Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Πέντε [ακόμα] χρόνια φαγούρα.


Τέσσερις μήνες να το σκεφτούμε ή μάλλον να το ξανασκεφτούμε έχουμε. Έτσι καταλαβαίνω αυτήν την «παράταση». Προθεσμία για να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα, για να το «χωνέψουμε», για να συμφωνήσουμε και να οργανωθούμε. Μήπως, λέω εγώ. Μήπως και κάποια στιγμή κατορθώσουμε, αφού πέντε χρόνια τώρα έχουμε δοκιμάσει σχεδόν όλους τους πιθανούς κυβερνητικούς σχηματισμούς κι έχουμε επινοήσει εκατοντάδες πολιτικάντικους ελιγμούς και διαπραγματευτικές υπεκφυγές, κατορθώσουμε, λοιπόν, να συνεννοηθούμε μεταξύ μας για τρεις – τέσσερις αυτονόητες για τις δυτικές δημοκρατίες προϋποθέσεις κι άλλες πέντε – έξι απαραίτητες για τη λειτουργία του κράτους αλλαγές.

Θέλω να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, αλλά δεν τρέφω αυταπάτες. Διαισθάνομαι ότι πάνω σε μισές αλήθειες κι ολοστρόγγυλα ψέματα έχει δημιουργηθεί το προηγούμενο διάστημα ένα τεράστιο κοινωνικό ρήγμα, που όχι μόνο οι τέσσερις μήνες δεν αρκούν για να το γεφυρώσουν, αλλά ούτε τέσσερις ζωές. Από τη στιγμή μάλιστα που οι επικοινωνιακές ανάγκες της κυβέρνησης επιβάλουν να εξακολουθήσει η τακτική του «άσπρο – μαύρο», «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», περιοριζόμενες στη φιλάρεσκη μετονομασία όρων και διαδικασιών, η ελπίδα για ομόθυμη απεμπλοκή της κοινωνίας από το αποπροσανατολιστικό ψευτοδίλημμα τρεμοσβήνει προτού καν σχηματοποιηθεί.

Η τροφοδότηση αυτού του μύθου με ολόφρεσκα επεισόδια, με νέες εικασίες, με καινούργιους ήρωες κι αμετανόητους «εχθρούς», προοιωνίζει ένα φινάλε σε τέσσερις μήνες δομημένο πάνω σ’ ένα κρεσέντο αντιευρωπαϊκής ρητορείας, ένα σπαραγμό για τον «σφαγιασμό» της χώρας, ένα άσβεστο κι αβυσσαλέο μίσος για τους «προδότες» προκατόχους και τους «πουλημένους» συνοδοιπόρους τους. Η ανάγκη σωτηρίας πρώτα και κύρια της εικόνας, του επικοινωνιακού ίματζ, απειλεί να σαρώσει με πάταγο και οιμωγή τα τελευταία ψήγματα κοινωνικής προσμονής και να διασκορπίσει τα έσχατα ίχνη πολιτικής αξιοπιστίας.

Από ‘κει και πέρα, Κύριος οίδε πώς θα αποκληθούν οι εποχές κι οι περίοδοι. Μπορεί κι οι μήνες ν’ αλλάξουν την παραδοσιακή τους ονοματολογία. Η ζωή η ίδια μπορεί ν’ αλλάξει ρώτα, να γίνει πιο εσωστρεφής και σιωπηλή, πιο απόμακρη. Μπορεί και τα τουίτερ και τα φέισμπουκ όλα τα λεξικά να σκίσουν μ’ ένα στάτους. Οι δείκτες μόνο θα εξακολουθήσουν να υφίστανται κι οι ποσοτικοί οι στόχοι του νέου μεσοπρόθεσμου. Αυτοί θα ορίσουν και το ύψος των αναγκών του προϋπολογισμού [προς Θεού, όχι των «νέων μέτρων»]. Μετά την έλλειψη πολύτιμων εσόδων του πρώτου εξαμήνου μόνο το προβλεπόμενο πλεόνασμα αντικειμενικά θα περιοριστεί. Το πώς η υστέρηση αυτή και η φετινή «χασούρα», δεν θα προκαλέσει περαιτέρω απαίτηση των «θεσμών» για πρόσθετη αύξηση των εσόδων και για τα επόμενα χρόνια, ο προϋπολογισμός του 2016 μένει να δείξει. Από ‘κει και πέρα, μικρή θα έχει σημασία πια, ποιου υπουργού των οικονομικών το ι-μέιλ ήταν πιο σύντομο, πιο περιεκτικό, πιο όμορφο. Το νέο «ντιλ» με τους εταίρους το μέλλον της χώρας για τα επόμενα τα χρόνια θα ορίζει.

Μην θεωρείς δυσοίωνη και καταστροφική αυτή μου την προσέγγιση. Κάθε άλλο. Τις εξελίξεις τις τοποθετεί εντός των δεδομένων που –ευτυχώς μέχρι στιγμής– υπάρχουν κι εντός πλαισίου Ευρωπαϊκών θεσμών, εντός ευρώ. Το μονόδρομο της παραμονής της χώρας στο ευρώ σκιαγραφεί. Τη μία και μοναδική πορεία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που σημαίνει ποσοτικοί στόχοι, ισοσκελισμένοι –για να μην πω πλεονασματικοί– προϋπολογισμοί, ελεύθερη οικονομία. Δεν φταίνε οι προβλέψεις, ούτε καν οι «θεσμοί», που τώρα ανακαλύπτουν ορισμένοι, ότι στην εποχή μας πιο περίπλοκα, αλλά κι από πάντα, τα δημοκρατικά κράτη οργανώνονται με βάση κανόνες και αρχές, που είναι εν πολλοίς κοινές και δεσμεύουν όσους συμμετέχουν οικειοθελώς σε ενώσεις.

Ο άλλος δρόμος, με τα πακέτα τα χιλιάρικα και τα «σκυλιά που τα τραβούν με τα λουκάνικα», η άλλη εκδοχή, που αναβίωσε και τρέφεται απ’ την ακραία μισαλλοδοξία της κρίσης, μόνο σαν εφιάλτης μπορεί να με στοιχειώνει. Αυτές οι εύκολες και πληθωριστικές φαντασιώσεις για μιαν Ελλάδα που με αυτάρκη περηφάνια πορεύεται στο δρόμο του εθνικού της απωθημένου, δεν είναι δρόμος, αλλά χίμαιρα, καταστροφή κι οπισθοδρόμηση. Δεν είναι δρόμος αξιοπρέπειας και κύρους, αλλά θα είναι η μεγαλύτερη και πιο επώδυνη για το λαό μας ήττα, πολιτική, κοινωνική, ηθική. Αυτή την εθνική ταπείνωση πρώτοι εμείς πρέπει με κάθε τρόπο ν’ αποτρέψουμε κι όχι παθητικά –μοιραία– να την αποφεύγουμε πάνω σε ξένα δεκανίκια στηριγμένοι. Έτσι νομίζω.

Έχουμε δρόμο μπροστά μας, τα πέντε χρόνια φαντάζουν πολλά, αλλά δεν είναι. Δεν είναι, γιατί με τα καμώματα και τις τσιριμόνιες μας, με τη δυσανεξία στις αλλαγές και τη διχόνοια στις πολιτικές, λιγότερα απ’ όσα θα μπορούσαμε οφέλη μας προσέφεραν στην αναζήτηση της εξόδου απ’ την κρίση. Λιγότερο απέδωσαν θυσίες και προσπάθειες. Αυτός ο δρόμος είναι κοινός, δίχως κατ’ ανάγκη να μας βρίσκει κι όλους σύμφωνους. Τώρα έχουμε μπροστά μας μια ακόμα τελευταία; ευκαιρία. Μπορούμε να τον κάνουμε πιο σύντομο –πιο εύκολο, αυτή την ώρα, με δυσκολία θα τον χαρακτήριζα– αν εργαστούμε ομαδικά, φιλότιμα, με αξιοπρέπεια κι υπομονή, πάνω στις κατευθύνσεις και στην πορεία που με τους «θεσμούς» στο τέλος του τετράμηνου θα 'χει συμφωνηθεί. Πάνω στο νέο «ντιλ». 

Αυτό το «ντιλ» πρώτα μεταξύ μας θα πρέπει να το βρούμε. Πέντε χρόνια αποτυγχάνουμε. Μέσα σε τέσσερις μήνες άραγε προλαβαίνουμε; [Μην περιμένεις να στο πει το δημοψήφισμα].

Photo: news 247

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

Ας κρατήσουν οι χοροί.


Προσπαθώ να καταλάβω. Την ίδια προσπάθεια –υποθέτω– θα καταβάλει και πλήθος Ελλήνων, αλλά και ξένων βεβαίως, παρακολουθώντας τις εξελίξεις σχετικά με το «θέμα της Ελλάδας». Δεν ξέρω αν ο όρος αποδίδεται ακριβώς, πιθανόν ο προσδιορισμός «πρόβλημα» να ήταν περισσότερο ακριβής, όπως και να ‘χει όμως, είμαι βέβαιος ότι καταλαβαινόμαστε, συνεννοούμαστε.

Ο ενθουσιασμός κι η ευφορία που λίγο – πολύ διακατέχει τους περισσότερους και οπλίζει με επικοινωνιακή δύναμη τη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση –περισσότερο ίσως κι απ’ το εκλογικό αποτέλεσμα– φανερώνει ως ένα βαθμό και την ανάγκη που υπάρχει στην κοινωνία, ώστε να εξευρεθεί επιτέλους μια διέξοδος στο οικονομικό –και όχι μόνο– πρόβλημα της χώρας και να σταθεροποιηθεί η από πενταετίας και πλέον αποσταθεροποιημένη και προβληματική πολιτική και οικονομική κατάσταση.

Σ’ αυτή τη λαϊκή διάθεση κι ανάταση –για να μην πω πανηγύρι– δεν συμμετέχουν, βέβαια, όλοι με την ίδια συγκινησιακή ανιδιοτέλεια και τον ίδιο ανυπόκριτο αυθορμητισμό. Ελπίδα και προσμονή για «κάτι καλύτερο» κυριαρχεί, είναι δεδομένο, αυτό το «κάτι» όμως καθένας το τοποθετεί και το προσδιορίζει με τον τρόπο του, με τις ιδιαιτερότητες και τις ιδεοληψίες του, με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Η αίσθησή μου –για να μην πω βεβαιότητα και παρεξηγηθώ– είναι ότι πολλοί από τους ένθερμα συμμετέχοντες στις εκδηλώσεις αυτές συγχέουν έννοιες και καταστάσεις, δεδομένα και δυνατότητες, συνθήκες και συγκυρίες σε μια προσπάθεια εκβιασμού  συμπερασμάτων στη βάση κατασκευασμένων υποθέσεων και προσδοκιών.

Αν υπάρχει μια ευθύνη, η μεγαλύτερη ίσως, για την κυβέρνηση είναι να κατορθώσει να μετουσιώσει αυτόν τον ενθουσιασμό των διαφορετικών «κάτι» σε δημιουργική ενέργεια και συλλογική προσπάθεια. Να προσεγγίσει, να διεγείρει και να συντονίσει τις αντιτιθέμενες κι αλληλοσυγκρουόμενες επιδιώξεις, επιθυμίες και σκοπιμότητες σε μια κοινή προσπάθεια συλλογικής ενεργοποίησης για την επίτευξη του στόχου της διεξόδου απ’ την κρίση μέσω της υλοποίησης του προγράμματος.

Οφείλει ν’ αποδείξει με την καθημερινή πρακτική της στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ότι η συγκρουσιακή περίοδος, η εποχή της αμφισβήτησης και της καταγγελίας, ανήκουν πλέον στο παρελθόν, σαν επικοινωνιακά εργαλεία για την επίτευξη ενός στρατηγικού πολιτικού στόχου, της νέας συμφωνίας. Οφείλει, ταυτόχρονα, να πείσει τα ακροατήρια των πλατειών, ότι οι «εχθροί», οι «δυνάστες», οι «τοκογλύφοι», αλλά κι οι «δοσίλογοι», οι «Κουίσλινγκ», οι «προδότες» ή η «χούντα» αποτελούσαν λεκτικές υπερβολές κι ακρότητες στο πλαίσιο μιας στρατηγικής πίεσης κι ανατροπής. Για την κατανόηση και την ωρίμανση και σε κοινωνικό επίπεδο αυτής της καθ’ υπερβολή χρήσης των όρων και την προώθηση μιας συναινετικής επικοινωνίας, δημιουργικά θα συνεισέφερε εν ευθέτω χρόνω και μια δόση αυτοκριτικής.

Η εποχή της «αξιοπρέπειας» και της «δημοκρατίας», όπως ονομάστηκε –αμετροεπώς– η μετά την 25η Ιανουαρίου περίοδος από τον ΣΥΡΙΖΑ, οφείλουν να θεμελιωθούν πάνω στη νηφαλιότητα της λογικής και τη δύναμη της γνώσης με καταλύτη σε βάθος χρόνου την εμπειρία. Ακρογωνιαίος λίθος γι’ αυτό είναι η εθνική συνεννόηση και συνεργασία. Η συμφιλίωση. Το «τέλος των μνημονίων» μόνο πάνω στα γκρεμισμένα συντρίμμια του διχαστικού ψευτοδιλήμματος «μνημονιακός – αντιμνημονιακός» μπορεί να οικοδομηθεί. Έτσι θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μιας πλατειάς κοινωνικής βάσης ενότητας κι ομοψυχίας πάνω στην οποία τα επόμενα βήματα θα στηριχτούν στέρεα, ασφαλώς και μακροπρόθεσμα. Η συστράτευση κι η αφοσίωση σ’ έναν σκοπό, που κοινός παρανομαστής θα είναι η συνείδηση κι  η πίστη περί της «κοινής μοίρας», της «κοινής πορείας» που οικοδομείται και διασφαλίζεται καλύτερα σε συνεργασία κι από κοινού με τους λαούς, αλλά και τις κυβερνήσεις, της Ευρώπης, με αλληλεγγύη, κατανόηση και αμοιβαίο σεβασμό.

Η συμφιλίωση σε κάθε περίπτωση δεν είναι μια κατά παραγγελία διαδικασία ή μια αυτοματοποιημένη κατάσταση. Σφυρηλατείται. Καλλιεργείται κι αναπτύσσεται συστηματικά με υπευθυνότητα, συνέπεια και υπομονή. Κρίσιμες παράμετροι αυτής της προσπάθειας για να στεριώσει και να αποδώσει είναι η συνέπεια, η πληροφόρηση, η αλήθεια. Ζητούμενο για την κοινωνία, εκείνων που γεμίζουν ενθουσιωδώς πλατείες, αλλά κι εκείνης της μεγάλης πλειοψηφίας που σιωπηλά συμμετέχει κι αγωνιά για την έκβαση το «Ελληνικού θέματος» –ή «προβλήματος» όπως προαναφέρεται– είναι να πληροφορηθούν τι έπεται των «μνημονίων». Τι ακολουθεί, έστω κι αν αυτό θα λέγεται συμφωνία, συμβόλαιο, πρόγραμμα ή συμφωνητικό. Η ουσία ενδιαφέρει, οι όροι, οι δεσμεύσεις κι οι υποχρεώσεις μεταξύ της χώρας και των εταίρων και μεταξύ του κράτους και του λαού.

Οι πανηγυρίζοντες των social media μπορεί ν’ αρέσκονται στις αυταπάτες και στον αλά καρτ πατριωτισμό ή το «ελευθέρας» της κομματικής ένταξης, η σκεπτόμενη πλειοψηφία κι οι σιωπηλώς «πανηγυρίζοντες» όμως είναι σε θέση να γνωρίζουν, ότι τίποτε δεν χαρίζεται, όσες π.χ. δωρεάν παροχές ρεύματος κι αν συνδεθούν κάποιοι τελικά θα υποχρεωθούν να τις πληρώσουν. Για όλους, λοιπόν, πανηγυρίζοντες και μη, θα πρέπει να γίνει σαφές τι θα κληθεί να πληρώσει η χώρα και τι ο κάθε πολίτης. Πού σταματούν τα δικαιώματα και πού αρχίζουν οι υποχρεώσεις. Στους λογαριασμούς –που πάντα κάνουν τους καλούς φίλους– δεν γράφονται μόνο πιστώσεις, αλλά και χρεώσεις. Αυτό το δικαίωμα στην ενημέρωση και τη γνώση στους λογαριασμούς της συμφωνίας, αλλά και των πολιτικών που θ’ ακολουθήσουν την εφαρμογή της, είναι αναφαίρετο για κάθε πολίτη. Εκεί είναι και το άλλο μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση.

Είναι σημαντικό, όσο και κρίσιμο, αν κατορθώσει να διατηρηθεί το ίδιο κέφι κι η ίδια διάθεση για συμμετοχικούς πανηγυρισμούς και κατά την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος, εκεί που θα μετρηθεί η υπευθυνότητα, αλλά κι ο πατριωτισμός του καθενός. Εκεί πάνω που θ’ ακουμπήσει κι η δύσκολη πορεία προς την εθνική συνεννόηση και συμφιλίωση. Από εκεί που θα κριθεί, τελικά, μέσω της ομόθυμης ή όχι αποδοχής και συστράτευσης για την υλοποίηση του προγράμματος, και το αν και κατά πόσο η χώρα κι ο λαός δικαιούνται μετά τη νέα συμφωνία να πανηγυρίζουν ή απλώς είναι για τα πανηγύρια.

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Το μνημόνιο πάει διακοπές.


Μπορεί ο Χρυσοχοΐδης να μην πρόλαβε να το διαβάσει, αλλά –εδώ που τα λέμε– μπορεί και να μην είχε άδικο.

Το μνημόνιο ήταν τόσο πυκνογραμμένο κι ασφυκτικό που μόνο η κατεπείγουσα ανάγκη χρηματοδότησης της οικονομίας του κράτους θα μπορούσε κατά κάποιον τρόπο να το δικαιολογήσει. Μέσα στις 64 σελίδες του νόμου 3845 του 2010 στηνόταν ένας Προκρούστιος μηχανισμός μέσω του οποίου η χώρα, στο όνομα της χρηματοδότησής της, αναλάμβανε εκατοντάδες δεσμεύσεις κι υποχρεώσεις για εφαρμογή περιοριστικών πολιτικών στη διοίκηση και την οικονομία.

Όση βούληση κι αν διέθετε η τότε κυβέρνηση ώστε να προωθήσει τις προβλεπόμενες μεταρρυθμίσεις κι αλλαγές, οι δεσμεύσεις και το χρονοδιάγραμμα ήταν τόσο περιοριστικά, που ουσιαστικά υπονόμευαν εκ προοιμίου την επιτυχία και την αποτελεσματική ολοκλήρωση της όποιας προσπάθειας. Πόσο μάλλον, όταν αναφέρονταν σε μια οικονομία και μια διοίκηση που κάθε άλλο παρά είχαν μάθει να λειτουργούν τηρώντας απαρέγκλιτους κανόνες κι είχαν εκπαιδευτεί για ν' ακολουθούν στοχοθεσίες και δείκτες απόδοσης. Η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου το 2010, αλλά δεν είχε και την άνεση των πολιτικών πρωτοβουλιών, εξαιτίας της καθολικής αντιπαράθεσης και του ξεσηκωμού σύσσωμης της τότε αντιπολίτευσης.

Σήμερα, όμως, μετά από πέντε χρόνια στο βαθύ τούνελ της κρίσης και με διαδοχικές εκλογές και κυβερνητικές εναλλαγές, για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – Αν.Ελ. τα δεδομένα τίθενται διαφορετικά. Αυτή κρατά κι ορίζει την τύχη της και την τύχη της χώρας στα χέρια της κυριολεκτικά. Διαθέτει την πολυτέλεια, όχι του χρόνου, ούτε της αμφισβήτησης των μνημονίων και της τρόικα, αλλά προπαντός ότι πλαισιώνεται κοινοβουλευτικά από πολιτικά κόμματα, που έχοντας «βιώσει στο πετσί τους» τι εστί διαχείριση της κρίσης, διαθέτουν –όπως τουλάχιστον διαφαίνεται από τις μέχρι σήμερα εκδηλώσεις τους– τη βούληση να συναινέσουν σε πολιτικές πρωτοβουλίες που θα στόχευαν στην προώθηση μεταρρυθμίσεων με θετικό πρόσημο για τη χώρα και θα διευκόλυναν ν’ απεμπλακεί επιτέλους από το βάρος των ασφυκτικών δανειακών της δεσμεύσεων, εξακολουθώντας απερίσπαστα την Ευρωπαϊκή της πορεία και προοπτική.

Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα μπορεί να συγκεντρώνει το μέγιστο δυνατό της κοινωνικής αποδοχής εξαιτίας των εξαγγελιών και των υποσχέσεών της, εφόσον και ελκυστικές είναι και σημαντική ανακούφιση μπορούν να προσφέρουν, αν εξασφαλιστούν οι απαραίτητες για την υλοποίησή τους πιστώσεις. Μπορεί να συγκεντρώσει όμως και το μέγιστο δυνατό της στήριξης κι άλλων πολιτικών δυνάμεων, αν επιλέξει να προωθήσει αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα, είναι συμφωνημένες με τους εταίρους και στοχεύουν στην αναδιοργάνωση του κράτους και τη βελτίωση λειτουργίας της δημοκρατίας και των θεσμών. Μπορεί να δημιουργήσει μέσω των πολιτικών της επιλογών και των αντίστοιχων νομοθετικών ρυθμίσεων μια ευρύτατα πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία και συμμαχία, που θα επιτρέψει τη σταθεροποίηση της χώρας και την ανάκτηση της κλονισμένης της εμπιστοσύνης κι αξιοπιστίας.

Θα είναι κρίσιμο να μην αναλωθεί, μετά την αναμενόμενη συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, κρίσιμος χρόνος για επικοινωνιακού τύπου κινήσεις και πρωτοβουλίες, αλλά να αξιοποιηθεί ταχύτατα για την προώθηση πολιτικών, που θα ευνοούν την αναζήτηση συναινετικών λύσεων και θα υποστηρίζουν την ανάπτυξη της χώρας, θα εξασφαλίζουν την κοινωνική δικαιοσύνη και θ’ αποκαθιστούν τη σχέση και την αντίληψη των πολιτών προς την Ευρώπη και τους θεσμούς της. Θα είναι κρίσιμο να επιδιωχθούν άμεσα και συστηματικά εκείνες οι επιλογές, που θ’ αποκαθιστούν τη διασπασμένη συνοχή της κοινωνίας και θα συντονίζουν το βηματισμό της στη βάση ενός κοινά αποδεκτού σκοπού κι ενός ευκρινούς και ξεκάθαρου οράματος για την ασφαλή μετάβασή της στο αύριο με ενότητα, ισότητα, δικαιοσύνη.

Μπορεί στην ευφορία και τον ενθουσιασμό των ημερών ο χρόνος να φαντάζει σχετικός ή και ατέλειωτος. Αν όμως η επίδρασή του υποεκτιμηθεί κι –αντίθετα– υπερεκτιμηθούν οι δυνατότητες της επικοινωνίας και της «νωπής εντολής», τότε μπορεί να σπαταληθεί άσκοπα και να έρθει ξαφνικά εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό, που η αβεβαιότητα θα επιστρέψει κι όλος αυτός ο ενθουσιασμός κι η αισιοδοξία θα δώσουν μονομιάς τη θέση τους και πάλι στην απογοήτευση και την οργή με ό,τι αυτό μπορεί τότε να σημαίνει και να συνεπάγεται.

«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει», λέει η παροιμία, αλλά, «από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα», λέει μια άλλη. Η κοινωνία μας κι η χώρα όλη ελπίζει, γιατί έτσι της υποσχέθηκαν κι έτσι πίστεψε, ότι αυτός είναι ο τελευταίος «μνημονιακός χειμώνας», ότι τα νομοσχέδια όλα είναι ήδη έτοιμα, αλίμονο αν έρθει η μέρα να διαπιστώσει και ν' αντιληφθεί, ότι το μνημόνιο δεν καταργείται, αλλά απλώς προς το παρόν πάει μόνο διακοπές.

Photo: Tattoos my