Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Μια γυναίκα μπορεί.


Θέλω γυναίκα. Το πιο βολικό και εύκολο, βέβαια, θα ήταν να ρίξω κι εγώ ένα – δυο ονόματα στη συζήτηση, έτσι κι αλλιώς και δεν κοστίζει τίποτα και η προεδρολογία έχει ξεκινήσει ήδη. Ναι, περί του νέου προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας πρόκειται, που λες και λύσαμε όλα τ' άλλα τρέχοντα και φλέγοντα θέματά μας, σπεύδουμε τώρα ένα εξάμηνο σχεδόν πριν τις συνταγματικά προβλεπόμενες προθεσμίες, να προτείνουμε και να εκφράζουμε απόψεις για τον έναν και για τον άλλον.
Οι πρώτες αψιμαχίες άρχισαν από μέρες με αφορμή ονόματα που γράφτηκαν ή ακούστηκαν, αλλά και σχετικά με τις απόψεις που δημοσιοποιήθηκαν για το προφίλ, τις ικανότητες ή την πολιτική προέλευση του κατάλληλου υποψήφιου. Εγώ, λοιπόν, δίχως να έχω κάποιο πρόσωπο στο μυαλό μου -γι' αυτό ορκίζομαι και στο όνομα του Θεού και στο όνομα του λαού- προτιμώ ο επόμενος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας να είναι γυναίκα.
Σέβομαι τις απόψεις που διατυπώθηκαν, σέβομαι και τιμώ τον Πρόεδρο, σέβομαι τους προκατόχους του, έφτασε η ώρα όμως νομίζω να προσεγγίσουμε τον θεσμό με μιαν άλλη οπτική, μ' ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα, κάτω από άλλο πολιτικό πρίσμα. Κατά τη γνώμη μου κι επειδή στις μέρες μας πολλές ευκαιρίες, πολιτικές ευκαιρίες, «καίγονται» και καταναλώνονται σ' ένα ανούσιο, ανεύθυνο κι επικίνδυνο παιχνίδι επικοινωνίας και από την πλευρά της κυβέρνησης κι από τη μεριά της αντιπολίτευσης, η εκλογή του Προέδρου προσφέρει μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε στην προκειμένη περίπτωση η πολιτική να εκτοπίσει την παραπολιτική, τις παραφυάδες και τα φερέφωνά της.
Μια γυναίκα που θα κληθεί να υπηρετήσει τη χώρα από το ύπατο πολιτειακό αξίωμα μπορεί να συμβολίσει κατ' αρχήν την πολιτική και κοινωνική ενότητα και συνεννόηση. Μπορεί να συμβολίσει την ισότητα, την ανεκτικότητα, το μέτρο. Μπορεί να συμβολίσει την εμπιστοσύνη στο νέο, τη βεβαιότητα για το παρόν και τη σιγουριά για το μέλλον. Μια γυναίκα Πρόεδρος στην παρούσα συγκυρία μπορεί να σηματοδοτήσει την υπομονή, την επιμονή, την αλληλεγγύη, την ελπίδα. Μπορεί να σημάνει τη συνδιαλλαγή και τη διαλλακτικότητα, τη σύνεση και τη σύνθεση, την ομορφιά και το φως. Μπορεί να εμπνεύσει σε κοινές ιδέες, να ενώσει σε κοινούς στόχους, να κινητοποιήσει σε κοινές προσπάθειες.
Θα πεις -και με το δίκιο σου- «Καλά, μόνο μια γυναίκα μπορεί να πετύχει τα παραπάνω, που ενδεχομένως είναι και τόσο κοινότυπα;» Όχι! Ασφαλώς, όχι! Μια γυναίκα όμως νομίζω θα μπορέσει με την παρουσία της απ' αυτή τη θέση στα δημόσια πράγματα του τόπου να εκπέμψει, πέρα από ένα σαφές μήνυμα για τη διάθεση αλλαγής νοοτροπίας του πολιτικού κατεστημένου και της χώρας, και τη διάθεση υπέρβασης αντιλήψεων, αγκυλώσεων, στερεότυπων. «Θα σπάσει αυγά», θα σου έλεγα, αν ο όρος αυτός μπορεί να δώσει μια ιδέα της σκέψης μου.
Μια γυναίκα, με δυναμισμό, με άποψη, με γνώση του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι σε Ελλάδα κι εξωτερικό, με πολιτική συγκρότηση και ιδεολογικό προσανατολισμό, με εσωτερική ομορφιά κι εξωτερική λάμψη -όχι λαμπερή κατ' ανάγκη, με προσόντα όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε στη χώρα μας (γλώσσες, πτυχία και τα τοιαύτα), αλλά προπαντός με γνώσεις επαγγελματικές και ικανότητες επικοινωνίας. Μια γυναίκα πρώτη πολίτης της χώρας για να φωτίσει τη μουντή πολιτική καθημερινότητα και να ταρακουνήσει το ανδροκρατούμενο πολιτικό κατεστημένο. Μια γυναίκα στον αντίποδα των γηραιών συνταξιούχων πολιτικών προκατόχων της. Μια γυναίκα για το Προεδρικό Μέγαρο και για όλες τις δουλειές της χώρας.
«Καλά, τι μας λες;» θα ειρωνευτεί ίσως κάποιος άλλος, «αφού ο Πρόεδρος είναι τύποις, κουμάντο κάνει ο Πρωθυπουργός». Δεν είναι το στενά θεωρούμενο κουμάντο το ζητούμενο. Ζητούμενο είναι η ευκαιρία της υπέρβασης. Ζητούμενο είναι να προωθηθεί μια αλλαγή στη μέχρι σήμερα πεπατημένη της Προεδρικής εκλογής. Ζητούμενο είναι να δείξουν εκείνοι που ενδιαφέρονται -αν υπάρχουν φυσικά- ότι ο σεβασμός στους θεσμούς έχει πρωτεύουσα σημασία για τη λειτουργία του πολιτεύματος, ότι η συγκυρία προσφέρεται για να πραγματοποιηθεί μια θεαματική στροφή στα ως τώρα πολιτικά δρώμενα με γνώμονα την ανανέωση και την προοπτική και κριτήριο την κοινωνική συνοχή, την καταδίκη των όποιων διακρίσεων και την εμπέδωση της ελπίδας.
«Και η πορεία της χώρας;» θ' αναρωτιέσαι -είμαι βέβαιος. Κι αν μεν ανήκεις στην πλευρά του κυβερνητικού σχήματος, στο μυαλό σου έχεις το ρίσκο των βουλευτικών εκλογών σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής της υποψήφιας από την παρούσα Βουλή. Αν όμως ανήκεις στους αντιπολιτευόμενους και δη στον ΣΥΡΙΖΑ ή τους ΑΝΕΛ, η αγωνία σου θα είναι μην τυχόν και δεν πέσει η κυβέρνηση σε περίπτωση εκλογής της υποψηφίας από την παρούσα Βουλή. Η απάντησή μου είναι απλή, έως βλακείας ίσως απλή:
Στην περίπτωση μιας υποψηφιότητας με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, που θα υπερβαίνει ουσιαστικά τις ως τώρα πολιτικές συνήθειες και συμπεριφορές, αν δεν ευοδωθεί για προφανείς λόγους από την παρούσα Βουλή, θα ολοκληρωθεί μ' επιτυχία από την επόμενη, εφόσον πιστεύω ακράδαντα, ότι σ' αυτή την περίπτωση εκείνος που θα τολμήσει να διατυπώσει την πρόταση για γυναίκα υποψήφια Πρόεδρο, θα επιβραβευθεί και μάλιστα γενναιόδωρα από τη λαϊκή ετυμηγορία.

Οι Έλληνες δεν ξεχνάνε μόνο γρήγορα, είναι και έξυπνοι αλλά κι αγαπησιάρηδες. Εκτός αυτού, στα δύσκολα όλοι θα θέλουμε τη μάνα συμπαραστάτη στο πλευρό μας!

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Ο Γιώργος, ο Ανδρέας (σε παρένθεση) κι οι λοιποί.


Άνυδρη και στέρφα εποχή. Καιροί για λίγα και μέρες για ελάχιστα. Από την εποχή των «παχιών αγελάδων» στην εποχή των «παχιών λόγων». Τα «νέα» χαμένα στα ψιλά και τα παλιά να ζουν και να βασιλεύουν. Με δυο λόγια, χαμένοι στα ελάχιστα, ζώντας σε παλιά ένδοξα βασίλεια με νέους πρωταγωνιστές.

Σιβυλλικά; Διφορούμενα; Ακαταλαβίστικα; Μπορεί. Αυτά δηλαδή που καταλαβαίνουμε λένε περισσότερες αλήθειες; ‘Η μήπως κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε; Ο Κουβέλης πάει –όχι μόνος του– για πρόεδρος κι ο Τσίπρας μέσα σε 100 μέρες θα φέρει και πάλι τη δημοκρατία στον τόπο που γεννήθηκε. Έτσι λέει η πραγματικότητα ή κατά κόσμον reality. ‘Ο,τι περισσεύει θα το κόψουμε κι ό,τι δεν αρέσει θα το καταργήσουμε. Στο μεταξύ ό,τι πιο πρόχειρο κι επιτηδευμένο νομοθετείται κι ό,τι πιο παλιομοδίτικο και συντηρητικό επανέρχεται. Ούτε μία, ούτε δύο, πενήντα ολόκληρες έδρες είναι αυτές. Μικροκομματικά παιχνίδια προς δόξαν του νεοφασισμού και των φερέφωνων, που είδαν σκοτάδι πυκνό και κουρνιαχτό και ξεμύτισαν. Τι ξεμύτισαν, μύτες –κι όχι μόνο– ανοίγουν αβέρτα. ‘Ασε ν’ αρχίσουν οι δίκες και τότε να δεις τι θα πει φόβος.

Α, ρε Γιώργο! Εσύ φταις για όλα! Αντί να τα πάρεις όλα παραμάζωμα και να σαρώσεις τα παλιά και φθαρμένα, αντί να ηγηθείς μιας πραγματικής μεταπολίτευσης, πήρες παραμάζωμα όλες τις αναφορές και τους πυλώνες του κεντρώου χώρου, της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης και τους έσπειρες στους πέντε ανέμους. Σε μπέρδεψαν; Αλήθεια, τι μπερδεύτηκες; Αν ο Καραμανλής πριν από χρόνια είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου την πιο μεγάλη αλήθεια για το ποιοι κάνουν κουμάντο στον τόπο, αλλά μετά περιορίστηκε να απολαύσει τα σουβλάκια του, εσύ –αφού μπερδεύτηκες που μπερδεύτηκες– που δεν είχες και κανέναν λόγο να κιοτέψεις ή να καθυστερήσεις, τελικά με τις επιλογές και τις αποφάσεις σου βρέθηκες κατευθείαν στο στόμα τους. Σε ξεσκίσανε και τώρα, όπου βρεθούν και σε κάθε ευκαιρία, ξεσκίζουν κι ό,τι έχει απομείνει κι απ’ τα ρετάλια.

Ο γέγοναι, γέγοναι. Έτσι για την Ιστορία το ανέφερα μιας κι οι επετειακές εκδηλώσεις για τα σαράντα πλησιάζουν και θα πέσει και πάλι το γνωστό ξεφωνητό. Εν προκειμένω ίσως ο Καραμανλής να πολιτεύεται με περισσότερη εξυπνάδα στα πίσω έδρανα και πρώτος στην εθνοσωτήριο εφεδρεία –άλλη κι αυτή μεγάλη αλήθεια της εποχής.

Στο δια ταύτα, χρόνια τώρα, διαπιστώνουμε ότι «δια ταύτα» δεν υπάρχει. Όλα κινούνται, όπως σιβυλλικά αναφέρθηκε, σε ρυθμούς μεταπολίτευσης –της πραγματικής, του ’74. Ο Τσίπρας μόνο ζιβάγκο δεν έχει φορέσει, ο Σαμαράς προετοιμάζεται για τη μεταμνημονιακή συνταγματική αναθεώρησή του και την εκλογή προέδρου απευθείας απ’ τον λαό κι ο Βενιζέλος παριστάνει κάτι μεταξύ Γιάγκου Πεσματζόγλου και Γεωργίου Μαύρου. Όποιοι –λένε κάποιοι– μας έφεραν σ’ αυτό το χάλι ζουν και βασιλεύουν και μας κυβερνούν. Όλοι αυτοί οι «κάποιοι», όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν εδώ, ήταν διαρκώς σε κάποιους δρόμους για να καταγγέλλουν τους προϋπολογισμούς λιτότητας και το ξήλωμα του κοινωνικού κράτους. Τότε δεν είχαμε βλέπεις χούντα. Τη χούντα την είχε ρίξει με τους μαζικούς του αγώνες ο λαός.

Ο λαός! Αυτός ο υπέροχος λαός, που δέχεται αυτής την ποιότητα τη δωρεάν παιδεία –υγεία, περίθαλψη κ.λπ.– αλλά απεργεί για να μην αξιολογούνται π.χ. οι εκπαιδευτικοί ή μάλλον –για να πούμε και του στραβού ή όποιου άλλου ενδιαφερόμενου το δίκιο– θέμε την αξιολόγηση, αλλά κάπως φλου βρε παιδί μου, κάπως με στόχους και περικοκλάδες και κριτήρια, επιστημονική, φιλολαϊκή, όχι μεροληπτική κι αναποτελεσματική, όχι μνημονιακή. Ο λαός έχει αλάθητο ένστικτο. Ναι, είναι γεγονός. Μόλις δει τα σκούρα κι ότι πρέπει να βάλει πλάτη, την κάνει κανονικά σ’ όποιον δώσει τα περισσότερα. Αυτό λίγο – πολύ δεν έκανε όλα αυτά τα χρόνια; Ναι, αυτά τα χρόνια που κυβέρνησε κάποιο ΠΑΣΟΚ που κανένας πλέον δεν το γνωρίζει, δεν το θέλει κι όποιος το συναναστρέφεται ή το υποστηρίζει να του κοπούν τα χέρια, να πάθει καρκίνο και να πεθάνουν όλα του τα γιδοπρόβατα.

Ανοίγω μια παρένθεση εδώ για να γράψω, ότι ο μόνος που σέβεται και τιμά τον Ανδρέα Παπανδρέου στις μέρες μας είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Τι Παπανδρεϊκοί και πράσιν’ άλογα. Ο Τσίπρας διαμηνύει στους δανειστές, ότι δεν πρόκειται να υπογράψει κανένα μνημόνιο μαζί τους. Το μόνο που ευχαρίστως ίσως υπέγραφε είναι συμβόλαιο με το λαό. Ως τότε κάνει τις πρόβες λαϊκισμού εκείνου του ΠΑΣΟΚ της εποχής του Ανδρέα, που –κατά τα λοιπά– καταγγέλλει. Είπαμε, οι πενήντα έδρες είναι πάρα πολλές κι ας τρίζουν για χάρη τους τα κόκαλα του Παπανδρέου. Κλείνει η παρένθεση.

Άνυδρη εποχή κι ας έχει μπουγελώματα –για καλό σκοπό– και ποτάμια –επίσης με καλές προθέσεις. Τότε το κάρο πώς έχει κολλήσει στη λάσπη, μου λες; Πού είναι οι νέες ιδέες; Πού είναι οι καινοτομίες; Πού είναι η αλήθεια κι η κοινή λογική; Δυστυχώς εκεί που ήταν πάντα. Στα ψιλά. Θαμμένες μέσα στη λάσπη. Τη λάσπη του βολέματος, της αδιαφορίας, της ημιμάθειας, της παραπληροφόρησης και του δήθεν, αλλά και της οργής και της αγανάκτησης πρόσφατα. Τη λάσπη που πάντα ήταν παρούσα, όπως κι ο φασισμός, η μισαλλοδοξία, ο λαϊκισμός ή ο μικροκομματισμός, αλλά και αυτήν κι όλα αυτά κι άλλα τόσα απ’ τα κακά της μοίρας μας, τα έκρυβαν πότε οι επιδοτήσεις, πότε οι διορισμοί, πότε τα πακέτα και τα ΕΣΠΑ, πότε τα πυροτεχνήματα των ολυμπιακών αγώνων και των μεγάλων έργων. «Όλα τα λεφτά, όλα τα κιλά» κι ας ήμασταν με το ένα πόδι έξω απ' τις αγορές.

Σήμερα, ψάχνουμε ηγέτες και πεφωτισμένες ηγεσίες για ν’ αποφύγουμε να κρατηθούμε όλοι μαζί από το χέρι, να λειτουργήσουμε οργανωμένα κι υπεύθυνα ως λαός ενωμένοι κι αποφασισμένοι. Δεν κοιταζόμαστε καν στα μάτια. Καθένας μόνος του κι οι άλλοι «οι απέναντι», «οι άλλοι», «οι αντίπαλοι». Δεν το έχουμε, δυστυχώς. Αναπολούμε το ένδοξο παρελθόν λησμονώντας πόσες και πόσες σελίδες μίσους και διχασμού έχουμε ζήσει, πόσο πόνο, πόση πίκρα, πόση φτώχεια. Επενδύουμε στα στοιχειά της φυλής για πενήντα βουλευτές, χαϊδεύουμε φασίστες για πενήντα βουλευτές. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα κι η σωτηρία της ψυχής είναι μεγάλο πράγμα, αλλά της παράταξης –ως φαίνεται– μεγαλύτερο. Κι ας δίνονται έτσι δικαιώματα στους φασίστες να εξευτελίζουν και τους τριακόσιους όπου βρεθούν κι όπου σταθούν. 

Δύσκολο φθινόπωρο έρχεται και μια βροχή μόνο δεν φτάνει ούτε για να μας δροσίσει, αλλά ούτε και για να μας σώσει. Η λύση δύσκολη, αλλά είναι –και πρέπει να μείνει– στο χέρι μας (και σφάλουν όσοι νομίζουν ότι αν ξεσπάσει η καταιγίδα η ομπρέλα των πενήντα θα μπορέσει να τους προστατεύσει).

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Διακοπτό και θαύματα.


Το Διακοφτό δεν είναι πια όπως το γνώρισα. Η μικρή παραλιακή κωμόπολη στις ακτές του Κορινθιακού μεταξύ Ακράτας και Αιγίου, η γενέτειρα του αλησμόνητου Διονύση Παπαγιαννόπουλου, χάθηκε χρόνο με το χρόνο κάτω από τόνους τσιμέντου. Από τα τέλη του περασμένου αιώνα και σε όλη τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετίας με την κατασκευαστική έκρηξη, με τις εκατοντάδες μεζονέτες που ξεπηδούσαν σαν τα μανιτάρια σε πιθανά και απίθανα σημεία. Στη συνέχεια, τα τελευταία τρία χρόνια, με τα μεγάλα έργα υποδομής που εξελίσσονται τόσο μέσα στον οικιστικό ιστό, όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Δημόσια έργα που αφορούν την κατασκευή της νέας διπλής σιδηροδρομικής γραμμής Κιάτου – Πάτρας και τη νέα εθνική οδό Κορίνθου – Πάτρας.

«Η κατασκευή είναι η ατμομηχανή της οικονομίας» διατείνονται κάποιοι κι ίσως δεν έχουν άδικο. Στο Διακοπτό η ατμομηχανή αυτή προφανώς δεν τροχοδρομούσε ούτε στις ράγες του πασίγνωστου Οδοντωτού, όσο και του -επίσης πασίγνωστου- Ο.Σ.Ε. Παρά τις εκατοντάδες κατασκευές σε οικόπεδα, χωράφια κι αγροκτήματα, δεν ακολουθήθηκαν στοιχειώδεις πολεοδομικοί κανόνες και προϋποθέσεις, ώστε η μικρή κωμόπολη να παρακολουθήσει τον κατασκευαστικό οργασμό και να αξιοποιήσει σε όφελος του συνόλου της τοπικής κοινωνίας την εισροή κεφαλαίων που πραγματοποιήθηκε.

Οι δρόμοι, κρίσιμος παράγοντας για την ανάπτυξη, διατήρησαν -όπου υπήρχαν- τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά τους, τέσσερα μέτρα με το ζόρι. Η οικοδομή φούντωνε, αλλά δεν ασκήθηκαν από τους θεσμοθετημένους φορείς οι κατάλληλες πολιτικές, η αναγκαία πίεση, ώστε να εξασφαλιστεί, η απαραίτητη διαπλάτυνση τουλάχιστον σε κομβικές περιοχές για την ομαλή κυκλοφορία πεζών και τροχοφόρων. Με οδικό δίκτυο που συναρθρώνεται σε δυο κεντρικές οδούς και έναν παραλιακό, μια ολόκληρη κωμόπολη έχτιζε σπίτια κι αναστέναζε τα καλοκαίρια κάτω από το πλήθος των τροχοφόρων που κυκλοφορούσαν και στάθμευαν. ΚΤΕΛ, πούλμαν και οχήματα τροφοδοσίας συνωστίζονταν -εδώ η λέξη ταιριάζει γάντι- στη μοναδική κεντρική οδική αρτηρία, έναν δρόμο πλάτους πέντε-έξι μέτρων και για μια απόσταση 50 περίπου κατά μήκος της αγοράς, μαζί με δεκάδες ΙΧ, μηχανάκια και ποδήλατα, συνθέτοντας -ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες- ένα σουρεαλιστικό σκηνικό οδικής παράνοιας.

Πέρα απ' αυτούς τους δρόμους το οδικό χάος. Ολόκληρα συγκροτήματα οικοδομούνταν και περιοχές συγκέντρωναν ανθρώπους και δραστηριότητες με προφανή τον ελλιπή -αν όχι απόντα- έλεγχο για την τήρηση πολεοδομικών και περιβαλλοντικών όρων και κανόνων. Η ανάπτυξη επέλαυνε καβάλα σε μπετονιέρες και ανατρεπόμενα. Από τη μια στιγμή στην άλλη ο χώρος της οικοδομής κατακλύστηκε από κάθε λογής σχετικούς ή όχι, μηχανικούς, εργολάβους, κατασκευαστές. Η χαρά των αλλοδαπών που χρόνο με το χρόνο κέρδιζαν όχι μόνο σε θέσεις εργασίας στα συνεργεία, αλλά και ικανοποιητικά εισοδήματα για να ριζώσουν και να προκόψουν στην περιοχή. Οι καλλιέργειες ξινών, ελιάς, αμπελιών σε πολλές περιπτώσεις εγκαταλείφθηκαν στο έλεος του Θεού. Όπου ο Θεός έδειχνε το έλεός του ξεφύτρωναν κάποια σπίτια, κάποιες φορές μερικά απ' αυτά και εντελώς αυθαίρετα λίγα μέτρα απ' την παραλία.

Τα χρόνια του «Καποδίστρια», που το Διακοφτό απολάμβανε την αίγλη της έδρας του Δήμου, πραγματοποιήθηκαν σημαντικά έργα, όπως οι σωληνώσεις για την ύδρευση, ο ηλεκτροφωτισμός δημόσιων δρόμων, βελτίωση των ρείθρων του παραλιακού με μέτωπο προς τη θάλασσα. Τα έργα αυτά σήμερα τα «έχει πάρει και τα έχει σηκώσει» κυριολεκτικά η θάλασσα. Οι σωληνώσεις κάπου βρίσκονται θαμμένες, αφού έμειναν μερικά χρόνια να εξέχουν ξεχασμένες σε γωνιές των κεντρικών δρόμων. Το έργο ύδρευσης ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Ο φωτισμός της παραλίας, μαζί και τα κράσπεδα και μερικές χιλιάδες(;) ευρώ κρέμονται μισογκρεμισμένα πάνω απ' τα κύματα, αγωνιώντας σε ποια κακοκαιρία θα παρασυρθούν τελικά στο βυθό, παρασέρνοντας μαζί και την εμπιστοσύνη δημοτών και παραθεριστών στο θεσμό και τις δυνατότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Παράλληλα, ενώ η μελέτη κι ο σχεδιασμός για τη νέα σιδηροδρομική γραμμή εξελίσσονταν με γοργούς ρυθμούς, ολόκληρες δημαρχιακές θητείες αναλώθηκαν στη διελκυστίνδα και στη διένεξη αν η χάραξη της γραμμής θ' ακολουθούσε την υφιστάμενη διασχίζοντας την κωμόπολη ή αν θα γινόταν νέα χάραξη προς νότο. Η διαμάχη κράτησε με πρωτοφανές πείσμα κι επιμονή εκ μέρους των αρμοδίων μακριά απ' την όποια φροντίδα και μέριμνα για την επεξεργασία προτάσεων και συμβολή στα σχέδια της ΕΡΓΟΣΕ, εφόσον η χάραξη είχε κριθεί πλέον οριστικά, για τη διεκδίκηση σε όφελος της πόλης των όποιων αντισταθμισμάτων σε υποδομές και βελτιώσεις της υφιστάμενης κατάστασης. Αποσπασματικές ενέργειες, ελλιπής ενημέρωση, παλινωδίες κι εντάσεις, εμπόδισαν να υπάρξει εκ μέρους της τοπικής κοινωνίας η αναγκαία ψυχραιμία για συμβολή στην περαιτέρω εξυπηρέτηση της λειτουργίας της πόλης από τη δημιουργία του μεγάλου αυτού συγκοινωνιακού έργου, που πρόκειται να την φέρει με την ολοκλήρωσή του δίπλα στην Αθήνα και τον Πειραιά και μέσα στην Πάτρα.

Ο «Καλλικράτης» και η οικονομική κρίση έκαναν τα πράγματα δραματικά περίπλοκα και εξαιρετικά δύσκολα, όχι μόνο για το Διακοπτό, αλλά και για όλη την Αιγιάλεια. Τα ήδη υφιστάμενα προβλήματα σε καθέναν από τους προϋπάρχοντες Καποδιστριακούς Δήμους -με πρώτον και καλύτερο τη νέα έδρα του Δήμου, το Αίγιο- πολλαπλασιάστηκαν και οξύνθηκαν. Η αποδιοργάνωση δεν ήταν δυνατόν να καλυφθεί μόνο με φιλότιμες προσπάθειες. Η μη αποδοτική λειτουργία δεν ήταν δυνατόν να εξισορροπηθεί μόνο από τον περιορισμό των υφιστάμενων συλλογικών οργάνων. Οι παθολογίες κι ο ανορθολογισμός ενός αναχρονιστικού συστήματος αναδύθηκαν με το πέρασμα των μηνών κι έγιναν ορατά δια γυμνού οφθαλμού το διάστημα πριν τις εκλογές του περασμένου Μαΐου.

«Της Παναγίας», δεκαπενταύγουστος, και δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί μια λύση, ώστε δημότες και παραθεριστές να μην αναγκαστούν να περάσουν τη χρονιάρα μέρα -όπως κι όλες τις προηγούμενες κι αυτές που θ' ακολουθήσουν ενδεχομένως- δίχως να 'χουν συντροφιά τους πράσινους και μπλε -παρακαλώ- κάδους κρυμμένους πίσω από βουνά σκουπιδιών, κλαδιών κι ό,τι άλλου άχρηστου μπορεί να βάλει ο νους. Η δυσοσμία απ' την ξινίλα των σαπισμένων απορριμμάτων και των πολτοποιημένων και διαλυμένων πλαστικών σακουλών εξαφάνισε στις παραλιακές περιοχές το άρωμα του αντηλιακού, αλλά και την ευωδιά από τη θαλασσινή αύρα. Βρωμιά και δυσοσμία χρονιάρες μέρες, ώστε κάποιοι ν' αδράξουν και πάλι την ευκαιρία ν' αναπολούν δημόσια την «τάξη» και «ασφάλεια» άλλων εποχών. Κάποιοι να εξακολουθούν το πασίγνωστο και ευρέως διαδεδομένο παιχνίδι της επί παντός κριτικής, ενώ κάποιοι άλλοι αρκούνται να περιμένουν ελπίζοντας για μια ακόμα φορά, ότι η νέα διοίκηση του Δήμου που αναλαμβάνει σε λίγες μέρες θα «κάνει το θαύμα της».

Στις μέρες μας -όπως πάντα ίσως- θαύματα μπορεί και κάνει μόνο η Παναγία -μεγάλη η χάρη της. Πόσα θαύματα πια πρέπει να γίνουν για ν' αλλάξει αυτός ο τόπος; Το Διακοπτό είχε πολλές ευκαιρίες στο πέρασμα των χρόνων. Θαύματα μπορούν να κάνουν -όπως παντού- μόνο οι άνθρωποί του με τη συμμετοχή και τη συλλογική τους δράση. Οι φορείς, οι σύλλογοι, οι επαγγελματικές ενώσεις, οι δημότες. Μια άξια δημοτική αρχή μπορεί να σχεδιάσει και να κατευθύνει με έμπνευση και προοπτική, τη διαφορά όμως μόνο οι ίδιοι οι δημότες, οι κάτοικοι μπορούν να την κάνουν.

Καλά τα καφενεία και τα σουβλατζίδικα -που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια- αλλά τα έργα του τρένου όπου να 'ναι θα τελειώσουν και αν δεν έχει καταστρωθεί μέχρι τότε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης του τόπου, αν δεν έχουν τεθεί οι βάσεις για την αξιοποίηση και την επέκταση των δημόσιων υποδομών που δημιουργούνται, για μια ακόμα φορά θα μιλάμε στα ίδια καφενεία για μια ακόμα ευκαιρία που χάθηκε. Θυμάστε; Το ότι το Διακοφτό δεν έγινε πριν πολλές δεκαετίες «μικρό Παρίσι», δεν είναι ευθύνη μόνο ορισμένων, όπως αρέσκεστε οι παλαιότεροι ν' αποστασιοποιείστε απ' τις ευθύνες σας.

Το Διακοπτό έχει όλες τις προϋποθέσεις, λόγω της γεωγραφικής του θέσης και των σημαντικών έργων που εξελίσσονται, να αναπτυχθεί και να γίνει τα επόμενα χρόνια μια σύγχρονη κωμόπολη με λειτουργίες και ανέσεις όλον το χρόνο. Έχει την προίκα του Οδοντωτού, το φυσικό χάρισμα του Βουραϊκού, έχει νέους με ανησυχίες και φιλοδοξίες, επαγγελματίες με όνειρα και διάθεση, ανθρώπους που θέλουν να ζήσουν και να προσφέρουν στον τόπο τους, αλλά και «ξένους» που τον αγάπησαν και ρίζωσαν. Όλες οι προοπτικές σηματοδοτούν ένα ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο μέλλον. Δεν φτάνει αυτό όμως για να γίνει πραγματικότητα, κάποιοι, όλοι, θα πρέπει να το επιθυμούν, να προβληματιστούν και να μιλήσουν γι' αυτό, να το διεκδικήσουν μαζί, γιατί -δυστυχώς ή ευτυχώς- θαύματα στις μέρες μας δεν γίνονται.

Η 1η Σεπτέμβρη σχεδόν έφτασε κι ο Μάης του 2019 απέχει μόλις μια ανάσα. Θα 'ναι κρίμα να ξανασκεφτόμαστε και να ξανασυζητάμε πέντε χρόνια μετά -Θεού θέλοντος και με τη βοήθεια της Μεγαλόχαρης- για τις ευκαιρίες που και πάλι χάθηκαν.

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Το καλοκαίρι μπορεί.


Ο καιρός ή η διάθεση; Η διάθεση ή ο καιρός; Ίσως και τα δυο, ίσως κι οι δίχως κίνηση πρωινοί δρόμοι ή ακόμα – ακόμα τα χαρτιά και τα νάιλον που άφησαν σκόρπια πίσω τους φεύγοντας οι μικροπωλητές γύρω απ’ την εκκλησία της Μεταμόρφωσης. Μπορεί και τα άδεια σκοτεινά γραφεία στη δουλειά. Όλα συμβάλουν το γκρίζο να κυριαρχεί, να γίνεται ευδιάκριτο και ξεκάθαρο. Η βροχή ξεπλένει κάποιες απ’ τις πινελιές του καλοκαιριού, η υγρασία κόβει μερικές απ’ τις ανάσες ξενοιασιάς, η ψύχρα κλείνει παράθυρα και μαζεύει βιαστικά αραχτές σκέψεις κι αδειούχους προβληματισμούς.

Δεν είναι κι απ’ τα καλύτερα το φετινό καλοκαίρι. Πολεμικές επιχειρήσεις που εξελίσσονται σε χώρες της ευρύτερης περιοχής δημιουργώντας χιλιάδες θύματα και πολιτική αστάθεια στο εξωτερικό, νομοθετικές πρωτοβουλίες που κινούνται μεταξύ προχειρότητας και σκοπιμότητας επιτείνοντας το αίσθημα αυταρχισμού κι αυθαιρεσίας μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών στο εσωτερικό. Καθένα ξεχωριστά κι όλα ταυτόχρονα συνθέτουν ένα βαρύ περιβάλλον που επηρεάζουν ούτως ή άλλως τη διάθεση. Αν πλάι σ’ αυτά μπουν και τα ψαλιδισμένα περιθώρια λόγω της οικονομικής κρίσης, η διάχυτη απογοήτευση κι απαισιοδοξία, η περιρρέουσα ανασφάλεια κι επιφυλακτικότητα, να ‘σου ένα παζλ μουντό και στενάχωρο, που μέσα του κάθε καλοκαίρι, αλλά και κάθε εποχή, θ’ ασφυκτιούσε. Γι' αυτό μόνο το καλοκαίρι δεν φταίει.

Η πίκρα δεν ταιριάζει στο καλοκαίρι που έχω συνηθίσει να ‘ναι ολόγλυκο με γεύσεις παγωτού φράουλας και σοκολάτας, με άρωμα βερίκοκου και πεπονιού και με δροσιά θαλασσινής αύρας. Η μελαγχολία δεν του πάει γιατί στο νου μου αντιπροσωπεύει την εποχή της ξενοιασιάς, των διακοπών, του ερωτισμού. Η στεναχώρια δεν του πρέπει γιατί μπορεί να με παρασέρνει σε πολυσέλιδα ταξίδια πλημμυρισμένα περιπέτειες κι αρμύρα, να με συναρπάζει με ολόχρυσα ηλιοβασιλέματα και φεγγαρόφωτα ασημοκεντημένα, να με νανουρίζει πάνω σε ζεστές αμμουδιές νοτισμένες απ’ το κύμα που χαϊδεύουν τρυφερά τις αθώες πατούσες των παιδιών.

Θα έλεγα πως κι η βροχή δεν του πηγαίνει, αλλά το καλοκαίρι θα ξέρει πιο καλά, έτσι νομίζω. Μπορεί οι ξαφνικές του συννεφιές κι οι μπόρες να ανατρέπουν σχέδια, καταστάσεις ή και δεδομένα, αλλά το κάνουν έτσι πιο επιθυμητό, πιο απαραίτητο, πιο ευδιάκριτο. Ο ήλιος μετά τη μπόρα είναι πιο λαμπερός, η ατμόσφαιρα πιο καθαρή, οι μυρωδιές της φύσης πιο ζωντανές, ακόμα κι η υγρασία που κολλάει στο γυμνό κορμί, έχει την πυκνή γλύκα ιδρωμένης ερωτικής αγκαλιάς.

Το καλοκαίρι μπορεί να μας θυμίζει πιο καλά απ’ οποιαδήποτε άλλη εποχή, ότι τίποτε σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι πλέον δεδομένο -ίσως ποτέ και να μην ήτανε κι ας το πιστεύαμε έτσι. Στις εξοχές και τις ακρογιαλιές που συνηθίζουμε ν’ απολαμβάνουμε τις χάρες και τις χαρές του, μια ξαφνική μπόρα ή μια βαριά συννεφιά μπορεί ν’ αναστατώνουν και ν’ ανατρέπουν, αλλά δημιουργούν ταυτόχρονα τη γλυκιά προσμονή, την ελπίδα, ότι το καλοκαίρι είναι εκεί και θα ξανάρθει. 

Το καλοκαίρι ξέρει και μπορεί να μας γεμίζει συναισθήματα, συγκινήσεις, αναμνήσεις, αλλά και να χαρίσει αισιοδοξία και διάθεση για τις άλλες εποχές, για όλες τις εποχές. Το καλοκαίρι έχει τη δύναμη και το φως, προσθέτοντας κι εμείς τη διάθεση και το μεράκι είναι βέβαιο ότι θα διαλυθούν πιο γρήγορα τα σύννεφα.

Όσο κι αν μας βρίσκουν ξαφνικές μπόρες, όσο κι αν επιμένει η συννεφιά, μέσα μας το ξέρουμε, το καλοκαίρι, ο ήλιος, το φως είναι εκεί και μπορούμε να τα ξαναφέρουμε.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Με το γάντι.


Για τα παιδιά στη Γάζα σφαχτήκαμε. Για τα γάντια της Αλεξίου ξεμαλλιαστήκαμε. Για τη χρεοκοπία της Αργεντινής δώσαμε τα ρέστα μας. Άντε να συνεννοηθούμε μετά για τη «μικρή ΔΕΗ», για τη φορολογική μεταρρύθμιση, για τη λειτουργία των πανεπιστημίων. Για την εκλογή Προέδρου, φυσικά, ούτε συζήτηση.

Η πολιτική αντιπαράθεση κι ο δημόσιος πολιτικός λόγος έχουν αποκτήσει τόσο ακραία κι επιθετικά χαρακτηριστικά, ώστε εύλογα η κοινή γνώμη να διαπιστώνει, ότι όλη η επικοινωνία κι ο διάλογος μεταξύ των κομμάτων εξαντλείται μόνο στη δημιουργία της εντύπωσης και την με κάθε τρόπο αποστόμωση των αντιπάλων. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο που ό,τι κάνουν οι κυβερνώντες να είναι απόλυτα λάθος για τους αντιπολιτευόμενους κι ότι προτείνουν οι αντιπολιτευόμενοι να είναι εντελώς λαθεμένο κατά τους κυβερνώντες. Ούτε ξέρω, αν υπάρχει άλλος τόπος στον κόσμο που ανά πάσα στιγμή είναι δυνατόν να δημιουργηθεί τόση ένταση και τόση πόλωση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, ακόμα και για το πλέον ασήμαντο κι επουσιώδες θέμα, ώστε να καταφεύγουν οι αντιπαρατιθέμενοι σε υβριστικούς κι άκρως απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς κι εκφράσεις κατά των αντιπάλων τους.

Κανέναν δεν φαίνεται να ενδιαφέρει η αλήθεια, η τεκμηρίωση, η γνώση ή η ενημέρωση, όλο το ενδιαφέρον κι όλη η προσπάθεια επικεντρώνεται στο ποιος θα ξεστομίσει την μεγαλύτερη εξυπνάδα ή το ποιος θα χρησιμοποιήσει την πιο εντυπωσιακή λέξη. Υπερβολές, αμετροέπειες, ψεύδη και συκοφαντίες, συνοδευόμενα ενίοτε κι από μπόλικο θράσος και αυθάδεια, επιστρατεύονται και χρησιμοποιούνται στον υπερπάντων αγώνα του ποιος θα πει την τελευταία κουβέντα και ποιος θα υπερισχύσει με την ένταση της φωνής.

Οι μεν με το θυμό και με το δίκιο που τους πνίγει εδώ και τέσσερα χρόνια, οι δε με την αλαζονεία και την πλαδαρότητα άλλων εποχών, στήνονται καθημερινά όπου υπάρχουν ακροατήρια και κάμερες και αναλώνουν ώρες επί ωρών και μέρες επί ημερών, με επιδιαιτητές τις περισσότερες των περιπτώσεων δημοσιογράφους, δημοσιογραφίσκους και δημοσιογραφούντες, απέναντι σε ένα πολτοποιημένο και παραζαλισμένο κοινό, σε μια κοινωνία, που -αν δεν τραβάει τα μαλλιά της ή δεν μαλλιοτραβιέται κι αυτή στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης μιμούμενη ή παρακολουθώντας τους «πρώτους διδάξαντες»- μένει άφωνη, αποσβολωμένη κι απογοητευμένη.

Αν έχει χαθεί κάτι τα τέσσερα αυτά χρόνια των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης, είναι ό,τι πολυτιμότερο διαθέταμε, ό,τι πιο σπουδαίο και χρήσιμο για τη συγκυρία κι αυτό δεν είναι μόνο η δανειοληπτική ικανότητα ή η αξιοπιστία της χώρας, ούτε αποκλειστικά οι μισθοί κι οι συντάξεις από τα νοικοκυριά, είναι ο χρόνος. Χάθηκε χρόνος που δεν περίσσευε, ούτε άφηνε περιθώρια για άλλες καθυστερήσεις.

Την αμεριμνησία της διακυβέρνησης μετά την ΟΝΕ εποχής, διαδέχτηκε η βεβαιότητα της πεπατημένης κι ότι τα λεφτά υπάρχουν. Την επιπολαιότητα της αντιπολίτευσης των Ζαππείων, διαδέχτηκε η ευκολία της κατάργησης των μνημονίων μ' ένα άρθρο. Οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας σπατάλησαν πολύτιμο χρόνο στην πιο δύσκολη καμπή για την πορεία της χώρας κι έχασαν έτσι την ευκαιρία για να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν ένα αποτελεσματικό και ευέλικτο πρόγραμμα προσαρμογής της χώρας και της κοινωνίας στις έκτακτες συνθήκες που δημιουργήθηκαν. Τα μόνα που περίσσεψαν όλα αυτά τα χρόνια είναι τα λόγια, τα λόγια και τα λόγια.

Με άγαρμπο κι αποσπασματικό τρόπο έκτοτε, επιχειρείται η βίαιη και βεβιασμένη δημοσιονομική προσαρμογή της οικονομίας σε όρους και συνθήκες που θα έπρεπε από χρόνια να έχουν εξασφαλιστεί. Με διαδοχικά «πολυνομοσχέδια» ή «νομοσχέδια σκούπα», που συγγράφονταν κι εξακολουθούν να συγγράφονται για να συρράψουν στο άρπα – κόλλα κι όπως όπως ρυθμίσεις και διατάξεις για υποχρεώσεις και συμφωνίες με τους δανειστές κάθε φορά που επρόκειτο να αφιχθεί η τρόικα στη χώρα ή ενόψει καταβολής κάποιας δόσης από τις δανειακές συμβάσεις.

Αλλαγές και προσαρμογές που απαιτούν λεπτούς χειρισμούς και ιδιαίτερα προσεχτική αντιμετώπιση, όπως οι απολύσεις, οι φόροι, οι μειώσεις αποδοχών και συντάξεων, οι αξιολογήσεις κ.ο.κ., προκλήθηκαν με αδέξιο και χονδροειδώς παράνομο τρόπο, με αποτέλεσμα πολλές απ' αυτές να ανατρέπονται στα δικαστήρια με όποιο κόστος αυτό συνεπάγεται. Ταυτόχρονα, η αναβλητικότητα ή κι η αδιαφορία για την αντιμετώπιση των δυσλειτουργιών και των οργανωτικών δυσπλασιών στη δημόσια διοίκηση, προκάλεσαν σημαντικές καθυστερήσεις και απώλεια χρόνου και συσσώρευσαν ακόμη περισσότερα προβλήματα στην ήδη προβληματική οργάνωση και στελέχωση των δημοσίων Υπηρεσιών.

Αντί για προσοχή, φροντίδα και συνέπεια, αντί για συνεννόηση και συνεργασία, αντί για γάντια χειρουργείου, τέσσερα χρόνια τώρα, οι αρμόδιοι κάθε πλευράς προτιμούν να επιχειρούν για να λύσουν τα δικά μας και τα δικά τους προβλήματα φορώντας γάντια του μποξ. Έτσι ως φαίνεται διευκολύνονται για να στρέφουν κάθε τόσο την προσοχή μας στα λαστιχένια γάντια της κάθε Χαρούλας.

Ίσως αυτό να έχει γίνει πλέον αντιληπτό από κάποιους τρίτους, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν μας εμπιστεύονται και ως εκ τούτου δεν έχουν κανέναν λόγο να μας φέρονται «με το γάντι».