμαστε στις δημόσιες υπηρεσίες μόνο αν πρόκειται να τις καταγγείλουμε, να τις κλείσουμε, να τις ιδιωτικοποιήσουμε. Όποια άλλη ενασχόληση με τα θέματα αυτά είτε είχε επικοινωνιακούς στόχους, είτε εξυπηρετούσε μικροκομματικές σκοπιμότητες. Τη μια να βγει ο υπουργός στην τηλεόραση να κάνει μια δήλωση ή να δώσει μια συνέντευξη, την άλλη να τακτοποιήσουμε μερικούς ψηφοφόρους, να βολέψουμε κάποιους συνδικαλιστές, να προωθήσουμε κάποιους ημετέρους.

Φτιάξτε κύριοι υπουργοί καινούργια συστήματα. Βάλτε στόχους, σχεδιάστε προγράμματα, περιγράμματα, οργανογράμματα. Φτιάξτε γενικούς διευθυντές. Φέρτε τους αποφοίτους της «Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης» στις πιο υψηλές θέσεις της ιεραρχίας. Τα έχουν δοκιμάσει πολλοί –αν όχι όλοι– από τους προκατόχους σας. Τα αποτελέσματα από πενιχρά έως ανύπαρκτα, τα βιώνουν οι πολίτες, τα υφίστανται οι δημόσιοι υπάλληλοι, τα πληρώνει το κράτος.

Όσο επιχειρείται να διευθετηθούν τα επιφαινόμενα και δεν αντιμετωπίζονται με τόλμη οι δομικές παθολογίες της δημόσιας διοίκησης, που σχετίζονται με την ιδιοκτησιακή αντίληψη του κράτους από την εκάστοτε κυβέρνηση, όσες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις κι αν θεσπιστούν θα μείνουν στα χαρτιά, νόμοι που θα έχει αλλάξει μόνο ο αριθμός και η χρονολογία τους, εφόσον η βασική τους φιλοσοφία, το πνεύμα τους, θα εξακολουθεί να διαπνέεται από τη στενή κομματική αντίληψη, από τη στείρα εκμετάλλευση ανθρώπων και μέσων.

Εκεί έχει χαθεί το παιχνίδι και τα τόσα χρόνια της λιτότητας, της ύφεσης, της δυστυχίας της χώρας. Το κράτος έχει μείνει ουσιαστικά ανέγγιχτο από τους κυβερνώντες. Όπου έχει κάτι αλλάξει, είναι μόνο εκεί που οι «μνημονιακές» –λεγόμενες– υποχρεώσεις, όχι μόνο δεν χωρούσαν αναβολή, αλλά ήταν κι οι πιο «εύκολες». Οι περικοπές των δώρων, των μισθών, των επιδομάτων ήταν η εύκολη λεία. Από ‘κει και πέρα όλα στο πόδι κι όλα στο γόνατο, όλα όσα, δηλαδή, δεν έγινε προσπάθεια να τα ξαποστείλουμε στις καλένδες. Η εφεδρεία κι η διαθεσιμότητα θεσπίστηκαν ως ανάγκη από τα πράγματα κι αφού η τρόικα απειλούσε να μην ξαναδώσει σεντ. Βρέθηκαν στο δρόμο άνθρωποι δίχως κριτήρια κι αξιολόγηση τη στιγμή που παρατρεχάμενοι και σύμβουλοι δεν χωράνε στα υπουργικά γραφεία κι όταν οι εταιρείες συμβουλευτικών υπηρεσιών δεν προλαβαίνουν να εργάζονται ετοιμάζοντας νομοσχέδια και διατάξεις.

Μήπως θυμάται κανένας πότε έγιναν οι τελευταίες θεσμικές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, όπως η «Διαύγεια» ή το open gov; Το 2010. Έχετε δίκιο, είναι πολύ μακριά για να φτάσει πια η μνήμη μας ως εκεί κι ας ήταν παρεμβάσεις ουσιαστικές, που σηματοδοτούσαν τη βούληση για αλλαγές στο κράτος. Από τότε το σκοτάδι, τα λόγια, ο κουρνιαχτός, το χάος. Κι όμως, αν γρήγορα από τότε είχαν τρέξει οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, είναι βέβαιο, ότι, ούτε τόσο μεγάλη ανάγκη για οριζόντια οικονομικά μέτρα θα υπήρχε κάθε τρεις και λίγο, ούτε η αξιοπιστία της χώρας διεθνώς θα βρισκόταν εκεί που βρίσκεται. Αν πιστεύαμε, δηλαδή, ότι είναι απαραίτητο να επέλθουν αλλαγές στο κράτος, ανεξάρτητα αν το γράφουν ή όχι τα μνημόνια, και ν’ αντιμετωπιστούν εγκαίρως οι πασιφανείς δυσλειτουργίες του. Αν εκτιμούσαμε, ότι είναι προτιμότερο να προστατευθούν οι απαραίτητες θέσεις εργασίας στο δημόσιο μέσα από έναν αντικειμενικό σχεδιασμό αναγκών και λειτουργιών κι όχι μέσω της αδράνειας, της αναβολής ή της φυσικής αποχώρησης.

Ίσως, όσοι επιμένουν ακόμα σ’ αυτή τη χώρα να σκέφτονται, αντιλαμβάνονται γιατί η τρόικα αναβάλει διαρκώς την επίσκεψή της ή γιατί όλο το βάρος της προσπάθειας έχει πέσει τον υπουργό Οικονομικών, με τα γνωστά αποτελέσματα και οδυνηρές συνέπειες για όλους. Διαλαλούμε, ότι «ο λαός δεν αντέχει άλλο» –κι είναι ασφαλώς αλήθεια– κι ότι το πλεόνασμά μας είναι αρκετό για να μας διασφαλίσει την έξοδο στις αγορές, παραβλέποντας –ασφαλώς σκόπιμα– ότι μ’ αυτή τη δημόσια διοίκηση, μ’ αυτό το κράτος, μ’ αυτή την αντίληψη διακυβέρνησης, όλα είναι επισφαλή και πρόσκαιρα, ότι το μόνο που μπορεί να δούμε, θα είναι η πόρτα της εξόδου, αλλά όχι στις αγορές, αλλά από την ΟΝΕ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πολιτική βούληση για αλλαγή του κράτους απαιτείται κι όχι νόμοι επί νόμων κι εγκύκλιοι επί εγκυκλίων. Τι και πώς πρέπει ν’ αλλάξουν το γνωρίζουν ακόμα κι οι πέτρες. Όροι όπως η διαφάνεια, η αποκέντρωση, η απλούστευση διαδικασιών, η αναδιάρθρωση έχουν πλειστάκις ταλαιπωρηθεί από πολιτικούς και ειδήμονες. Επιτροπές κι ομάδες για μελέτες είναι διαχρονικά αμέτρητες, πορίσματα δε κι εκθέσεις ων ο αριθμός ουκ έσται τέλος. Κανείς όμως ως τώρα –ειδικά τώρα– είχε το σθένος «να πιάσει τον ταύρο απ’ τα κέρατα».

Ποιος, λοιπόν, είναι τόσο αφελής να πιστεύει, ότι αυτό το κράτος μπορεί να εκσυγχρονιστεί και ν’ αλλάξει επειδή –λέει– θα μπει πλαφόν στην αξιολόγηση των «αρίστων»; Εδώ ακόμα κι η αξιωματική αντιπολίτευση στο όνομα αυτού του κράτους περιμένει πώς και πώς να «πιει νερό» φτάνοντας ως τις εκλογές και κατά τα άλλα... Στάχτη και μπούλμπερη.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Οικογενειακή υπόθεση η ανάπτυξη.


«Οικογενειακά!» τι όμορφη και χαρωπή λέξη. Ξεστομίζεται με ευκολία κι από συνήθεια ή συγκαταβατικότητα ως απάντηση σε ερωτήσεις συνήθως εορταστικών ημερών, όπως: «Πώς τα περάσατε;», «Πού βρεθήκατε;», όμως αν το καλοσκεφτείς είναι και σημαντική και πολύτιμη. Σε καιρούς που παραδόσεις και σχέσεις βρίσκονται σε κρίση και ξεφτίζουν από της αδιαφορίας και της συνήθειας την ορμητικότητα, η οικογένεια –το σόι επί το λαϊκότερο– είναι σημαντικό να μπορούν να διατηρούν συνεκτικότητα και ζωντάνια.

Δεν έχω πρόθεση ούτε να ηθικολογήσω, ούτε να προτρέψω, είμαι βέβαιος, ότι καθένας, ανάλογα με τις ανάγκες του και τις συνθήκες ζωής που έχει διαμορφώσει, αντιλαμβάνεται. Εξάλλου, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα, είναι θέμα επιλογής και προτίμησης, πώς θα περάσει ο οποιοσδήποτε τις μέρες –τις πολύτιμες μέρες– της ανάπαυλας και της ξεκούρασης. Ίσως, μετά την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης και την περιοριστική οικονομική πολιτική, συνήθειες και προτιμήσεις που είχαν κυριαρχήσει τελευταία, όπως ταξίδια στο εσωτερικό κι εξωτερικό κι επιδρομές σε χιονοδρομικά κέντρα, να έχουν αναθεωρηθεί κι η οικογένεια υπό την ευρεία έννοια, ν’ απέκτησε και πάλι κάποιες από τις πατροπαράδοτες λειτουργίες της.

Εκεί μέσα, λοιπόν, στην οικογενειακή ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε από γονείς, παππούδες, αδέρφια, γυναικόπαιδα και λοιπούς συγγενείς, ανάμεσα σε φαγητά και λιχουδιές, σε ευχές και δώρα, σε συζητήσεις και συμπεριφορές, αν κοντοστεκόταν κάποιος πιο προσεχτικά, μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει, ότι, έστω αδιόρατα ή ανεπαίσθητα, όλοι έχουμε αλλάξει, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Δεν είναι μόνο η άλλη μια χρονιά που πέρασε, δεν είναι μόνο ότι το 2013 μας στρίμωξε οικονομικά ακόμα περισσότερο. Είναι ότι λίγο-πολύ συναισθανόμαστε, πως τα πράγματα πρέπει ν’ αλλάξουν. Από τις συζητήσεις, από τις διαθέσεις, από τις προσδοκίες που εκδηλώθηκαν και εξωτερικεύτηκαν, παρά την απαισιοδοξία και τον προβληματισμό, παρά την απογοήτευση και την αγωνία, κοινός παρανομαστής και κοινός τόπος κατάληξης, ήταν ότι είναι αναγκαίο να οδηγηθούμε ως κράτος και κοινωνία σε μιαν άλλου τύπου οργάνωση, λειτουργία και συμπεριφορά.

Συγγενείς και φίλοι, που έτυχε να βρεθούμε οικογενειακά αυτές τις μέρες, ήταν φανερό ότι είχαμε ξεπεράσει, άλλος λίγο, άλλος πολύ, περιχαρακώσεις κι αγκυλώσεις που μας κρατούσαν άλλες φορές σε απόσταση ή αποτελούσαν σημεία κι αφορμές για προστριβές κι αντιπαραθέσεις. Υπήρχε μεγαλύτερη ανεκτικότητα και περισσότερη διάθεση για ουσιαστική συζήτηση σχετικά με θέματα ουσίας, όπως –κρίνω ότι είναι– αυτά της καθημερινότητας. Μέσα από την κόπωση και την εξουθένωση της οικονομικής, αλλά και κοινωνικής, κρίσης, ήταν ευδιάκριτη η ανάγκη να ανιχνευτούν έστω τα σημάδια εκείνα, που θα προσφέρουν ερείσματα ελπίδας και βάση αισιοδοξίας. Το σπουδαιότερο, όμως, ότι καθένας αισθανόταν και προσδιοριζόταν απέναντι σ’ αυτή την αναζήτηση με διάθεση και θετικό πνεύμα. Ανεξάρτητα από επίπεδο ζωής που βρισκόταν, ανεξάρτητα από υποχρεώσεις και ανάγκες, αναλογικά και στο μέτρο του δυνατού, ήταν διαμορφωμένη μια έντονη αίσθηση καθήκοντος, ευθύνης και διάθεσης συμβολής σε μια προσπάθεια υπέρβασης.

Δεν θέλω να ερμηνεύσω και να γενικεύσω με την υποκειμενική μου κρίση αυτές τις διαπιστώσεις. Εξάλλου, η ευωχία και το κέφι που από ένα σημείο και μετά δημιουργούν αυτού του είδους οι συναθροίσεις, αμβλύνουν την εγκυρότητα και την αξιοπιστία της όποιας άποψης, σκέψης ή ιδέας διατυπώνεται. Αν και δεν πρέπει να παραβλέπεται, ότι σε άλλες περιπτώσεις, αυτές ακριβώς οι συνθήκες, που δημιουργούνται μεταξύ τυρού και αχλαδίου, έχουν οδηγήσει σε όχι ευκαταφρόνητες διενέξεις και «διακομματικές» αντιπαραθέσεις.

Η συγκαταβατικότητα κι η ανοχή που, κατά τη γνώμη μου, χαρακτηρίζει την κοινωνική συμπεριφορά απέναντι στις εξελίξεις, έχει να κάνει με την ανάγκη να διατηρηθούν συνθήκες σταθερότητας και βιωσιμότητας της κοινωνικής συνοχής. Η μέση οικογένεια, παρά –θα το επαναλάβω μια ακόμα φορά– την ασφυκτική συμπίεση του οικογενειακού προϋπολογισμού, αναζητά και βρίσκει τρόπους να διατηρεί, έστω στοιχειωδώς και δύσκολα, τις λειτουργίες της εκείνες, που είναι απαραίτητες και βασικές για την αξιοπρεπή διαβίωσή της. Η προσαρμογή στα εκ των πραγμάτων νέα δεδομένα, η βίαιη κι επώδυνη αυτή διαδικασία –εφόσον σε πολλές περιπτώσεις, ούτε αυτονόητη ήταν, ούτε ευθύγραμμη– είναι αξιοσημείωτη κι αξιέπαινη.

Αυτή η οικογένεια ως πυρήνας της οικονομικής δραστηριότητας κι ανάπτυξης πρέπει να προστατευθεί και να στηριχτεί. Όχι κατ’ ανάγκη με άμεσα οικονομικά τρόπο, με επιδόματα και παροχές, αλλά με απτή ανακούφισή της κι απαλλαγή της από συνθήκες, βάρη και καταστάσεις που την εξουθενώνουν, την καταπιέζουν, την αλλοτριώνουν, την περιθωριοποιούν –με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε πολιτική συμπεριφορά. Η εργασία, η εκπαίδευση, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η ασφάλιση, η πρόνοια. Σ’ αυτά τα βασικά και καθημερινά που εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης. Που επιτρέπουν να αντέχονται οι αυξημένες υποχρεώσεις έναντι του κράτους, να συντηρηθεί κάποιο παιδί που σπουδάζει σε άλλη πόλη, να πάει το νήπιο σε κάποιο σταθμό φύλαξης, να αντιμετωπιστεί κάποια αιφνίδια ασθένεια, να εξασφαλίζονται κάποιες ανάπαυλες ξεκούρασης και το στρώσιμο ενός οικογενειακού γιορτινού τραπεζιού.

Πολλά δεν μπορούν να γίνουν άμεσα, αλλά αρκετά ήδη θα έπρεπε να έχουν γίνει. Το βέβαιο είναι, ότι όλα μπορούν να πραγματοποιηθούν σε βάθος χρόνου εύλογου και προσδιορισμένου. Προϋπόθεση γι΄αυτό είναι το κράτος να περιοριστεί στο στρατηγικό του ρόλο, που δεν είναι άλλος από την μέσω της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος ανάπτυξη κι ευημερία του κοινωνικού συνόλου κι όχι αποκλειστικά και κατά περίπτωση κάποιων ισχυρών ομάδων και συμφερόντων. Προϋπόθεση γι΄αυτό είναι το κράτος ν’ ανασυνταχθεί και να προσαρμόσει τις δομές και τις λειτουργίες του με κατεύθυνση την αξιοποίηση των πόρων και μέσων του σε όφελος του συνόλου της κοινωνίας κι όχι προτάσσοντας την ιδιοτέλια για την με κάθε τρόπο αναπαραγωγή και διατήρηση στην εξουσία διαρκώς των ίδιων πολιτικών σχηματισμών και ελίτ.

Έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος, αλλά ακόμα –έστω και οριακά ή καθυστερημένα– υπάρχει χρόνος για να τεθούν οι βάσεις αυτών των προαπαιτούμενων. Οι αλλαγές κι οι μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια, εδώ και τώρα μπορούν και πρέπει να δρομολογηθούν. Τώρα που έχουν πια ξεθωριάσει και ξεχειλώσει οι πολυάριθμες «κόκκινες γραμμές» της τελευταίας τριετίας. Τώρα που οι απαντοχές της οικογένειας και της κοινωνίας βρίσκονται σε οριακό σημείο.

Αυτά, σε συνδυασμό με την προώθηση σε όλο το μήκος και πλάτος της δημόσιας διοίκησης απλουστευμένων κι αυτοματοποιημένων διαδικασιών, κανόνων αξιοκρατίας, κινητικότητας, διαφάνειας κι ελέγχου. Έτσι αλλάζει η καθημερινότητα, έτσι θ’ αλλάξει το κράτος. ‘Ετσι δημιουργούνται σταδιακά συνθήκες για ν’ αντιμετωπιστεί η ασφυκτική κοινωνική δυσπραγία, ν’ αντικατασταθεί η απαισιοδοξία από την ελπίδα και την προσμονή, να μεταστραφεί το ζοφερό πολιτικό κλίμα σε όφελος της δημοκρατίας και των θεσμών συμμετοχής. Έτσι μεγεθύνονται τα περιθώρια για να φτουρήσουν, να πιάσουν τόπο, οι θυσίες των νοικοκυριών, της οικογένειας, του καθενός.

Η οικογένεια σ’ όποια μορφή και σ’ όποια εποχή, ήταν, είναι και θα είναι ο πυρήνας κι η ψυχή της εθνικής μας οικονομίας, της χώρας της ίδιας. Η σωτηρία της –όπως λέει κι ο στίχος του γνωστού τραγουδιού– είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Ας το ακούσουν όσο είναι καιρός κι όσοι εντός ή εκτός κυβέρνησης αποφασίζουν ερήμην της για λογαριασμό της, πριν «ακούσουν» οσονούπω –όπως έλεγε κάποτε μια άλλη πασίγνωστη «ψυχή» την ετυμηγορία της.