Τα ερωτήματα μπορεί να μοιάζουν ρητορικά, αλλά επί της ουσίας είναι πέρα για πέρα εύλογα και ζητούν επιτακτικά απαντήσεις. Ο λόγος;
«Σε απεργία διαρκείας κατεβαίνουν από αύριο (σ.σ. Δευτέρα 28/4) οι παραγωγοί και οι πωλητές λαϊκών αγορών, κλείνοντας τις λαϊκές όλης της χώρας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το νομοσχέδιο, που προωθείται από το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας… του οποίου διατάξεις και άρθρα εκτιμάται από τον κλάδο ότι “απειλούν με διάλυση 50.000 οικογένειες, εξυπηρετώντας στο έπακρο τα μεγάλα συμφέροντα”».
Ήταν που ήταν περιορισμένος ο χρόνος μέχρι τις εκλογές, ήταν που συνέπιπτε και με την περίοδο των εορτών του Πάσχα, ήρθε κι αυτή η απεργία κι αποτέλειωσε όλον τον επικοινωνιακό σχεδιασμό χιλιάδων υποψηφίων των επικείμενων τριπλών εκλογών για την τοπική αυτοδιοίκηση και το Ευρωκοινοβούλιο.
Πέρα από αστεϊσμούς, είναι γεγονός, ότι οι λαϊκές αγορές έχουν εξελιχθεί από χρόνια σαν ιδανικοί τόποι συνάντησης υποψηφίων και πολιτών κατά τις προεκλογικές περιόδους. Η καθορισμένη ημέρα, ο προσδιορισμένος χώρος κι η κατά κανόνα μαζική προσέλευση για την προμήθεια των απαραίτητων αγαθών πολυάριθμων πολιτών, αποτελούν τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε οι λαϊκές αγορές να καθιερωθούν συν τω χρόνω σαν ένας εκ των ων ουκ άνευ τόπος προώθησης πολιτικών μηνυμάτων, προεκλογικού αγώνα κι επικοινωνίας.
Προφανώς, οι υπεύθυνοι των κομμάτων και των παρατάξεων θα έχουν διαπιστώσει ότι αυτού του τύπου η επαφή με τον κόσμο, ανάμεσα στις ντομάτες Τουρκίας και τον άνηθο Κύπρου, τις πατάτες Αιγύπτου και τα λεμόνια Ουρουγουάης, είναι περισσότερο εύκολο να καρποφορήσει κι ο πολιτικός λόγος και να ανθήσει η μαραζωμένη σχέση πολιτών και πολιτικής. Μάλλον, εκτιμάται, ότι οι πολυάριθμες νοικοκυρές κι οι ηλικιωμένοι συνταξιούχοι, που κατά το πλείστον επιλέγουν τις λαϊκές, είτε από συνήθεια ή ανάγκη, είτε από ευκολία, για τα ψώνια της εβδομάδας, αποτελούν πρόσφορο «κοινό» για να κοινοποιήσουν και να γνωστοποιήσουν τις απόψεις και την παρουσία τους.
Υποψήφιοι που κάποιοι απ’ αυτούς δεν έχουν ιδέα ούτε πόσο κάνει ένα ματσάκι μαϊντανός, συνωστίζονται κουστουμαρισμένοι δίπλα στους μαϊντανούς και τους άνηθους, προσπαθώντας να πείσουν για τις ιδέες και τις αγνές τους προθέσεις. Γραφικότεροι από πολλούς γραφικούς πωλητές, που πίσω απ’ τους πάγκους διαλαλούν με ευρηματικούς –ομολογουμένως– πολλές φορές τρόπους την πραμάτεια τους, ελίσσονται ανάμεσα σε «καροτσάκια» ακολουθώντας με επιμονή πάνω-κάτω το διαρκώς μετακινούμενο «ρεύμα».
Πολύχρωμα φυλλάδια με φυσιογνωμίες άγνωστες στους περισσότερους πολίτες, πλην όμως πάντα γελαστές, αλλά και ομάδες αγνώστων διεκδικούν με πείσμα και προφανή διάθεση ανταγωνισμού, να προσελκύσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον. Επινοούν, εφευρίσκουν, τολμούν, εξαντλούν την επιμονή τους, αλλά κάποτε-κάποτε και την υπομονή του κόσμου. Υπομένουν τη σκληρή κριτική, δέχονται τις επικρίσεις, σιωπούν στις επιθέσεις, γνωρίζουν πως η αντιπαράθεση τούτη την ώρα είναι ότι χειρότερο και καταστροφικό. Είναι οι υποψήφιοι.
Α! Υπάρχουν κι οι μοναχικοί –όχι καβαλάρηδες– εκείνοι που «δουλεύουν» καλύτερα μόνοι και ξεκομμένοι απ’ την ανωνυμία της ομάδας, απ’ το απρόσωπο του γκρουπ. Εκείνοι που μπορούν να ξεμοναχιάζουν, να υπόσχονται, να εκλιπαρούν. Εκείνοι που είναι αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα –πάντα με πρόσχημα το καλό του τόπου, του Δήμου, της χώρας κ.ο.κ.– προκειμένου να πιέσουν, πείσουν, να επιτύχουν. Τα τέσσερα –μέχρι τώρα– χρόνια ως τις επόμενες εκλογές έχει αποδειχθεί όπως φαίνεται είναι ικανός χρόνος για να ξεχαστεί απ’ τους περισσότερους ψηφοφόρους, ότι οι πιο πολλοί απ’ αυτούς ήταν παντελώς άφαντοι κι απόντες απ’ τις γειτονιές και τα προβλήματά τους κι όχι μόνο πόσο κάνει ο μαϊντανός δεν γνώριζαν, αλλά και κατά πού πέφτει ο δρόμος που γίνεται κάθε εξάμηνο η λαϊκή.
Το τι θα πράξουν αυτές τις μέρες της απεργίας όλοι οι ενδιαφερόμενοι υποψήφιοι και πώς θ’ αναπληρώσουν τη «χασούρα» από την έλλειψη λαϊκών δεν το γνωρίζω. Αυτό που ξέρω και όσο με αφορά, λαϊκή θα πάω –όταν μπορέσω φυσικά– για να ψωνίσω φρούτα και λαχανικά. Η λαϊκή, όσο κι αν έχουν αλλοιωθεί τα χαρακτηριστικά της, εξακολουθεί ν’ αποτελεί πέρα από παζάρι κι αλισβερίσι, ένα χώρο ανθρώπινης επικοινωνίας και ψυχικής εκτόνωσης, μια αγορά και μια ευκαιρία για τους γείτονες βγαίνοντας απ’ το σπίτι ν’ ανταμώσουν, να πουν τα δικά τους, να ανανεώσουν τα νέα τους, να έρθουν σ’ επαφή μεταξύ τους. Το σέβομαι και δεν προτίθεμαι να διαταράξω τις συνήθειες των γειτόνων εμφανιζόμενος –όπως άλλοι– από το πουθενά σαν… ξυλάγγουρο ενόψει των δημοτικών εκλογών.
Οι περισσότεροι γνωστοί κι οι γείτονες με γνωρίζουν, δεν περιμένουν να με μάθουν απ’ τη λαϊκή. Τα έχουμε πει και τα λέμε τόσες και τόσες φορές αλλού. Τους σέβομαι, λοιπόν, κι είμαι βέβαιος, ότι το εκτιμούν.