Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Σηκώστε το παραβάν (ή το γάντι).


Πού βρίσκονται οι άνθρωποι; Σε ποιον πλανήτη ή διάσταση έχουν διακτινιστεί; Ότι όσοι έχουν εναπομείνει αποφεύγουν, διστάζουν ή ντρέπονται να πουν ότι είναι ΠΑΣΟΚ δεν το βλέπουν; Δεν αντιλαμβάνονται, ότι εκείνοι που ακόμα παραμένουν, παρακολουθούν αποσβολωμένοι, αμήχανοι κι απογοητευμένοι τα διαδοχικά εγχειρήματα διάσωσης του κόμματος που μόλις πριν λίγα χρόνια εξέφραζε το 45% σχεδόν του εκλογικού σώματος; Δεν μπορούν να καταλάβουν, ότι περισσότερο από τις περιοριστικές πολιτικές και τα διαδοχικά μέτρα, εκείνο που πληγώνει τη βάση του ΠΑΣΟΚ είναι οι έριδες κι οι διαμάχες μεταξύ των στελεχών του;

Φυσικά, είναι πολλά τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν κι έχουν οδηγήσει το ΠΑΣΟΚ σ' αυτή τη δεινή θέση. Δεν είναι μόνο η ηγεσία. Δεν είναι -πολύ περισσότερο- η φίρμα. Σίγουρα παίζουν κι αυτά το ρόλο τους, ψυχολογικά και συναισθηματικά. Δύσκολα διαγράφεις μονοκονδυλιά δεσμούς μιας ολόκληρης ζωής. Για κάποιους από πενήντα, εξήντα και πάνω κάτι τέτοιο ίσως είναι κι αδιανόητο. Όλοι αυτοί όμως, εκείνοι που δεν έχουν την εξάρτηση της εξουσίας και το σύνδρομο της καρέκλας, μπορούν ν' ακολουθήσουν τον Παπανδρέου, τον Βενιζέλο, τον Χρυσοχοϊδη ή την Γεννηματά από ένστικτο, από συνήθεια, από συναισθηματική ταύτιση, ανεξάρτητα τι θα γράφει η ταμπέλα στο μαγαζί.

Η αλήθεια είναι ότι μετά το Βενιζέλο το πράγμα δυσκόλεψε. Το κλίμα βάρυνε. Ο σημερινός αρχηγός του ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να δημιουργήσει επικοινωνιακούς δεσμούς με τη βάση. Δεν κατάφερε να συνδεθεί με μια «αγαπησιάρικη σχέση» με «το όλον ΠΑΣΟΚ». Δεν κατάφερε να πείσει για την αναγκαιότητα της παρουσίας του στην ηγεσία. Προκάλεσε αντιθέσεις και διατήρησε αποστάσεις. Ταυτόχρονα, το περιβάλλον κι ο κομματικός περίγυρος που τον πλαισίωσε, κάθε άλλο παρά μπορούσε να «μιλήσει» στους ψηφοφόρους. Τα «βαριά» ονόματα επί των ημερών του, άλλοι διακριτικά κι άλλοι πομπωδώς, απομακρύνθηκαν και ξέκοψαν τους δεσμούς τους με το κόμμα. Σιγά – σιγά το ίδιο έκανε κι ο πολύς κόσμος. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, ο Ευάγγελος Βενιζέλος επιδιώκει να διατηρηθεί στο προσκήνιο, διατηρώντας την επαφή του με την εξουσία πρωτίστως και δευτερευόντως τη διάσωση του κόμματός του, μέσα από σχήματα που μόνο μέρος της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ μπορούν να συσπειρώσουν. Ανοίγει δρόμο στο αδιάβατο.

Ο Γιώργος Παπανδρέου απ' την άλλη, τι ζητάει; Είχε την ευκαιρία του, αγκαλιάστηκε από τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, στηρίχτηκε επί μακρόν, έγινε πρωθυπουργός. Ο κόσμος εμπιστεύτηκε τις καλές προθέσεις και τους οραματισμούς του. Λοιπόν; Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Δεν αναφέρομαι στην χρεοκοπία, τα μνημόνια κι όσα ακολούθησαν. Σιγά μη γίνω εκ του ασφαλούς, μετά Χριστόν προφήτης, αλλά τώρα, ομολογώ, δεν κατανοώ, ύστερα από όσα έχουν συμβεί τι ζητάει. Συνέδριο, αλλαγή ηγεσίας. ΟΚ, τώρα; Άφησε το κόμμα ή δεν το άφησε; Παραιτήθηκε ή όχι; Υπονομεύτηκε, συκοφαντήθηκε. ΟΚ. Έμεινε να πολεμήσει μέσα στο κόμμα; Έμεινε να υπερασπιστεί τις πολιτικές του επιλογές; Τα λάθη ή τα σωστά του; Τότε, «στη βράση» πετυχαίνουν ή όχι οι αλλαγές. Σίγουρα υπάρχει μια μεγάλη μερίδα υποστηρικτών του που θα τον ήθελε και πάλι στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Είναι όμως σοβαρά πράγματα αυτά; Μάλλον για παιδαριώδη και πεισματάρικα μου φαίνονται και περισσότερο πλέον αποκαρδιώνουν παρά συσπειρώνουν. Κάνει άλμα στο κενό.

Το ΠΑΣΟΚ, αν έχει σήμερα λόγο ύπαρξης, είναι γιατί είναι κάτι πέρα από τους κυρίους Βενιζέλο και Παπανδρέου. Το «ΠΑΣΟΚ» -και το γράφω εντός εισαγωγικών για να συνεννοούμαστε- μπορεί να εκφράσει με πληρότητα και επάρκεια αυτό που σήμερα ονομάζεται κεντροαριστερά. Έχει τις ιστορικές καταβολές, την ιδεολογική επάρκεια, τα ικανά στελέχη, την οργανωμένη βάση. Σε πείσμα όσων επιμένουν ότι δεν υπάρχει, βρίσκεται παντού. Είναι μέσα στην κοινωνία. Το ΠΑΣΟΚ, σε κάθε περίπτωση, είτε αρέσει, είτε όχι, είτε εντός, είτε εκτός εισαγωγικών, αποτελεί τη μεγαλύτερη δεξαμενή δυνάμεων των κομμάτων της χώρας. Από τη μια με τα στελέχη του, από την άλλη με τους πολίτες που το στήριζαν ή εξακολουθούν να το στηρίζουν. Δεν υπάρχει πολιτικός χώρος σήμερα, που να μην υπάρχουν κάποιοι, που με κάποιον τρόπο πέρασαν είτε ως βουλευτές ή στελέχη, είτε ως μέλη ή απλοί ψηφοφόροι από το ΠΑΣΟΚ. Εκεί βρίσκεται η λύση του γόρδιου δεσμού των πολιτικών εξελίξεων, στο κουβάρι των ΠΑΣΟΚων. Αρέσει, δεν αρέσει, επαναλαμβάνω.

Νυχθημερόν, η κεντροαριστερά από 'δω κι η κεντροαριστερά από 'κει και πουθενά η κεντροαριστερά. Στελέχη και προσωπικότητες πάνε πέρα - δώθε, περιφέρουν τις απόψεις και τους προβληματισμούς τους από πάνελ σε πάνελ, αλλά να συνεννοηθούν δεν καταφέρνουν. Υπερασπίζονται την ανάγκη αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, αλλά «πλάτη» δεν τολμούν να βάλουν όλοι μαζί, να συμφωνήσουν για να τις διεκδικήσουν, για να τις επιβάλουν. Αν μετρήσουμε πόσοι ομιλούν για την κεντροαριστερά σήμερα θα χάσουμε το μέτρημα. Ας ψάχνουν όσο θέλουν, αν το ΠΑΣΟΚ κατορθώσει να συνεννοηθεί, θα το ψάχνουν. Γίνεται όμως και πώς; Δεν γίνεται. Πολύ φοβάμαι, ότι οι προσωπικές αντιθέσεις και διαφορές είναι μεγάλες, αγεφύρωτες. Τα πρόσφατα γεγονότα το επιβεβαιώνουν. Αυτό διαισθάνονται κι οι προβληματιζόμενοι περί την κεντροαριστερά κι αναζητούν εναγωνίως δεξιά κι αριστερά στέγη για τους προβληματισμούς και το πολιτικό τους μέλλον. Το ΠΑΣΟΚ υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορεί να τους την εξασφαλίσει. Δεν διαθέτει, καλώς ή κακώς, έρμα αξιοπιστίας. Το ΠΑΣΟΚ σ' αυτή τη συγκυρία δεν καταφέρνει να πείσει και να συσπειρώσει ούτε κάν εκείνους που ταυτίζονται ή αισθάνονται ιδεολογικά προσκείμενοι.

Αν έφευγε ο Βενιζέλος τα πράγματα θα άλλαζαν; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Αλλά το ζητούμενο είναι οι πολιτικές προτάσεις κι όχι μόνο τα πρόσωπα. Τα πρόσωπα μπορεί να προσθέσουν κάτι από την προσωπικότητα, τις γνώσεις, το ταλέντο ή τα χαρίσματά τους, όμως οι αποφάσεις τους κι οι επιλογές τους είναι εκείνες που τελικά θα κρίνουν την τύχη και την πορεία τους. Την επιτυχία ή την αποτυχία τους. Δες τον Τσίπρα. Ποιος τον εμπιστεύεται -με το χέρι στην καρδιά- για πρωθυπουργό; Ο Θεοδωράκης απ' την άλλη. Ωραίος στη σκηνική παρουσία, αλλά μόλις μπήκε στα βαθύτερα της πολιτικής πάτωσε, άρχισαν οι αστερίσκοι κι οι επιφυλάξεις. Δεν είναι εκεί το θέμα κι όσοι πηγαίνουν την κουβέντα στα πρόσωπα, είτε το κάνουν σκόπιμα για αποπροσανατολισμό, είτε αφελώς για να γίνεται συζήτηση.

Το ΠΑΣΟΚ έχει συνθλιβεί πολιτικά στις συμπληγάδες των μνημονίων. Έχει όμως απαξιωθεί κι από τα ίδια του τα στελέχη ηθικά και πολιτικά. Αν και σημαντικό τμήμα της κοινωνίας εξακολουθεί να το παρακολουθεί, φαίνεται να βαδίζει στο αδιάβατο, τη στιγμή που πρωτοκλασάτα και προβεβλημένα στελέχη του επιχειρούν ατάκτως άλματα στο πολιτικό κενό. Τι θα διακυβευόταν άραγε περισσότερο σ' αυτή τη συγκυρία, αν δοκίμαζε, προσκαλώντας όλους, να πραγματοποιήσουν μαζί ένα άλμα στο μέλλον; Ίσως αυτό που τώρα φαντάζει πρόκληση, αύριο ν' αποδειχτεί λυτρωτική υπέρβαση.

Ας σηκώσει κάποιος, επιτέλους, το γάντι. Τότε μόνο θα μπορέσουμε να δούμε όλοι τι ακριβώς γίνεται πίσω απ' το παραβάν. [Εκτός αν φοβούνται, ότι εκείνο που υπάρχει πλέον πίσω, είναι μόνο οι σκελετοί].

Photo: Stavrovelonia

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Κλικ.


Οχτώ χρόνια στο διαδίκτυο. Δεν το γράφω για τα «χρόνια πολλά», ούτε για τα συχαρίκια. Δεν το αναφέρω κάν με πρόθεση να κάνω απολογισμό. Για μένα το κάνω και μόνο. Όχι μόνο. Και για όσους μπορούμε να επικοινωνούμε. Ακόμα. Μην το χάσουμε κι αυτό, ρε παιδιά. Μην τ’ αφήσουμε όλα στην τύχη τους όπως η κυβέρνηση. Μην τα παρατήσουμε όλα στην αντίδραση όπως η αντιπολίτευση. Μην τα παραδώσουμε όλα στο χρόνο και τη λήθη όπως τα μέσα και τα έξω της ενημέρωσης, της ψυχαγωγίας, της ψυχοθεραπείας μας. Μαζί μ’ αυτά και το διαδίκτυο με τις χιλιάδες, τι χιλιάδες, τα εκατομμύρια γνώμες, απόψεις, αφορισμούς και πάει λέγοντας.

Ένα κλικ έχουν γίνει όλα. Από την έξοδο της χώρας απ' την Ευρώπη μέχρι την παράδοση στην πυρά της γενιάς του Πολυτεχνείου. Ένα κλικ η επιδοκιμασία κι ο θαυμασμός Ένα κλικ η αποδοκιμασία κι η ύβρις. Από κλικ σε κλικ συνεπαρμένοι, ενθουσιασμένοι κι επιπόλαιοι χάνουμε το τικ τακ του χρόνου που ακόμα κυλά στα ρολόγια, ακούραστα περνώντας και προσπερνώντας μαζί μας ώρες, μέρες ολόκληρες και χρόνια στο παρελθόν. Δεν ακούμε το τικ τακ της καρδιάς, της καρδιάς μας πρώτα. Πίνουμε, καπνίζουμε ασταμάτητα, καταβροχθίζουμε ό,τι βρούμε και καταναλώνουμε ασταμάτητα. Πάνω σε πληκτρολόγια που πεθαίνουν από έμφραγμα πάνω στην έξαψη του δίκιου που μας πνίγει. Μπουκωμένοι λόγια παχιά και μεγάλα, λέξεις χορταστικές κι ατελείωτες. Συναισθήματα βραχυκυκλωμένα και σχέσεις παγωμένες στις οθόνες.

Άνθρωποι επικοινωνούν με τη Rosetta εκατομμύρια έτη φωτός από τη Γη. Εμείς δεν καταφέρνουμε να επικοινωνήσουμε με το διπλανό μας. Δίπλα σου, ρε! Δίπλα, αυτός με το άλλο iPhone. Τεχνολογίες απίστευτες, εργαλεία ανάπτυξης και προόδου, συστήματα επικοινωνίας. Μηχανές απομόνωσης τα κάναμε. Συσκευές για να χανόμαστε απ’ τον κόσμο δείχνοντας σε όλους που βρισκόμαστε. Ανά πάσα στιγμή. Εικονικά. Χαιρετάμε, γελάμε, κλαίμε. Μια εικόνα χίλιες λέξεις κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε. Δεν καταλαβαίνουμε. Πώς να καταλάβουμε; Μάθαμε να επικοινωνούμε; Να συνομιλούμε; Να συνεργαζόμαστε; Ποιος μας εκπαίδευσε, μας δίδαξε και μας δασκάλεψε; Τα προβλήματα της παιδείας δεν είναι τα προγράμματα και το περιεχόμενο, ούτε, ασφαλώς, η μέθοδος κι η ποιότητα. Η γλώσσα, άσε. Γράψε γκρίκλις κι ας τα πνεύματα ενταφιασμένα στον τάφο της Αμφίπολης. Γμτ.

Τουλάχιστον τα λέμε έξω απ’ τα δόντια. Αφού ξεδοντιάστηκαν πρώτα η ευγένεια, η ευπρέπεια, ο σεβασμός. Η δημοκρατία βλέπει τα δόντια του αυταρχισμού [ο μόνος που τα ‘χει σωστά και στη θέση τους]. «Τρώει τη σκόνη» από το ποδοβολητό των αγανακτισμένων. Κάθε λογής. Με άποψη επί παντός.  Η αντίθετη είναι η μόνη που δεν υπάρχει. Δεν πρέπει να υπάρχει. Τα άκρα μέσ’ στα πόδια μας συνέχεια. Στα χέρια, μάλλον. Εκεί, στις άκρες των δαχτύλων. Στην άκρη και στ’ αζήτητα της ζωής, σ’ αναζήτηση ακροατηρίου. Μετράω likes. Μετράω τη ζωή με «φίλους». Μετράω το κύρος με «ακολούθους».

Αχταρμάς. Κρίση. Η οικονομική περνάει στα ψιλά. Η λογική στα αζήτητα. Τα μυαλά στα κάγκελα. Λογοπαίγνια. «Τα παιδία παίζει». Με ό,τι βρουν. Με ό,τι τους βρίσκεται, όπου βρίσκονται. Με τα πληκτρολόγια. Με τις λέξεις. Με τους «άλλους». Με τους θεσμούς, το κράτος, τον λαό, την πολιτική. Με την υπομονή μας. Όλοι, κατά πάντων και δια πάντων. Από πάντα.

Για πάντα;

Photo: This is my speacing

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Το "κακό" Πολυτεχνείο.


Αν εξαιρέσουμε το άσυλο, τα μεγαλύτερα «κακά» που μας άφησε το Πολυτεχνείο είναι η «γενιά» κι η «επέτειος» του. Το άσυλο ξεχωρίζει, γιατί δεν υπάρχει στον πανεπιστημιακό χώρο άλλος θεσμός που να είναι τόσο πολύ παρεξηγημένος, διαστρεβλωμένος και απρόσφορος. Γύρω από το θέμα του ασύλου έχουν αναπτυχθεί μυριάδες συζητήσεις και, ασφαλώς, έχουν εξελιχθεί και μυριάδες μυριάδων αντιπαραθέσεις. Ένας θεσμός που εισήχθη για την προστασία της ελευθερίας της ακαδημαϊκής διδασκαλίας και έρευνας, της ελεύθερης διακίνησης επιστημονικών απόψεων και ιδεών, στο όνομα της δημοκρατίας, της ανοχής, της σκοπιμότητας και της αδιαφορίας αξιοποιήθηκε από μύριους όσους για μυριάδες λόγους παρά για εκείνους ακριβώς που θεσπίστηκε.
Για τη γενιά τι να πρωτοπεί κανείς; Έχουν γραφτεί κι έχουν ειπωθεί τόσα πολλά, θετικά κι αρνητικά. Ανάλογα με την εποχή και τη συγκυρία, η «γενιά του Πολυτεχνείου» διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στα πολιτικά κι όχι μόνο δρώμενα της χώρας. Κάποιοι από τους πρωταγωνιστές των ημερών εκείνων ενσωματώθηκαν κι εξακολούθησαν να πρωταγωνιστούν στο πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης, σε θέσεις ισχύος και δύναμης, σε θέσεις επιρροής και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, σε θέσεις κλειδιά για τον κρατικό μηχανισμό, σε κομματικά αξιώματα και κοινωνικούς φορείς. Πολλοί άλλοι, άγνωστοι ή και παντελώς απόντες, χρησιμοποίησαν την αίγλη, την επιρροή του Πολυτεχνείου και την αύρα της γενιάς του, σαν όχημα ανέλιξης, καταξίωσης και προβολής. Τυχοδιώκτες, που σε κάθε εποχή εκμεταλλεύονται συγκυρίες και περιστάσεις για να προσποριστούν οφέλη και προνόμια.
Η μεγάλη μάζα των υπόλοιπων, εκείνων της γενιάς που έζησαν σαν νέοι, μαθητές ή φοιτητές, εργάτες, υπάλληλοι ή επαγγελματίες, άνδρες και γυναίκες της δεκαετίας του ’70, τα γεγονότα που οριοθέτησαν αποφασιστικά την απαρχή του τέλους της δικτατορίας, ακολούθησαν το ρεύμα, λίγο – πολύ πολιτικοποιήθηκαν, κομματικοποιήθηκαν, διορίστηκαν, συνδικαλίστηκαν, ανέμισαν πλαστικές σημαίες. Όλοι τακτοποιήθηκαν, επαγγελματικά, οικονομικά, κοινωνικά. Άλλοι πιστεύοντας πως ο αγώνας δικαιώνεται κι άλλοι πως συνεχίζεται. Άλλοι, εκείνοι που δεν ταυτίστηκαν ποτέ ίσως μ’ αυτή τη γενιά και δεν προσδιορίστηκαν ποτέ πολιτικά σαν μέλη της, ίσως δεν είδαν κανέναν αγώνα.
Για τους πολλούς το Πολυτεχνείο έγινε γιορτή. Για τα παιδιά τους η «επέτειος» κάτι σαν την 28η Οκτωβρίου, με ποιηματάκια ανούσια, με διηγήσεις δραματοποιημένες, με νοήματα και περιγραφές ξένες προς τα ήθη και την καθημερινότητα της εποχής τους. Μιας εποχής, που όσο περνούσαν τα χρόνια κι οι επέτειοι, έτρεχε με χίλια για να συναντηθεί με τους πόθους και τις προσδοκίες για ανάπτυξη και προκοπή μιας ολόκληρης χώρας, μιας ολόκληρης στερημένης ζωής. Μέσα σ’ αυτό το αχαλίνωτο τρεχαλητό μιας κρατικής εξουσίας που γιγαντωνόταν και μιας κοινωνίας που βολευόταν, οι επέτειοι φάνταζαν παράταιρες, οι πορείες γίνονταν συγκρουσιακές και πολλές φορές άγριες, εκφυλίστηκαν, απομαζικοποιήθηκαν, διατηρώντας όμως, άλλοτε μ’ επιτυχία κι άλλοτε όχι, κάτι απ’ τον αυθορμητισμό και τον ενθουσιασμό του ’73, τουλάχιστον σε συμβολικό επίπεδο.
Η επέτειος είχε ξεφύγει από τη συλλογική μνήμη ως αυθόρμητη αντίδραση απέναντι στην καταστολή, την καταπίεση, τη λογοκρισία, τη χούντα. Ως αναγκαία αντίδραση για τη δημοκρατία, την ελευθερία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ως τροφοδότη της ιστορικής συνέχειας του λαού. ‘Εγινε μυθιστόρημα, πρωτοσέλιδο, τοκ σόου, εκδήλωση, ομιλία.
Με το ξέσπασμα της κρίσης, το άγριο ξύπνημα απ’ τον ύπνο της μεταπολίτευσης έγινε θυμός κι οργή. Η λαϊκή αντίδραση έψαχνε κάθε ευκαιρία για να τερματίσει με κάθε τρόπο αυτή την «καταστροφική» περίοδο. Αναζητούσε δεξιά κι αριστερά υπεύθυνους, έστηνε ήρωες για να ξαναγράψουν την ιστορία του. Η γενιά του Πολυτεχνείου δαιμονοποιήθηκε, φορτώθηκε μύρια όσα κακά από την κακοδαιμονία του τόπου, η επέτειος έγινε συνάντηση μίσους και μισαλλοδοξίας. Ραντεβού ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών και της μνήμης. Το φάντασμα της χούντας μασκαρεύτηκε και χώθηκε ύπουλα κάτω απ' το σκούφο της δημοκρατίας.
To κακό έχει γίνει. Αλλά το κακό δεν είναι ούτε το άσυλο, ούτε η γενιά, ούτε η επέτειος. Επίτηδες το έγραψα πιο πάνω. Το κακό είναι, ότι μέσα στη θολούρα και τη σύγχυση της συγκυρίας, έχει ξεπέσει και μας έχει ξεφύγει η άκρη του νήματος που μπορεί να μας κρατά ενωμένους κι έτοιμους για το επόμενο Πολυτεχνείο. Για το Πολυτεχνείο της εποχής, το κάθε Πολυτεχνείο. Εκείνο το Πολυτεχνείο που ζητά, το ίδιο επίμονα, το ίδιο δυναμικά, το ίδιο ενωτικά, «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία» ως διαχρονικά αιτήματα, αλλά κι αξίες, ενός λαού που πρέπει να είναι πάντα έτοιμος ν' αναμετρηθεί με τον εαυτό του, για ν’ αποδείξει, ότι ξέρει και μπορεί να διαφυλάσσει την ιστορική του μνήμη, τους αγώνες του, τις ελευθερίες του.
Ενός λαού που έχει τη δύναμη, παρά τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες των καιρών, ν’ αγωνίζεται με πάθος, αυταπάρνηση και συνέπεια για την προάσπισή τους. Ενός λαού που μπορεί και φυλά στο άσυλο της καρδιάς του το Πολυτεχνείο, το δικό του διαχρονικό Πολυτεχνείο.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Nα πέσει η χούντα, λοιπόν.


Εντάξει, λοιπόν, ζούμε υπό καθεστώς χούντας και σε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης. Η ανάλγητη κυβέρνηση των δωσίλογων  Γερμανοτσολιάδων πρέπει να φύγει το συντομότερο δυνατόν από την εξουσία και ν’ αντικατασταθεί από μια κυβέρνηση της αριστεράς, που θα αποκαταστήσει με διαδοχικούς νόμους τη δημοκρατία, θα καταργήσει τα μνημόνια και θα επαναφέρει μέσα από ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας την ανάπτυξη και την ευημερία.

Οι όροι που μπαίνουν για να λειτουργήσει και πάλι η δημοκρατία στον τόπο μας είναι πολύ απλοί και εύληπτοι. Ακόμα και μικρά παιδιά, μαθητές γυμνασίου ή λυκείου, μπορούν να την κατανοήσουν, να την αναλύσουν, ώστε ανεμπόδιστα να σταδιοδρομήσουν αύριο - μεθαύριο στις λεωφόρους της κοινωνικής ανέλιξης και της καταξίωσής τους ως ενεργοί πολίτες με μόνα διαπιστευτήρια τις αλυσίδες και τα λουκέτα από τις καταλήψεις των σχολείων τους. Δεν είναι απαραίτητο ν’ αλλάξει τίποτε στην παιδεία ή το εκπαιδευτικό σύστημα, πολύ δε περισσότερο δεν είναι διόλου αναγκαίο να είναι ανοιχτά τα πανεπιστήμια.

Μόλις γίνουν οι πρόωρες εκλογές για να πέσει η  χούντα των Σαμαροβενιζέλων η κυβέρνηση της αριστεράς θα λύσει εδώ και τώρα όλα τα προβλήματα και θ’ αποκαταστήσει κάθε αδικία που δημιούργησαν τα μνημόνια κι οι εφαρμοστικοί νόμοι. Ο ΕΝΦΙΑ θα καταργηθεί, οι μισθοί θα επανέλθουν στα επίπεδα του 2009, οι τράπεζες θα κρατικοποιηθούν και τα ΑΤΜ θα τροφοδοτούν ανεμπόδιστα με χρήμα τους καταναλωτές, οι οποίοι το ίδιο ανεμπόδιστα θα μπορούν να προσέρχονται όλες τις μέρες της εβδομάδας –πλην της Κυριακής– προκειμένου να προμηθευτούν  τα απαραίτητα προϊόντα και αγαθά.

Δεν έχει σημασία αν το χρήμα που θα εκταμιεύουν είναι ευρώ, δραχμές ή ρούβλια, σημασία έχει ότι όλοι θα έχουν μια ανυπέρβλητη χαρά και θα διακατέχονται από μια ανεξάντλητη διάθεση για κατανάλωση και για διασκέδαση. Ούτε θα παίζει κανέναν ρόλο που, εξαιτίας της ανύπαρκτης εγχώριας παραγωγής, όλα θα είναι εισαγόμενα. Ένας λόγος παραπάνω για να μπορούν όλοι ανεμπόδιστα –και πάλι– να μποϊκοτάρουν τα Γερμανικά προϊόντα διατρανώνοντας την αγωνιστική τους διάθεση ενάντια στον σακάτη.

Το πιθανότερο είναι ότι η Γερμανία, υπό το βάρος της εμβέλειας της προσωπικότητας και του πολιτικού κύρους του νέου πρωθυπουργού, θ’ αναγκαστεί να υποκύψει και πέρα από το κούρεμα του χρέους και τη ρύθμισή του σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νέας κυβέρνησης της αριστεράς, θα προβεί σαν δείγμα μεταμέλειας και καλής συνεργασίας στην καταβολή στο ακέραιο των κατοχικών αποζημιώσεων και με τους αναλογούντες τόκους.

Η ζωή στη χώρα θα ξαναβρεί τους ρυθμούς προ κρίσης με μόνη διαφορά, ότι τότε οι προϋπολογισμοί δεν θα είναι λιτότητας, όπως συστηματικά ψηφίζονταν από τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης. Το δημόσιο θα ανοίξει και πάλι της πόρτες του σε όλους τους απολυμένους, τους έφεδρους και σε καθεστώς διαθεσιμότητας υπαλλήλους, ενώ και οι καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών θα τοποθετηθούν δίπλα απ’ τους τσολιάδες στο Προεδρικό Μέγαρο, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα και την προσωπική διαφορά από τα ΔΙΒΕΤ στο μισθό τους.

Εξυπακούεται, ότι μέσα στο Μέγαρο θα κατοικεί ο πρώτος Πρόεδρος της Αριστεράς, που θα έχει εκλεγεί μετά την πτώση της χούντας των Γερμανοτσολιάδων, ο οποίος –προφανώς– θα έχει δώσει πολιτικό όρκο προσθέτοντας στον προβλεπόμενο από το Σύνταγμα και τη φράση: «Σεβόμενος την αρχή ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και ασκούνται από τον λαό».  Την τελετή ορκωμοσίας θα καλύψουν σε εθνικό δίκτυο η ΕΡΤ1,  ΕΡΤ3 και η ΝΕΤ, η οποίες θα έχουν ξαναϊδρυθεί στη θέση της ΝΕΡΙΤ που θα καταργηθεί. Όλοι οι απολυμένοι δημοσιογράφοι, που στο μεταξύ βρήκαν στέγη στα περιθωριακά κανάλια –με ποιων άραγε τα λεφτά;– θα έχουν ήδη επαναπροσληφθεί ως ανταμοιβή για τον συνεπή αντιμνημονιακό τους αγώνα.

Είναι αυτονόητο, ότι τότε θα καταργηθεί ο ίδιος ο συνδικαλισμός κι όχι ο 1264 για τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, όχι μόνο επειδή όλοι οι ηγέτες του συνδικαλιστικού κινήματος θα είναι πλέον εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού στη Βουλή, αλλά προπαντός γιατί έτσι θα μπορούν άμεσα να προωθούν και να ικανοποιούν με τροπολογίες και μεταμεσονύκτιες διατάξεις όλα τα αιτήματα του λαϊκού κινήματος. Στο πλαίσιο αυτό αναμένεται άμεση επαναφορά των μειωμένων συνταξιοδοτικών ορίων, των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων, του επιδόματος αδείας κλπ.

Το τέλος της κατοχής κι η πραγματική συμφιλίωση τότε και μόνο τότε θα συντελεστεί. Τότε που οι συκοφάντες των καθεστωτικών μέσων ενημέρωσης κι οι εκφραστές της πλουτοκρατίας θα έχουν κλειστεί στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Τότε τα ραντεβού θα κλείνονται μόνο με την Ιστορία κι όχι όπως παλιά στα γουναράδικα. Κόκκινοι και μαύροι, άσπροι λόγω του ηθικού πλεονεκτήματος θα σμίξουν σ’ ένα σχήμα διακυβέρνησης της ριζοσπαστικής πατριωτικής αριστεράς πέρα από τις αγκυλώσεις και τις διαχωριστικές γραμμές που είχε εφαρμόσει κι ακολουθούσε ο  επάρατος δικομματισμός της μεταπολίτευσης.

Αυτά περιγράφει το σενάριο κι αυτό το στόρι «πουλάει» σαν τρελό στις μέρες μας, ιδιαίτερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Best seller. Δεν χρειάζονται περαιτέρω αποσαφηνίσεις, διευκρινήσεις ή περιγραφές, δεν απαιτείται τεκμηρίωση, ανάλυση κι εξήγηση. Αφού η δημοσκοπική πλειοψηφία υποστηρίζει αυτή την εκδοχή, δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο, απλώς και μόνο να την ακολουθήσουν όλοι. Εκείνοι που προβληματίζονται ή διαφωνούν διατυπώνοντας και δημοσιοποιώντας αντίθετες απόψεις, είναι a priori ταυτισμένοι με το κατεστημένο, με τη χούντα, με τη Μέρκελ κι όσοι απ’ αυτούς δεν προπηλακίζονται ή δεν παραδίνονται στην πυρά, πρέπει να το βουλώνουν ή να εξαφανίζονται από προσώπου γης.

Εκλογές να πέσει η χούντα, λοιπόν. Εκλογές για την απελευθέρωση. Μόνο που, όταν έρθει η ώρα, η πραγματική ιστορία γράφεται με αποφάσεις, με πρωτοβουλίες και πράξεις κι όχι με εύκολα λόγια κι ανέξοδα τσιτάτα. Σ’ αυτό το «στόρι», προπαντός αν έχεις συνηθίσει στα παραμύθια, κάθε άλλο παρά εύκολο είναι να πετύχεις να έχει happy end.

Photo: LIFO
  

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Η συνιστώσα του φόβου.


Αυτό που μου παγώνει πρώτο το αίμα είναι ο φόβος. Μετά μουδιάζει η καρδιά. Επιβραδύνει για ένα δευτερόλεπτο, σαν να σταματάει, και μετά αρχίζει να πάλλεται ξέφρενα, τρελά. Κάποιες φορές νομίζω, αν επικρατεί ησυχία στο χώρο, ότι μπορώ να την ακούσω, όπως την πιάνω να χοροπηδά πάνω στο στήθος.

Ίσως είναι το πιο αποκρουστικό συναίσθημα, το πιο απάνθρωπο. Εκείνο που σε κάνει να αισθάνεσαι ανήμπορος, απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος. Εκείνο που αμβλύνει τ’ αντανακλαστικά, μειώνει το αίσθημα αξιοπρέπειας, παραλύει τη λογική. Μόνο το ένστικτο ίσως είναι εκείνο που μπορεί ν’ αντιδράσει, όταν το είναι σου όλο έχει παγώσει.

Ο φόβος ακυρώνει κάθε πρωτοβουλία και προσπάθεια. Επιτείνει την αμυντική στάση απέναντι στη ζωή, αναβάλλει τις εξελίξεις, αναστέλλει την πρόοδο. Οδηγεί στη φυγή, στην παθητικότητα, στη θυματοποίηση, στην άνευ όρων παράδοση. Ο φόβος που γίνεται τρόπος ζωής σηματοδοτεί το τέλος, το απόλυτο αδιέξοδο, την διάλυση του κοινωνικού ιστού.

Ζούμε σε εποχές που ο φόβος κάνει αισθητή την παρουσία του. Αναπάντεχα, αιφνίδια, απροειδοποίητα, αλλά όλο και συχνότερα στις μέρες μας, το συναίσθημα αυτό διατρέχει σαν ηλεκτρική εκκένωση τη ραχοκοκαλιά μας και μουδιάζει το κορμί. Οι λόγοι πολλοί, καθημερινοί ίσως, από τα δελτία ειδήσεων μέχρι την κυκλοφορία στους δρόμους. Όσο οι κοινωνικές συνθήκες οξύνονται, γίνονται πολύπλοκες κι οι εντάσεις πολλαπλασιάζονται, τόσο είναι πιο εύκολο να εντείνεται και το συναίσθημα του φόβου, τόσο πιο εύκολα η κοινωνία αποσύρεται, απομονώνεται, αποπροσωποποιείται. «Κλείνεται στο καβούκι της».

Πέρα απ’ την ασφάλεια με την έννοια της ατομικής και κοινωνικής προστασίας από προσβολές κι επιθέσεις, έχουν δημιουργηθεί εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και πολλοί άλλοι λόγοι, που ο φόβος έχει εμφιλοχωρήσει στην καθημερινότητα επηρεάζοντας συμπεριφορές και δραστηριότητες και καθιστώντας τους ανθρώπους ακόμα πιο ευάλωτους, ακόμα πιο ευέξαπτους, ακόμα πιο δύσπιστους κι επιφυλακτικούς. Η ανεργία, η ανέχεια, ο αποκλεισμός, η αδικία, ο αυταρχισμός είναι μερικές μόνο απ’ τις αιτίες που οι άνθρωποι, βιώνοντας το σκληρό πρόσωπο της κρίσης, αισθάνονται απειλούμενοι κι επισφαλείς. Φοβούνται.

Η αδυναμία του πολιτικού συστήματος τούτη την περίοδο να επεξεργαστεί και να προτείνει βιώσιμες κι αποτελεσματικές λύσεις για την έξοδο της χώρας από την κρίση, έχει μετατρέψει τον φόβο σε εργαλείο πολιτικής. Ο φόβος της οπισθοδρόμησης και της καταστροφής της χώρας, των εκλογών, των νέων μέτρων, του πολέμου, αλλά και της μιζέριας, της δυστυχίας, της ανθρωπιστικής κρίσης.

Σκηνικό φόβου απ’ άκρη σ’ άκρη στο πολιτικό προσκήνιο μπροστά σε μια κοινωνία που είναι ήδη φοβισμένη, τρομαγμένη, τρομοκρατημένη, αποκαμωμένη και, προπαντός, απογοητευμένη ή κι οργισμένη. Παραστάσεις φόβου με πρωταγωνιστές τη βία σε ποικίλες μορφές κι εκφάνσεις, την αυθάδεια σε πλήθος εκδηλώσεις κι εκφράσεις, τον προπηλακισμό σε μυριάδες καρέ κι επαναλήψεις, το μίσος σε κρεσέντο αντιπαλότητας κι έντασης.

Σ’ αυτές τις συνθήκες, η ευθύνη εκείνων που διαμορφώνουν κι επηρεάζουν τις κοινωνικές συνθήκες είναι τεράστιες. Η ευθύνη διαχείρισης και διατήρησης των συνθηκών και παραγόντων που επιδρούν αποφασιστικά πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά και μπορούν να κατευθύνουν αντιδράσεις και στάσεις, είναι εξαιρετικά σημαντική και πολυσήμαντα κρίσιμη.

Η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής είναι αλληλένδετη με το επίπεδο της ελευθερίας και του αισθήματος ασφάλειας, που επικρατεί μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων. Ως εκ τούτου η άρση του συναισθήματος φόβου, που διάχυτος κι ανεξέλεγκτος σε πολλές περιπτώσεις επιδρά πάνω στις ανθρώπινες δραστηριότητες, ενέργειες κι εκδηλώσεις χειραγωγώντας την κοινωνική ζωή, είναι πρωτευόντως καθοριστική για την περαιτέρω εξέλιξη κι ανάπτυξη της κοινωνίας.

Η πλειοδοσία σε φόβο, ιδιαίτερα μέσα στις συνθήκες της κρίσης που βιώνουμε, εξοικειώνει με τον φασισμό, τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία. Συμβάλει στην εξάπλωση της απάθειας απέναντι στον αυταρχισμό της εξουσίας, στην κοινωνική βία, στην παραβατική συμπεριφορά. Απονευρώνει τα κοινωνικά αντανακλαστικά και αποδυναμώνει τις αντιστάσεις της κοινωνίας, την επιρροή των θεσμών, τη λειτουργία, εν τέλει, της ίδιας της δημοκρατίας.

Ο φόβος δεν μπορεί και δεν πρέπει ν' αποτελεί συνιστώσα πολιτικής ούτε για την κυβέρνηση, ούτε για την αντιπολίτευση. Ο φόβος και ο πανικός είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να μας συμβεί σ' αυτή την καμπή της Ιστορίας. Αν και σ' αυτό δεν μπορέσουμε να συμφωνήσουμε, να το τιθασεύσουμε, να το εκμηδενίσουμε, μπορούμε με βεβαιότητα να περιμένουμε, ότι ο άνεμος που ήδη φυσάει αναταράζοντας τα παλαιοκομματικά λάβαρα, σύντομα θα μετατραπεί σε θύελλα που θα τα σαρώσει. Και τότε ο φόβος θα τους (μας) αφορά όλους.

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε.


Κοροϊδευόμαστε. Δουλευόμαστε μεταξύ μας. Μιλάμε για αλλαγές, για μεταρρυθμίσεις, για ανάπτυξη, ενώ όλοι μας, ό-λοι-μας, ξέρουμε ότι τίποτε απ’ αυτά δεν πρόκειται να συμβεί. Και δεν πρόκειται να συμβεί υπό τις παρούσες συνθήκες, όχι γιατί δεν γίνονται σχέδια, δεν καταβάλλονται προσπάθειες, δεν υπάρχουν τα κατάλληλα πρόσωπα. Δεν γίνονται, γιατί οι αλλαγές, οι μεταρρυθμίσεις, οι ανατροπές κι η ανάπτυξη εν τέλει προϋποθέτουν ένα διαφορετικό πλαίσιο κι ένα εντελώς άλλο υπόβαθρο αναφοράς κι υποστήριξης.

Η σημειούμενη δυστοκία στην περαιτέρω προώθηση αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, οι οποίες, όχι μόνο προβλέπονται κι έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές, αλλά είναι προπαντός αναγκαίες κι απαραίτητες για την αναδιάταξη και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, δεν οφείλεται στην αδυναμία ή την αδιαφορία για να σχεδιαστούν και να εξελιχθούν οι σχετικές δράσεις. Η παρατηρούμενη καθυστέρηση οφείλεται στην απροθυμία ή κι αντίσταση του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του να προβεί άμεσα σε οποιαδήποτε αλλαγή ή μεταρρύθμισή του. Στην αρρυθμία και το ασυντόνιστο μεταξύ προτεραιοτήτων κι επιλογών των πολιτικών αποφάσεων με τις κοινωνικές απαιτήσεις κι ανάγκες.

Το μείζον πρόβλημα της χώρας, μετά την επιτακτική και ταχύτατα επιβεβλημένη προσαρμογή των δημοσιονομικών δεδομένων, αφορούν πτυχές κι εκφάνσεις του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της πολιτείας. Εκεί εστιάζεται η πρωταρχική, αλλά και μεγαλύτερη ανάγκη για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, εκεί βρίσκεται όμως ταυτόχρονα κι η μεγαλύτερη δυσκολία, εξαιτίας κυρίως των εσωτερικών αντιδράσεων και των δομημένων μακροχρόνιων σχέσεων, διαδικασιών κι αλληλεξαρτήσεων. Οι κυβερνώντες διστάζουν, αναβάλλουν, οι αντιπολιτευόμενοι αδιαφορούν, κωλυσιεργούν.

Στο σημείο αυτό εστιάζεται, κατά τη γνώμη μας, κι ένα μεγάλο μέρος της ποικιλοτρόπως εκδηλούμενης δυσπιστίας, αποστασιοποίησης ή και καταδίκης των πολιτών, έναντι του πολιτικού συστήματος. Εκεί βρίσκεται το σημείο τριβής κι απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού της χώρας, εφόσον διαπιστώνεται, ότι ενώ την περίοδο της κρίσης ταχύτατα προωθήθηκαν, ψηφίστηκαν κι υλοποιήθηκαν κάθε είδους δράσεις που συρρίκνωναν τα ιδιωτικά εισοδήματα, ταυτόχρονα δεν προωθήθηκαν δράσεις που να στοχεύουν σε αλλαγές πολιτειακών θεσμών και οργάνων. Ο πολιτικός λόγος, όταν δεν σιωπά γι’ αυτά, λέει «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε».

Το θέμα δεν είναι ασφαλώς οικονομικό, η κριτική δεν ασκείται στη λαϊκιστική και απλουστευτική λογική της περικοπής π.χ. των βουλευτικών συντάξεων, της μείωσης των βουλευτικών εδρών ή της χορηγίας στον πρόεδρο της δημοκρατίας. Το ζητούμενο είναι να πραγματοποιηθούν εκείνες οι θεσμικές αλλαγές, που θα επιτρέψουν, αφενός μεν στις πολιτειακές λειτουργίες και προπαντός η λειτουργία της δημοκρατίας να διευρυνθεί και να ενδυναμωθεί περαιτέρω και αφετέρου, στο κράτος να απαλλαγεί από αναχρονιστικές διαδικασίες, άχρηστους θεσμούς και οργανωτικές δυσπλασίες. Το ζητούμενο είναι οι παράγοντες κι οι εγγυητές, σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους, για τη λειτουργία του πολιτεύματος, να βρίσκονται σε αρμονία με το κοινωνικό γίγνεσθαι και τις ανάγκες των καιρών.

Είναι παράγοντας π.χ. που δημιουργεί αστάθεια κι ανασφάλεια στη λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας η επί μήνες αντιπαράθεση κυβέρνησης κι αντιπολίτευσης ως προς την εκλογή του επομένου προέδρου της δημοκρατίας; Είναι. Είναι το θέμα του χρόνου διεξαγωγής των εκλογών; Είναι. Είναι το μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα; Είναι. Είναι ο τρόπος που λειτουργεί το Κοινοβούλιο, που ασκείται το νομοθετικό έργο, που πραγματοποιείται ο κοινοβουλευτικός έλεγχος; Είναι. Είναι οι χρονοβόρες, δαιδαλώδεις και πολυδάπανες διαδικασίες απονομής της δικαιοσύνης; Είναι. Είναι ο αναχρονιστικός, συγκεντρωτικός και προσωποπαγής χαρακτήρας που λειτουργούν τα κόμματα. Είναι.

Χίλια δυο είναι εκείνα που, μικρά ή μεγάλα, εύκολα ή δύσκολα και πολύπλοκα, πρέπει ν’ αναθεωρηθούν εκ βάθρων προκειμένου να μιλήσουμε μετά με ασφάλεια και βεβαιότητα για ανάπτυξη, για εξέλιξη, για πρόοδο. Πολλά απαιτούν τη χρονοβόρα συνταγματική αναθεώρηση, άλλα χρειάζονται μόνο την πρωτοβουλία του νομοθέτη, τα περισσότερα όμως το μόνο που έχουν ανάγκη είναι κοινή λογική και συναίνεση, αλλά προ παντός πολιτική βούληση.

Τρεις προϋποθέσεις που για να παράγουν αποτελέσματα, δεν αρκεί απλώς να υπάρχουν ως προθέσεις, ως ευχές ή δηλώσεις, αλλά να υπάρχουν σωρευτικά και να εκδηλώνονται ταυτόχρονα από όλες τις πλευρές. Μόνο έτσι είναι δυνατόν, να δημιουργηθούν οι συνθήκες και να πολλαπλασιαστούν οι πιθανότητες σ’ ένα ορατό μέλλον η χώρα ν’ αναπτύξει εκείνους τους σταθερούς πολιτικούς θεσμούς και λειτουργίες, που θα της επιτρέψουν να καλλιεργήσει σε συνθήκες ομαλότητας, διαφάνειας και ασφάλειας τις αναπτυξιακές της δυνατότητες, τις παραγωγικές της επιλογές, τον κοινωνικό της μετασχηματισμό. Μόνον έτσι θα μπορέσουν να υλοποιηθούν έργα υποδομής και μεταρρυθμίσεις ουσίας, μακράς πνοής και αυξημένης σπουδαιότητας για την εθνική οικονομία και τη χώρα.

Το στοίχημα, επομένως, δεν είναι ούτε η παντοιοτρόπως εξασφάλιση της παραμονής στην εξουσία της κυβέρνησης, ούτε, ασφαλώς, κι η με κάθε τρόπο και μέσο επιχείρηση κατάληψής της από την αντιπολίτευση. Η κυριαρχία αυτών των λογικών και των αντίστοιχων συμπεριφορών, διαστρεβλώνουν το θεμιτό για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ρόλο των κομμάτων στην πολιτική κονίστρα, αλλοιώνουν την ουσία του πολιτεύματος και οξύνουν τη διάχυτη κρίση στη λειτουργία της δημοκρατίας και την απονομιμοποίηση της πολιτικής.

Το στοίχημα είναι να εξασφαλιστεί το ταχύτερο δυνατόν ένα ελάχιστο πλαίσιο συνεννόησης και συνεργασίας των πολιτικών δυνάμεων πάνω σε ξεκάθαρους και δεδομένους κανόνες για τον ρόλο και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Αυτούς τους κανόνες έχουν χρέος να σεβαστούν, εφόσον θα έχουν θεσπιστεί με τη διαδικασία που προβλέπεται, να βελτιώνουν ή στην πορεία να διορθώνουν, αλλά προπαντός να προστατεύουν, έστω κι αν υπάρχουν επιμέρους επιφυλάξεις ή διαφωνίες. Πάνω σ’ αυτούς τους κανόνες θ' απόκειται και θα στηρίζεται, όχι μόνο το δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά κι η ίδια η ύπαρξή τους, η υπόστασή τους.

Αν και σ’ αυτή τη συγκυρία, δεν είναι σε θέση να το αντιληφθούν και να συμπεριφερθούν αναλόγως, η Ιστορία κι η ζωή η ίδια έχει δείξει, ότι έχει τεράστια περιθώρια για να τους αγνοήσει και να τους ξεπεράσει. Η εκλογή του επόμενου προέδρου της δημοκρατίας, είναι σημαντικός μεν, αλλά θ’ αποδειχθεί πολύ μικρός σταθμός έναντι όλων εκείνων των κρίσιμων και κοσμογονικών, που θ’ αποτελέσουν προκλήσεις και ζητούμενα για τα χρόνια και τις γενιές που έρχονται.

Ο Ελληνικός μικρόκοσμος έχει προ πολλού τελειώσει. Ας το έχουν κατά νου οι νευρικοί εραστές της εξουσίας (νοικοκυραίοι και μπαχαλάκηδες), ώστε να μην τους έρθει απότομα αν τύχει και τους εξαπατήσει.

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Αυτά δεν γίνονται εδώ.


Το συμπέρασμα ήταν ότι δε γίνεται. Για ώρα το φέρναμε συζητώντας από ‘δω και το πηγαίναμ’ από ‘κει, αλλά στο «ðια ταύτα» όλοι οι υπολογισμοί κι οι υποθέσεις πήγαιναν στράφι, τα δεδομένα όχι μόνο δεν έβγαιναν, αλλά ήταν από απογοητευτικά έως ασύγκριτα. Ελλάδα – Γαλλία, σημειώσατε δύο.

Ο σεβασμός κι η προστασία του δημόσιου χώρου, ως γενικευμένη κουλτούρα και νοοτροπία, διακρίνει κατά πολύ τη συμπεριφορά των Γάλλων έναντι της αντίστοιχης συμπεριφοράς μας ως Έλληνες. Η απόσταση που χωρίζει τους δυο λαούς είναι τεράστια κι είναι σε βάρος μας.

Η ευπρέπεια κι η τάξη που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά των Γάλλων, όταν βγαίνοντας έξω κλείνουν πίσω τους την πόρτα του σπιτιού τους, έχει προφανείς θετικές συνέπειες, εφόσον διευκολύνει την απρόσκοπτη κοινωνική συμβίωση κι επιτρέπει ταυτόχρονα την ανεμπόδιστη κυκλοφορία σε πόλεις, όπως το Παρίσι π.χ., που διακρίνονται για τον όγκο ανθρώπων και αυτοκινήτων που διακινούνται καθημερινά.

Ξεφεύγοντας από το τρεχαλητό να προλάβεις να δεις το Λούβρο και το Σηκουάνα και κυκλοφορώντας με περισσότερη άνεση και χρόνο σε περιοχές λιγότερο τουριστικές και περισσότερο αστικές, στο «Ile de France», με ευκολία μπορείς να ξεχωρίσεις τις αποστάσεις που υπάρχουν. Όχι τόσο σε υποδομές και τεχνολογικά επιτεύγματα, αλλά κυρίως σε απλές και συνήθεις συμπεριφορές κι εκδηλώσεις. Στη νοοτροπία. Οι άνθρωποι κάνουν τη διαφορά, με τη δράση και τις συνήθειές τους. Η οργανωμένη κοινωνία δημιουργεί τις αποστάσεις και κατευθύνει την ανάπτυξη.

Μπορεί τα μποτιλιαρίσματα να είναι πολύωρα, μπορεί για να βρεις θέση να παρκάρεις μέσα στο Παρίσι να κάνεις κύκλους επί κύκλων τα οικοδομικά τετράγωνα, μπορεί στο μετρό ή το RER τις ώρες αιχμής να είναι ο ένας πάνω στον άλλο, μπορεί κι ο ουρανός να είναι μολύβι σκέτο, η αίσθηση που σου δημιουργείται όμως είναι ότι αυτό ισχύει για όλους. Δεν θα βρεθούν οι «έξυπνοι» να κινηθούν πάνω στη βοηθητική λωρίδα, δεν θα υπάρξουν οι επιτήδειοι να παρκάρουν πάνω στη διάβαση, δεν θα προλάβουν οι σβέλτοι να σου χωθούν έξω απ’ την ουρά. Υπάρχει σεβασμός. Αυτόματα; Ασφαλώς όχι. Υπάρχουν κανόνες, υπάρχουν αρμόδια όργανα έλεγχου, υπάρχουν πρόστιμα, υπάρχουν ποινές. Υπάρχουν κανόνες που τηρούνται.

Εκεί βρίσκεται η διαφορά –σ’ αυτό όλοι συμφωνήσαμε–, στο γεγονός, δηλαδή, ότι η κοινωνία «εκπαιδεύεται», μαθαίνει κι αποδέχεται, ότι υπάρχουν κι εφαρμόζονται κανόνες, υπάρχει και λειτουργεί έλεγχος για τον τρόπο που συμπεριφέρεται καθένας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Οι κανόνες θεσπίζονται για όλους και υπάρχουν για να εφαρμόζονται από όλους. Αδιακρίτως.

Έτσι η αποκομιδή των σκουπιδιών γίνεται κάτω από συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις. Έτσι καθίσταται δυνατή η συντήρηση δημόσιων χώρων για κοινωνικές εκδηλώσεις. Έτσι μπορούν να λειτουργήσουν μονάδες κοινωνικής στήριξης και φροντίδας. Έτσι μπορούν να διατηρούνται καθαροί δρόμοι και περιποιημένες ανθοστόλιστες πλατείες, καταπράσινα αστικά άλση και πυκνοφυτεμένα δασύλλια. Έτσι διευκολύνεται η κίνηση παρά την πολυκοσμία. Έτσι τα καφέ και τα εστιατόρια είναι γεμάτα, αλλά οι πελάτες που καπνίζουν βγαίνουν έξω. Έτσι και οι τοπικές Αρχές εξασφαλίζουν ποιότητα στις υπηρεσίες τους, αλλά και τη ζωή των πολιτών τους. Δωρεάν; Όχι ασφαλώς. Το αντίθετο. Τα έσοδα όμως διατίθενται για τους σκοπούς που έχουν θεσπιστεί. Τα έσοδα έχουν αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα για τη στήριξη συγκεκριμένων κοινωφελών δραστηριοτήτων.

Εδώ δε γίνεται. Δε γίνεται γιατί είσαι μαλ@κας αν πληρώσεις εισιτήριο στο λεωφορείο. Είσαι βλάκας αν σταματήσεις με κίτρινο. Είσαι ανόητος αν παρκάρεις παρακάτω από ‘κει που θες να πας. Είσαι ψωνάρα αν σταματήσεις στη διάβαση. Είσαι βλαμμένος αν μαζέψεις τις ακαθαρσίες του σκύλου σου απ’ το πεζοδρόμιο. Είσαι καθυστερημένος αν πεις για το τσιγάρο. Είσαι… Είσαι… Δεν είσαι «έξυπνος» ή, μάλλον, δεν είσαι «ξύπνιος», με μια λέξη.

Καλά κάνουμε και το πιστεύουμε. Πολύ καλά ακολουθούμε την πεπατημένη και τη συνήθεια κι όχι τους νόμους και τους κανόνες. Κάνουμε πολύ καλά, γιατί έτσι διδασκόμαστε απ' την πρώτη στιγμή που θα γεννηθούμε. Όλα είναι δυνατά. Όλα «παίζονται». Οι νόμοι αλλάζουν διατάξεις «σαν τα πουκάμισα» ανάλογα με την ευκαιρία ή τη συγκυρία. Πρόστιμα και ποινές διαγράφονται ή παραγράφονται ανάλογα με τις γνωριμίες ή την περίπτωση. Έλεγχοι και πορίσματα δεν εφαρμόζονται ανάλογα με τους ενδιαφερόμενους ή τους υπόχρεους. Οφειλές και τέλη δεν πληρώνονται ανάλογα με την κυβέρνηση ή τον υπουργό.

Καθένας νομίζει και πιστεύει, ότι μπορεί να κάνει ό,τι του αρέσει, γιατί έτσι λειτουργεί η δημοκρατία, έτσι προκύπτει από την ελευθερία, έτσι προβλέπει το Σύνταγμα. Το κεφάλαιο των ατομικών δικαιωμάτων κι ελευθεριών το μαθαίνουμε απ' έξω κι ανακατωτά. Αν δεν το μάθουμε στο σχολείο ή το πανεπιστήμιο, θα το μάθουμε στο σωματείο, αν όχι κι εκεί στο κόμμα κι αν πάλι αποδειχτούμε ανεπίδεκτοι μαθήσεως υπάρχει ο συνάδελφος, ο γείτονας, ο φίλος, ο λαός ο ίδιος, ο «κυρίαρχος». Για δικαιώματα κι υποχρεώσεις κουβέντα. Πώς να φτάσει η «Αγωγή του Πολίτη» απ' το σχολικό βιβλίο στους δρόμους;

Έτσι βολεύει το σύστημα διακυβέρνησης στις επιλογές του. Έτσι διευκολύνεται το παγιωμένο σύστημα εξουσιών στη διαχείριση των πολιτών σαν όχλο και σαν μάζα. Έτσι το δημόσιο συμφέρον, από αντικειμενικό, ανάγεται στη σφαίρα του υποκειμενικού και της ερμηνείας των εκάστοτε δικαστικών, διοικητικών, κρατικών δομών κι οργάνων. Έτσι κι ο δημόσιος χώρος, από χώρος συνάθροισης συνεργατικών, αλλά κι αντιτιθεμένων, συμφερόντων, από χώρος έκφρασης του πολιτειακού γίγνεσθαι και ξεδιπλώματος της καθημερινότητας, από χώρος εξωτερίκευσης της νοοτροπίας και της κουλτούρας του λαού, μετατρέπεται σε αρένα, σε αγοραίο, σε κατειλημμένο, σε απρόσιτο ή απροσπέλαστο. Ιδιοποιείται από συμφέροντα και κακοποιείται από καταπατητές. Απαλλοτριώνεται κι αλλοτριώνεται. Χάνει το χαρακτήρα του «κοινού», του «δημόσιου» αγαθού, του κοινόχρηστου χώρου. Χάνεται και μαζί του η ευκαιρία για δημόσιο διάλογο, επικοινωνία, συναναστροφή.

Απ' όλα αυτά, όμως, εκείνο που περισσότερο μ' ενοχλεί είναι η ηττοπάθεια κι η παγιωμένη μας πλέον πεποίθηση ότι στην Ελλάδα «αυτά δεν γίνονται». Με πειράζει που, παρά τις περί του αντιθέτου προθέσεις ή επιθυμίες, στη χώρα μας «αυτά δεν εφαρμόζονται». Με πληγώνει, που βολευόμαστε σαν επαρχιώτες της Ευρώπης, να θαυμάζουμε τα επιτεύγματα το αυτονόητο άλλων ανά τον κόσμο λαών και δυτικών κοινωνιών κάποιες φορές που βρισκόμαστε στο εξωτερικό και να μένουμε μόνο στα λόγια. Στα λόγια και την πικρόχολη, μα δεδομένη, αποδοχή μιας πραγματικότητας, που μας έχει εθίσει μ' ευκολία να θεωρούμε και να συμπεριφερόμαστε σαν ότι «αυτά δεν εφαρμόζονται εδώ».

Δυστυχώς, η κρίση αυτή την όψη της κακής μας νοοτροπίας την επέτεινε, τη μεγένθυνε, την πολλαπλασίασε. [Ευτυχώς, τουλάχιστον, που με προσωπική εντολή του πρωθυπουργού οι «μεταρρυθμίσεις» στο κράτος εδώ και χρόνια εφαρμόζονται].