Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Μια καλύτερη πόλη. Είναι στο χέρι μας.

Αυτή την περίοδο τα επιτελεία των δημοτικών παρατάξεων θα επεξεργάζονται πυρετωδώς –υποθέτω– τα προγράμματα των συνδυασμών τους, θα καταγράφουν προβλήματα και θ’ αξιολογούν –φαντάζομαι– ανάγκες. Με σπουδή κι ενδιαφέρον επικεφαλής κι υπεύθυνοι θα διαμορφώνουν –αυτό είναι βέβαιο– προτάσεις και θέσεις για την ανάπτυξη και το μέλλον του Δήμου και για την ικανοποίηση των δημοτών και των κατοίκων του, ώστε τα –περιβόητα– «προγράμματα» να είναι όσο γίνεται ελκυστικότερα, πειστικότερα, εντυπωσιακότερα.
Αν ανατρέξει κάποιος σε κάποιες απ’ αυτές τις πολυτελείς και συνήθως πολυσέλιδες εκδόσεις των δημοτικών παρατάξεων, είναι βέβαιο ότι με ευκολία μπορεί να διαπιστώσει πόσο σημαντικά είναι τα προβλήματα κι οι ελλείψεις των Δήμων που προεκλογικά αποτυπώνονται, αλλά ταυτόχρονα και πόσο βατές κι εύκολες περιγράφονται οι ενδεικνυόμενες από τους συνδυασμούς λύσεις στην περίπτωση που η πλειοψηφία των δημοτών τους εμπιστευτεί τη διοίκηση του Δήμου. Τουναντίον, για τους «κρατούντες» τις δημοτικές υποθέσεις και τα ινία του Δήμου, όλα βαίνουν καλώς, προβλήματα δεν υπάρχουν και το ζητούμενο είναι η ανανέωση της εμπιστοσύνης των δημοτών, προκειμένου να συνεχίσουν το έργο τους. Έτσι, το μαύρο και το άσπρο συνυπάρχουν μέσα στις πολύχρωμες προεκλογικές διακηρύξεις επιβεβαιώνοντας μ’ εντυπωσιακό μάλλον, όσο και κραυγαλέο τρόπο, τη μαγική εικόνα και το δύσκολο παζλ που συνθέτουν η απόσταση μεταξύ λόγων και πράξεων, σχεδιασμού και εκτέλεσης.
Πίσω και πέρα απ’ όλα αυτά τα φιλόδοξα και μεγαλεπήβολα, αλλά καθ’ όλα θεμιτά και χρήσιμα, μακριά από προθέσεις και ονειροπολήσεις, εξίσου καλοδεχούμενες και εποικοδομητικές, βρίσκονται νομίζω δυο κρίσιμοι παράγοντες, δυο καταλύτες, που από τη συνεργασία κι αλληλεπίδρασή τους εξαρτάται η ευόδωση κι επιτυχία οποιουδήποτε οράματος, προγράμματος ή έργου. Ο ένας είναι ο διοικητικός μηχανισμός του Δήμου, το ανθρώπινο δυναμικό του, οι εργαζόμενοι στις δημοτικές υπηρεσίες κι επιχειρήσεις κι άλλος είναι οι ίδιοι οι δημότες κι οι κάτοικοι.
Κάθε εξαγγελία, κάθε δράση ή πρωτοβουλία θα πρέπει –πάντα κατά τη γνώμη μου– όχι απλώς να συνυπολογίζει και να λαμβάνει υπόψη, αλλά να εδράζεται στην κυριολεξία, στη συνέργεια αυτών των θεμελιωδών παραγόντων. Αυτοί είναι οι πυλώνες πάνω στους οποίους μπορεί να στηριχτεί και να εδραιωθεί η πρόοδος κι η ευημερία, αυτά είναι τα σημεία αναφοράς για τη στοχοθεσία και την ανάπτυξη του Δήμου.
Οι εργαζόμενοι είναι η καρδιά του Δήμου. Από την επάρκεια, τις γνώσεις, την οργάνωση, το ενδιαφέρον και τη φιλοτιμία τους εξαρτάται αποφασιστικά η εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία των δημοτικών Υπηρεσιών κι η εξυπηρέτηση των δημοτών. Οι δημότες απ’ την άλλη είναι τα κύτταρα του Δήμου. Από το ενδιαφέρον, τη φροντίδα, τη συνεργασία και τη συμμετοχή τους εξαρτάται η δημιουργία κι η διατήρηση, όχι μόνο ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας και συνεννόησης με τις δημοτικές Υπηρεσίες, αλλά προπαντός ενεργό κι οργανωμένο δίκτυο δράσης για την έγκαιρη διάγνωση, κι αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά και για τη διατήρηση και βελτίωση της ποιότητας ζωής στις συνοικίες και της γειτονιές.
Οι λέξεις-κλειδιά για τη δημιουργία και την αποτελεσματική οργάνωση και λειτουργία αυτού του δίπολου, είναι «εμπιστοσύνη», «συνέπεια», «τόλμη». Η εμπιστοσύνη είναι ίσως η πιο χρονοβόρα κι επίπονη, είναι όμως ο ακρογωνιαίος λίθος στη σχέση δημοτικής Αρχής - εργαζομένων και Δήμου - δημοτών. Η συνέπεια είναι το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της συντονισμένης συμπεριφοράς και λειτουργίας της δημοτικής Αρχής, είναι το διαπιστευτήριο για την αποδοχή, αλλά και για την ευαισθητοποίηση κι ενεργοποίηση των εργαζόμενων και των κατοίκων του Δήμου. Η τόλμη είναι το πρώτο καθοριστικό βήμα, είναι το άνοιγμα του Δήμου στην κοινωνία, είναι η αποδοχή, η υποστήριξη, η ενθάρρυνση ατόμων και συλλογικοτήτων. Πρωτοβουλίες, δράσεις, ιδέες κι ενδιαφέροντα πολιτών κι ομάδων, αλλά παράλληλα σκέψεις και οραματισμοί της δημοτικής Αρχής, προγράμματα κι απόψεις, προβάλλονται, προτείνονται, εκτίθενται, αξιολογούνται και υλοποιούνται ενώπιον των δημοτών για τους δημότες, αλλά από κοινού με τους δημότες.
Κάπως έτσι μετατρέπονται οι Υπηρεσίες του Δήμου σε οργανωμένο στρατηγείο, επιτελείο συντονισμού και συνεργασίας κι οι συνοικίες του σε φυτώρια κι εργαστήρια εθελοντισμού, αλληλεγγύης, καινοτομίας, επικοινωνίας. Μέσα από τις αμφίδρομες κι ανατροφοδοτούμενες θεσμοθετημένες, αλλά κι άτυπες, δομές ο δημόσιος χώρος ενιαιοποιείται και γίνεται πραγματικά κοινόχρηστος και κοινωφελής. οι δημότες είναι συνδιαχειριστές, αλλά και συνυπεύθυνοι γι’ αυτόν. Με τον τρόπο αυτό οι κοινωνικές δραστηριότητες διαχέονται οργανωμένα κι αποκτούν ουσιαστικό ανθρωπιστικό και κοινωνικό αντίκρισμα. Έτσι, οι δημοτικές Υπηρεσίες με πρωταγωνιστές και πρωτεργάτες τους εργαζόμενους σ’ αυτές λειτουργούν με αξιοκρατία, αξιοπιστία, διαφάνεια και έλεγχο, στην υπηρεσία του δημότη και του πολίτη κι όχι για την εξυπηρέτηση του Δήμαρχου ή του τοπικού παράγοντα.
Το ζητούμενο των προεκλογικών φυλλαδίων που σε αφθονία προετοιμάζονται αυτές τις μέρες, είναι, αν και σε ποιο βαθμό εστιάζουν, προβάλουν ή αποσιωπούν αυτή την κρίσιμη για τη λειτουργία του Δήμου διάσταση: Τη συνέργεια κι αλληλεπίδραση Δήμου – δημοτών. Αυτή είναι η Λυδία λίθος και το μεγάλο ζητούμενο διαχρονικά, αλλά ιδιαίτερα στις μέρες μας, εφόσον η απαξίωση των πολιτικών διαδικασιών δεν θα πρέπει να επιτείνει την ιδιώτευση και την αποστασιοποίηση των πολιτών από τα κοινά κι ιδιαίτερα από τα τεκταινόμενα στη γειτονιά, την περιοχή και τον Δήμο τους. Η αδιαφορία κι η απομάκρυνση των πολιτών από τις δημόσιες υποθέσεις, ενθαρρύνει την ασυδοσία και την αδιαφάνεια, αλλά υποθάλπει και τον αυταρχισμό και την αλαζονεία. Δεν αρκούν και δεν φτάνουν μόνο οι νόμοι κι οι θεσμοί για να διασφαλιστεί η νομιμότητα και να προστατευθεί το δημόσιο συμφέρον, το δημόσιο χρήμα, ο δημόσιος χώρος, είναι αναγκαίος ο διαρκής κοινωνικός έλεγχος, η ενεργός συμμετοχή των πολιτών, η ανατροφοδοτούμενη επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ Δήμου και δημοτών.
Πίσω από τις επιβλητικές, προσηνείς, χαμογελαστές ή αποφασιστικές εκφράσεις των υποψηφίων δημοτικών αρχόντων, όπως αυτές θα απεικονίζονται και θα διακινούνται εντατικά τις επόμενες μέρες μέσω των προεκλογικών φυλλαδίων, πίσω από τα μεγαλεπήβολα σχέδια και τις πολυσέλιδες εξαγγελίες, αξίζει ν’ αναζητηθεί αν και σε ποιο βαθμό προβάλλεται κι επισημαίνεται, αφενός μεν η σπουδαιότητα των εργαζόμενων του Δήμου ως στυλοβατών και πρωτεργατών κι αφετέρου η σπουδαιότητα του ρόλου κάθε δημότη ή κατοίκου ως συμμέτοχου και συνυπεύθυνου για το παρόν και το μέλλον της πόλης και του Δήμου.
Καλές οι κουμπαριές κι οι οικειότητες, καλά τα ρουσφέτια κι οι ποδηλατάδες, αλλά οι σύγχρονες πόλεις έχουν περισσότερο σύνθετες και πολύπλοκες ανάγκες κι απαιτήσεις, που δεν καλύπτονται ούτε από δημάρχους πατερούληδες, ούτε από δημοτικούς συμβούλους των γνωριμιών και των εξυπηρετήσεων. Ερήμην των πολιτών οι πόλεις είναι καταδικασμένες να φθίνουν και να μαραζώνουν. Η κινητοποίηση κι η συμμετοχή των πολιτών, η απελευθέρωση των δυνάμεων της κοινωνίας, θα σημάνει και την απελευθέρωση των πόλεων, την ανεξαρτησία της τοπικής αυτοδιοίκησης, την αναζωογόνηση της ίδιας της δημοκρατίας.
Αξίζει σ’ αυτές τις εκλογές να σκεφτούμε και να συμπεριφερθούμε ως πολίτες. Αξίζει και μας αξίζει μια καλύτερη πόλη, ένας καλύτερος Δήμος, μια καλύτερη χώρα. Πώς θα γίνει αυτό; Αυτόματα; Ως δια μαγείας; Από κάποιους άλλους; Από ποιους; Η συμμετοχή μας σ’ αυτή την προσπάθεια πρέπει να είναι καθημερινή, δεν αρχίζει και τελειώνει την Κυριακή των εκλογών. Για όλα αυτά που πιστεύουμε ότι μας αξίζουν, αξίζει να το σκεφτούμε και να το ψάξουμε πρώτα εμείς. Η Κυριακή των εκλογών θα έρθει και θα περάσει, όσα όμως μας προβληματίζουν και μας απασχολούν, μας πληγώνουν και μας δυσαρεστούν θα ‘ναι και τη Δευτέρα μπροστά στην πόρτα μας. Θα τ' αφήσουμε και πάλι εκεί;

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Κατεβαίνω στο Χαλάνδρι.

Κατεβαίνω στο Χαλάνδρι. Η Χαϊμαντά από τότε που ήταν ακόμα πηγμένη στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα είχε κάποιες γωνιές που στέγαζαν το μεράκι, το ενδιαφέρον και τον επαγγελματισμό ανθρώπων της αγοράς, του εμπορίου. Οι πεζοδρομήσεις έδωσαν άλλον αέρα στο εμπορικό κέντρο, κινείσαι με ευκολία, χαζεύεις τις βιτρίνες με άνεση, μπορείς να σταθείς να πεις δυο κουβέντες με κάποιον γνωστό που θα τύχει να συναντήσεις. Εκεί μπορείς να βρεις, αλλά και στην Ανδρέα Παπανδρέου και στους γύρω από το κέντρο δρόμους, τα πάντα, υπηρεσίες και προϊόντα, το ακριβό και το προσιτό, το μοδάτο και το πιο κλασικό. Εξαρτάται τι ψάχνεις, ρούχο ή παπούτσι, καθημερινό ή για πιο επίσημα, τηλέφωνο ή βιβλίο; Δε συζητάμε πλέον για το φαγητό και τη διασκέδαση. το Χαλάνδρι προσφέρει –όχι μόνο στην περιοχή του κέντρου– εξαιρετικές ευκαιρίες για ψυχαγωγία και διασκέδαση. Ψάξε έναν οδηγό και θα καταλάβεις ή καλύτερα, έλα και θα διαπιστώσεις ιδίοις όμμασι.
Μπορεί ο «Κανάρης» να μην υπάρχει πια στην πλατεία, αλλά πάντα μου θυμίζει το σημείο αυτό την πρώτη γνωριμία με τον κυρ-Αλέκο. απογευματάκι Κυριακής μετά το ποδόσφαιρο. Με τον Ρομαίν Αργυρούδη είχε μακρινή συγγένεια γι’ αυτό συμπαθούσε έκτοτε και τον Ολυμπιακό. Δε μιλήσαμε τότε γι’ αυτό. Με την κόρη του παντρευτήκαμε μετά από δυο χρόνια στον Άγιο Νικόλαο. Για εκείνην και για μένα ήταν κι η κουβέντα μας, για τη σχέση μας, για το μέλλον, για τη νέα μας ζωή. Τα μπλε λεωφορεία ανηφόριζαν ακόμα την Αγίας Παρασκευής κι οι ταξιτζήδες έκαναν πιάτσα μπροστά στην πλατεία. Χαρούμενες παιδικές φωνές ακούγονταν από την παιδική χαρά κι οι γύρω θαμώνες συζητούσαν φωναχτά και χειρονομούσαν για τον Ανδρέα μ' ενθουσιασμό ή έτσι τουλάχιστον νόμιζα.
Η πλατεία και το Χαλάνδρι κι η ζωή ήταν αλλιώς. Όλα άλλαξαν, όλοι αλλάξαμε, άλλα για καλό κι άλλα όχι. Ο χώρος όμως εξακολουθεί να αποπνέει κάτι από το άρωμα και την ευωδιά που τον έχει ποτίσει η ιστορία του και τον έχει ζυμώσει ο ανθρώπινος μόχθος. Αυτή την αίσθηση απολαμβάνω σήμερα όταν βρίσκομαι για έναν καφέ ή κάποιο μεζέ εκεί γύρω στην πλατεία. Δεν ξέρω αν μπορείς να το καταλάβεις, αλλά είμαι σίγουρος, ότι αν βρεθείς εκεί σίγουρα θα το νοιώσεις, ότι αυτή η πλατεία που δεν είναι όμως κι ακριβώς πλατεία με την τυπική έννοια του όρου σου προσφέρει απλόχερα κάτω απ’ τους ίσκιους την αύρα και τη θετική της ενέργεια. Είναι η πλατεία Χαλανδρίου, τελεία.
Τώρα που στα πεζοδρόμια εκεί γύρω θα στηθούν τα προεκλογικά κιόσκια κι οι καρέκλες θα γεμίσουν σιγά – σιγά με τους «συνήθεις ύποπτους» των δημοτικών εκλογών και των κομμάτων, η πλατεία θα πάρει τα χρώματα της επικαιρότητας, θ’ αποχτήσει μιαν άλλη γιορταστική θαρρείς όψη. Φέτος, μάλιστα, θα πέσει και του Αγίου Κωσταντίνου παραμονές εκλογών κι η πολιτική ατμόσφαιρα θα πάρει και κάτι απ’ την κατάνυξη και τη θρησκευτική έξαρση της μέρας. Πανηγύρι, γιορτή ναι! Δίπλα στους πάγκους με τα φυλλάδια συνδυασμών κι υποψηφίων, οι πάγκοι των μικροπωλητών με τα παιχνίδια και τα καλούδια. Για όλα τα γούστα.
Τι εποχές έχουμε ζήσει τέτοιες μέρες σ’ αυτή την πλατεία με τον αείμνηστο τον Πέρκιζα, με τον Κώστα τον Πατακό, με τα άλλα τα «παιδιά» από τα δεξιά ή τ’ αριστερά. Τι αντιπαραθέσεις, τι εντάσεις, αλλά και τι πανηγυρισμούς και χαρές. Με τον καιρό εκτονώθηκαν, προσγειωθήκαμε. Με την οικονομική κρίση αναθεωρήσαμε, απογοητευτήκαμε, θυμώσαμε, χαθήκαμε. Συναντιόμαστε και μοιάζουμε ξένοι. Μέχρι χτες μοιραζόμασταν ιδέες, απόψεις, σχέδια, προτιμήσεις, την ίδια παρέα, το ίδιο τραπέζι. Σήμερα είμαστε μοιρασμένοι. Η πλατεία όμως εξακολουθεί να μας χωράει όλους. Όπου κι αν καθίσεις, ό,τι κι αν προτιμήσεις να πάρεις, με όποια παρέα κι αν επιλέξεις να συναναστραφείς και να διασκεδάσεις, η πλατεία είναι ο κοινός τόπος, μπορεί να γίνει κι ο κοινός προορισμός για αύριο. Η πλατεία μπορεί να μας μαζέψει.
Μπορεί η πλατεία Χαλανδρίου να μην είναι όπως άλλοτε, εντούτοις εξακολουθεί να είναι «η πλατεία» όλων μας, το σημείο αναφοράς μας, κι αυτό μπορεί και πρέπει να μας ενώνει, να μας κινητοποιεί, να μας εμπνέει. Εκεί πρέπει και πάλι να συναντηθούμε. όποια διαδρομή κι αν στο μεταξύ ακολουθήσαμε, απ’ όποιο δρόμο κι αν διαλέξουμε να κατεβούμε. Θα σε βρω στην πλατεία. Κατεβαίνω στο Χαλάνδρι.
Photo: Red Ballon 3

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Πολικό ψύχος.

Βγαίνει ο Σταύρος Θεοδωράκης, λέει πέντε πράγματα, αυτονόητα, κοινότυπα, γνωστά κι αναστατώνεται το σύμπαν. Δηλώσεις, σχόλια, αναρτήσεις και ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ αρχίζει να εισρέει ορμητικό στις δημοσκοπήσεις.
Δεν μπορώ να ξέρω αν είναι περιστασιακό φαινόμενο κι ούτε μ’ ενδιαφέρει –για να πω την αλήθεια– ν’ αναζητήσω τούτη την ώρα κίνητρα ή πιθανές σκοπιμότητες, εκείνο που διαπιστώνω, είναι ότι  ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ έγινε από την πρώτη στιγμή αποδεκτό μ’ ενδιαφέρον και συμπάθεια. Φαίνεται να ξεπετάχτηκε σαν αχτίδα φωτός μέσα στο πολικό ψύχος της πολιτικής βαρυχειμωνιάς. Η αμηχανία ή καλύτερα η αντισυμβατική του εμφάνιση δεν προκάλεσε, ούτε προβλημάτισε το πλήθος των ανώνυμων που την παρακολούθησαν ή την πληροφορήθηκαν, αντίθετα έδινε μια αίσθηση απελευθέρωσης και οικειότητας, έναν τόνο αυθορμητισμού και αυθεντικότητας.
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, με λίγα λόγια –κι αυτά με πολλές γενικότητες– αποστόμωσε τους πολυλογάδες, τους φλύαρους και τους αμετροεπείς των κομμάτων, έκανε το κατεστημένο κομματικό σύστημα να φαντάζει τόσο μπαγιάτικο και ξεπερασμένο, τόσο φθαρμένο και γέρικο. Η παρουσία και μόνο, η λιτή εμφάνιση, επισκίασε τους ογκόλιθους της πολιτικής ευθύνης και τους βράχους της πολιτικής ηθικής. Δεν είναι τυχαίες οι επιθέσεις κι η προσπάθεια απαξίωσης κι ευτελισμού που του επεφύλαξαν, πολλοί –αν όχι όλοι– από τους «επαΐοντες» της κατεστημένης πολιτικής, της δημοσιογραφίας, των μέσων και των «μέσων».
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ «έπιασε το σφυγμό του κόσμου», ικανοποίησε κατ’ αρχήν την ανάγκη του για ανανέωση, για φρεσκάδα, για μια άλλη «εικόνα» της πολιτικής. Ζέστανε παγωμένες από το πολιτικό ψύχος καρδιές, έκανε κάποιες άλλες να χτυπήσουν με συμπάθεια κι ενδιαφέρον ξανά –ή για πρώτη φορά– για την πολιτική, σίγουρα όμως καρδιοχτύπησε κι εξακολουθεί να καρδιοχτυπά όλους τους αμετανόητα βολεμένους του κομματικού κατεστημένου.
Έκανε αυτό που δεν μπόρεσε να πετύχει μέχρι τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο Σταύρος Θεοδωράκης με την αδεξιότητα και την αμεσότητά του κατόρθωσε να κερδίσει με την πρώτη του εμφάνιση, εκείνο που επιτηδευμένα κι επίμονα δεν μπορεί ν’ αξιοποιήσει επί δύο χρόνια ο Αλέξης Τσίπρας, παρά την ανοχή της κοινωνίας, την αποδοχή της. Ασφαλώς οι διαφορές μεταξύ τους είναι μεγάλες, αλλά το περιβάλλον είναι το ίδιο, οι ανάγκες της κοινωνίας εξακολουθούν να είναι πιεστικές, οι περιρρέουσα ατμόσφαιρα κάθε άλλο παρά έχει αλλάξει από το ξέσπασμα της κρίσης.
Αυτό, λοιπόν, που απογείωσε με το «καλημέρα» ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, που παραμένει καθηλωμένος μετά το ξεπέταγμά του τις εκλογές του 2012 αδυνατώντας ν’ αναπτύξει δυναμική, είναι ότι ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ έδωσε την αίσθηση του καινούργιου, του άφθαρτου, του φρέσκου. Ο Σταύρος Θεοδωράκης με την κίνηση και τα λεγόμενά του και δίχως να λέει κάτι καινούργιο ή ρηξικέλευθο, θα δείχνει νεότατος αν σταθεί πλάι στο νεαρό Αλέξη Τσίπρα, που μόλις ανοίξει το στόμα του και σηκώσει ψηλά τα χέρια, νομίζεις ότι γυρίζεις σε άλλη εποχή, σ’ ένα παρελθόν –σημαντικό μεν– αλλά οριστικά κι αμετάκλητα ξεπερασμένο, αισθάνεσαι να βαραίνει τους ώμους σου το βάρος μισού αιώνα.
Η λέξη «ελπίδα» λείπει απ’ το λεξιλόγιο του ΣΥΡΙΖΑ. Δυο χρόνια τώρα ποντάρει όλο του το πολιτικό κεφάλαιο στην απογοήτευση και την δυσαρέσκεια της κοινωνίας. Τρέφει και τρέφεται απ’ τη λαϊκή αγανάκτηση, την απελπισία και την οργή. Συντηρεί με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία όλη του την πολιτική επιχειρηματολογία σε μια αυταπάτη, σ’ ένα ψέμα, ότι είναι δυνατόν, δηλαδή, όλα να ξαναγίνουν όπως ήταν πριν, χωρίς όριο, χωρίς ευθύνη, χωρίς κόστος. Η χροιά της αποστροφής κι υποψία του μίσους προς τους πολιτικούς αντιπάλους καραδοκούν –άλλοτε διακριτικά κι άλλοτε απροκάλυπτα– πίσω από τον πολιτικό του λόγο. Απευθύνεται στο θυμικό ή και στα ένστικτα του λαού στοχοποιώντας πρόσωπα κι όχι συμπεριφορές, θεσμούς κι όχι συμφέροντα.
Στην κοσμογονία που είναι αναγκαίο να συντελεστεί για την ανασυγκρότηση, αλλά προ παντός για τη σωτηρία της χώρας, δηλώνει επιδεικτικά «απών», αρκούμενος στην αλαζονική, όσο κι επικίνδυνη, δήλωση, ότι αρνείται κι απορρίπτει τα πάντα. Επιτρέπει στις δυνάμεις της συντήρησης και της στασιμότητας να διαμορφώνουν κατά το δοκούν την ατζέντα της πολιτικής επικαιρότητας, περιοριζόμενος σε κραυγές, καταγγελίες και διαμαρτυρίες, εγκλωβισμένος στην «αντιμνημονιακή» του ρητορεία, δίχως άλλη πρόταση, δίχως προοπτική, δίχως όραμα. Ανέχεται στο όνομα της εσωκομματικής του πολυφωνίας να καλλιεργείται η σύγχυση, η συσκότιση, η παραπλάνηση της κοινής γνώμης. Σκιαμαχεί κι αναλώνεται σε ανέξοδες μικροκομματικές αντιπαραθέσεις περιοριζόμενος φιλάρεσκα στα στενά πλαίσια του νεόκοπου διπολισμού. Επιμένει να συντηρεί στην κατάψυξη ξεπερασμένα τσιτάτα και αφορισμούς, αντί να σπάσει τον πάγο μεταξύ πολιτών και πολιτικής και ν’ ανοίξει νέους ορίζοντες και προοπτικές για τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα.
Αν η κίνηση των 58 κι όλες οι διεργασίες που εξελίσσονται στο χώρο της κεντροαριστεράς, συναντούν την αποδοχή κι έχουν απήχηση σε σημαντικά τμήματα του κατακερματισμένου μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και την αδυναμία της ΔΗΜΑΡ χώρου, αλλά, προ παντός, αν ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ συναντήθηκε με το κοινό αίσθημα και κέρδισε τόσο σύντομα, αν όχι την αποδοχή, τουλάχιστον τη συμπάθεια και την προσοχή του, οφείλονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αδυναμία και τη μέχρι τώρα πολιτική ανεπάρκεια του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο χώρος της κεντροαριστεράς, ο κεντρώος μετριοπαθής χώρος, δεν έχει κερδηθεί από τον Αλέξη Τσίπρα και γι’ αυτό δεν φταίνε ούτε τα συμφέροντα, ούτε τα ρουσφέτια, ούτε, πολύ περισσότερο, οι 58 ή ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ. Φταίει ο ξεπερασμένος πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ, φταίει η γερασμένη ματιά του προς το παρελθόν, φταίει η προβλέψιμη και δοκιμασμένη του πρακτική και συμπεριφορά.
Στα απολειφάδια του ΠΑΣΟΚ, αλλά και στις διακηρύξεις και τα οράματά του, πολλοί επένδυσαν κι επενδύουν, αλλά ο λαός κι η κοινωνία αναζητούν πλέον κάτι σύγχρονο, πιο ρεαλιστικό, έστω κι αν δεν είναι καινούργιο, κάτι όμως που ν’ αποπνέει φρεσκάδα, ζωντάνια, ελπίδα. Η κοινωνία θέλει όσο τίποτε άλλο μετά από τέσσερα χρόνια μέσα στην κρίση και την ανασφάλεια να ξανασταθεί στα πόδια της και να κοιτάξει μπροστά, να κλείσει, όχι μόνο τους λογαριασμούς, αλλά και τις πληγές του παρελθόντος.
Η διατήρηση του πολικού ψύχους στη σχέση μεταξύ κομμάτων και πολιτών παγώνει τη δημοκρατία, απονεκρώνει τα κοινωνικά αντανακλαστικά, βαθαίνει το σκοτάδι του φασισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί ν’ αποφεύγει –ή ν’ αδυνατεί– ως τώρα να πρωταγωνιστήσει στο ρόλο του καταλύτη για την αναθέρμανση και την αναζωογόνηση της σχέσης αυτής, αλλά εκείνο που αρχίζει πια να διαφαίνεται, είναι ότι οι εξελίξεις που κυοφορούνται στο χώρο της κεντροαριστεράς αποτελούν την κρίσιμη θρυαλλίδα προς την κατεύθυνση αυτή.
Μπορεί τους 58 ή ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ να τους παρασύρει αργά ή γρήγορα ο ρους της ιστορίας, αλλά την ελπίδα και το αίσθημα αυτοσυντήρησης της κοινωνίας δεν την πήρε ακόμα –ευτυχώς– κανένα ποτάμι.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Να το πάρει ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ;


Πολλοί ξαφνιάζονται με την τόλμη, το θράσος, το θάρρος ή τη γραφικότητα του Σταύρου Θεοδωράκη. Καθένας από την πλευρά και με την οπτική του γωνία, καθείς με τις αντιλήψεις, τα πιστεύω και τις κοσμοθεωρίες του, τοποθετείται κρίνει, συγκρίνει, επικρίνει και προσπαθεί να διακρίνει ανάμεσα στις πρώτες στροφές που φέρνει μετά το ξεκίνημά του το ΠΟΤΑΜΙ, προθέσεις, κίνητρα, σκοπιμότητες, αλήθειες και ψέματα.

Δεν θα μπορούσε όμως να είναι λιγότερο συνεπής με αυτά που από χρόνια κουβαλάει στο δισάκι του –κι όχι μόνο στο σακίδιό του. Ο Σταύρος Θεοδωράκης ποτέ δεν έπαψε ν’ αποκαλύπτει και ν’ αποκαλύπτεται μπροστά στο κοινό του, είτε αναγνώστες το αποτελούσαν, είτε ακροατές ή τηλεθεατές. Είχε το χάρισμα της αμεσότητας και της ευκρίνειας. Της ευκρίνειας –πρόσεξε τη λέξη– που έκανε τις λέξεις να μιλάνε το νόημα τους, αλλά ταυτόχρονα και να ηχούν δίχως παράσιτα και μικροφωνισμούς. Όπως, λόγου χάρη, μπορείς ν’ ακούσεις το ποτάμι να κυλά ανάμεσα σε πέτρες και χώματα, ξερόκλαδα και κορμούς δέντρων, όπως το ακούς να πέφτει με παφλασμό από ψηλά, ν’ αφρίζει κι ύστερα από λίγο να ηρεμεί ρέοντας και πάλι με μεγαλοπρέπεια ή ορμή.

Έκανε και τους συνομιλητές του να μιλούν, είτε σιωπούσαν, είτε χαμογελούσαν, είτε έσερναν αμήχανα τα εεεεεεεε και τα ααααααα. Επώνυμοι και ανώνυμοι είχαν κάτι να προσθέσουν –πρόσεξε το ρήμα– σ’ αυτά που ήξερες, που νόμιζες, που φανταζόσουν. Μέσα σ’ αυτές τις στιχομυθίες, μεταξύ της παύσης και του βλέμματος, κάπου δηλαδή ανάμεσα σ’ ερώτηση κι απάντηση, ο Σταύρος Θεοδωράκης έβρισκε τρόπο να τρυπώνει κάτι απ’ τον εαυτό του, να τοποθετεί μια ψηφίδα από την ψυχή του, κάτι από το ίδιο του το ΠΟΤΑΜΙ. Κατά έναν παράξενο τρόπο –αν τον παρακολουθούσες κάπως προσεχτικά– εύκολα μπορούσες να διακρίνεις ανάμεσα στις λέξεις, τις προτάσεις, τις άνω τελείες και τα ερωτηματικά, δικές σου σκέψεις, δικές σου απορίες, δικά σου ερωτηματικά και προβληματισμούς.

Το ΠΟΤΑΜΙ, λοιπόν, πιστεύω πως είναι για τον Σταύρο Θεοδωράκη «μία άγραφη ζώνη», ένας λευκός αχαρτογράφητος χώρος, μια πρόκληση για ένα βήμα μπροστά –ή στο κενό, θα δείξει– αφού, οι «λευκές κόλλες» δεν του άρεσαν από την εποχή που ήταν ακόμα μαθητής. Όπως δεν του άρεσαν κι οι αναβολές. Έτσι έχει γράψει πριν από αρκετά χρόνια, τότε που οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές είχαν διάθεση για εξομολογήσεις, για αληθινές εξομολογήσεις, πριν αυτές γίνουν «τίτλοι στην άνω δεξιά γωνία» κάποιας εφημερίδας. Τότε που τα συνθήματα από τα μπαλκόνια ήταν πιο εύκολα, πιο πιασάρικα, πιο λαοπλάνα. Ούτε αυτά τον συνάρπαζαν, ούτε και τα συνθήματα στις θύρες των γηπέδων. Η ματιά του έπεφτε λοξά, όχι λοξή –πρόσεξε τη λέξη– και με μια δόση συμπάθειας στο «πέταλο», στους αντιπάλους. Τότε ακόμα έμπαιναν κι αντίπαλοι στις έδρες.

«Ήμουν λίγο και με τους αντιπάλους» αισθάνθηκε την ανάγκη να εξομολογηθεί. Ήξερε –ή έμαθε ίσως– να μπαίνει στη θέση του άλλου. Καταλάβαινε πώς αισθανόταν, πού «πόναγε», τι λαχταρούσε, τι ήθελε. «Εμπάθεια» τη λέει η πολιτική επιστήμη αυτή τη διαδικασία, το να μπορείς, δηλαδή, να μπαίνεις στη θέση, να καταλαβαίνεις τον άλλο. Ο Σταύρος Θεοδωράκης το είχε γράψει κι αυτό από τότε. Με τα χρόνια, μέσα από τόσες ανθρώπινες ιστορίες, μετά από τόσες μέρες και νύχτες εξομολογήσεων, μετά από τόσο σκάλισμα στα σκοτεινά, ανάμεσα στις πέτρες των τεράστιων τοίχων του δικού του καφενείου, ξεθάρρεψε. Διάβαζε τα σημάδια. Διάβαζε τους ανθρώπους.

Κάτι απ’ όλα αυτά ή κι όλα αυτά ίσως είναι ο Σταύρος Θεοδωράκης. Αν θες το πιστεύεις, αν όχι, καλή καρδιά. Δεν νομίζω να περιμένει τίποτε περισσότερο. Έτσι το αισθάνεται, έτσι το κάνει. Απλώς, σ’ αυτές τις εποχές που κάθε άλλο παρά, η λευκή κορνίζα, το άγραφο περιθώριο στις ιστορίες των ανθρώπων γεμίζει με σωστούς τίτλους, πρέπει να προσπαθήσεις πολύ για να βρεις όχι τις σωστές απαντήσεις, αλλά τις σωστές ερωτήσεις. Ποια μπορεί να είναι άλλωστε η σωστή απάντηση σε μια λάθος ερώτηση; «Ανέκαθεν οι δημοσιογράφοι είχαν αυτό το προνόμιο. Να ακούνε τον έναν και να μην ακούνε τον άλλο. Να βλέπουν τη μια μεριά και να αγνοούν την άλλη». Κι αν δεν ξέρεις, συνήθως υπάρχει κάποιος πρόθυμος για να σε βγάλει απ’ το αδιέξοδο ρωτώντας σε: Να το πάρει το ποτάμι;

Ποτάμι με ποτάμι –αν δεν το έχεις καταλάβει ακόμα, το διαισθάνεσαι πια– έχει μεγάλη διαφορά. Γι’ αυτό θέλει προσπάθεια πολύ και προσοχή μεγάλη το ναι ή το όχι, που θ' απαντήσεις. Μπορεί στο Σταύρο Θεοδωράκη να μην άρεσαν τα σχολικά βιβλία και να το 'χει εξομολογηθεί από χρόνια, αλλά ο Θεός να μας φυλάει από κάποια... σιγανά ποτάμια των ολομελειών, των μεταπτυχιακών και των αμφιθεάτρων.

Σ.Σ.: Τα αποσπάσματα κι η ιδέα αντλήθηκαν από τον πρόλογο του εξαντλημένου πλέον βιβλίου του Σταύρου Θεοδωράκη «Εξομολογήσεις Πρωταγωνιστών» από τις εκδόσεις «ΠΟΤΑΜΟΣ» –πρόσεξε τη λέξη!– του 2002. (Η εικόνα από το οπισθόφυλλο).