Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Κλαίγοντας με τον Τσίπρα.


Κλάμα, πολύ κλάμα, αυτό το Σαββατοκύριακο. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κλαίνε με λιγμούς γιατί αναγκάζονται να ψηφίσουν νέα σκληρά οικονομικά μέτρα, οι βουλευτές της αντιπολίτευσης κλαίνε γοερά, επειδή –λένε– ψηφίζονται αυτά τα σκληρά μέτρα. Εμείς, οι υπόλοιποι, απλώς κλαίμε, καθημερινά κι εντύπωση πια δεν μας κάνει.

Μια - μια πέφτουν οι κόκκινες γραμμές, όπως κι οι ψευδαισθήσεις, όπως και το παράλληλο πρόγραμμα, όπως και τα ισοδύναμα, όπως τόσες και τόσες καλές προθέσεις κι εξαγγελίες. Όταν οι προσθέσεις δεν βγαίνουν, τα μεγάλα λόγια γίνονται στην καλύτερη περίπτωση απλώς προθέσεις και στη χειρότερη ψέματα και κοροϊδίες.

Από χρόνια, από τότε που η κρίση έδειξε τα δόντια της, νομίσαμε ότι ρίχνοντάς της βορά τον Παπανδρέου εμείς θα γλιτώναμε από δαύτη, έτσι τουλάχιστον πιστέψαμε ακολουθώντας τους θιασώτες του Ζαππείου. Κατ’ εμέ εκεί χάθηκε η ευκαιρία. Εκεί, σ’ αυτή την περίοδο χάθηκε χρόνος, χάθηκαν επιλογές. χάθηκαν τ’ αυγά και τα πασχάλια. Όπως το προηγούμενο διάστημα είχε «χαθεί η μπάλα» κι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός σήκωσε, τελικά, τον ανεμοστρόβιλο των μνημονίων, του ΔΝΤ, των μέτρων και της επιτήρησης της χώρας.

Και στις δυο περιπτώσεις μπορεί το ΠΑΣΟΚ να μην είναι –κάθε άλλο– άμοιρο ευθυνών, αλλά ο καταλύτης, η θρυαλλίδα της κρίσης, ήταν η Νέα Δημοκρατία. Οι εσφαλμένες πολιτικές επιλογές της των περιόδων 2004 – 2009 και 2010 – 2012 έβλαψαν ανήκεστα τη χώρα κι ουσιαστικά της στέρησαν, αφενός μεν τη δυνατότητα ν’ ακολουθήσει μιαν αναπτυξιακή πορεία ως πλήρες κι ισότιμο μέλος της ΟΝΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης κι αφετέρου ν’ αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά και ψύχραιμα την κρίση από το 2010 και μετά.

Δεν χρειάζεται επιχειρηματολογία περισσότερη νομίζω γι’ αυτό, έχουν γραφτεί κι έχουν ειπωθεί τόσα πολλά από τόσους πολλούς. Μέρα με τη μέρα και χρόνο με το χρόνο, η ίδια η πραγματικότητα το επιβεβαιώνει. Κυβέρνηση με την κυβέρνηση και μνημόνιο με το μνημόνιο, οι επιλογές που είχε κι εξακολουθεί να έχει η χώρα προκειμένου να εξακολουθήσει την Ευρωπαϊκή της πορεία, είναι δεδομένες, ασφυκτικές και δυσάρεστες. Ανεξάρτητα από κυβερνητικό σχήμα, ανεξάρτητα από ηγεσία, ανεξάρτητα από κοινωνικές αντιδράσεις, αυτό που προκύπτει μέχρι σήμερα, είναι ότι θα πρέπει να γίνουν θεαματικές αλλαγές στο κράτος κι η χώρα να προσαρμόσει πλήρως το πρότυπο οργάνωσης και λειτουργίας της στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού κεκτημένου. εφόσον θέλει στο παρόν και το μέλλον να το διατηρήσει.

Το γεγονός αυτό και μόνο αποδεικνύει με δραματικό –δυστυχώς– τρόπο, ότι η χώρα για πάνω από δέκα χρόνια ξοδεύει αδιάκοπα, όχι μόνο χρήματα, πόρους κι αγαθά, αλλά χρόνο, ηθικό, αξιοπρέπεια, ανθρώπινο κεφάλαιο, ευκαιρίες. Χάνουμε, σπαταλάμε αδιάκοπα απ’ αυτά που με κόπο, προσπάθεια και –γιατί όχι;– περηφάνια διεκδικήσαμε, κατακτήσαμε, κερδίσαμε. Από σπιράλ τρόμου, σε σπιράλ τρόμου και βρισκόμαστε ν’ ακροβατούμε –το τελευταίο διάστημα με ιδιαίτερη ένταση– στην κόψη του ξυραφιού, μέχρι πότε;

Με κλάματα και βρισιές, με βαρυγκόμιες και συγγνώμες το νέο πακέτο μέτρων θα γίνει νόμος του κράτους. Σίγουρα θα μπορούσε να είναι ελαφρύτερο, ασφαλώς και θα μπορούσε να είναι δικαιότερο, χίλια τοις εκατό θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, όπως και το προηγούμενο και το προπροηγούμενο. Τα λάθη μας, τα δικά μας λάθη, μας έφεραν εδώ, τα ίδια λάθη, αν επαναληφθούν, θα μας οδηγήσουν στα ακόμα πιο σκληρά μέτρα, στον «κόφτη» και σ’ ένα νέο αδιέξοδο.

Αν η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή ν’ απαλλαγεί από τον κακό εαυτό της, αν δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί και ν’ αντιμετωπίσει με παρρησία τις προκλήσεις του παρόντος, είναι υποχρέωση των άλλων κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης να ξεφύγουν από τη μίζερη και κλαψιάρικη αντιπολιτευτική τακτική τους. Μόνο η αλήθεια κι η παραδοχή της πραγματικότητας μπορεί να δικαιώσει την παρουσία του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού στο πολιτικό προσκήνιο και να δώσει οντότητα και κύρος στον πολιτικό τους λόγο και τη κοινοβουλευτική τους παρουσία.

Ας μην παρασυρθούν στον εύκολο δρόμο της καταστροφολογίας και της ισοπέδωσης που μας έφερε λίγο – λίγο ίσαμ’ εδώ, στο χείλος της καταστροφής. Ας αποποιηθούν το ρόλο του Σαμαρά και του Τσίπρα όταν βρίσκονταν στην αντιπολίτευση, ας αποφύγουν τις δελεαστικές –πλην όμως παντελώς ξύλινες– κορώνες του κοινοβουλευτικού βήματος, των εφήμερων πρωτοσέλιδων, των αποπροσανατολιστικών πάνελ.

Ας αδράξουν την ευκαιρία ν’ αναδειχτούν σε πολιτικές δυνάμεις ευθύνης σε μια σκληρά δοκιμαζόμενη χώρα, αλληλέγγυες σ’ έναν δοκιμαζόμενο λαό, τολμώντας να υπερβούν τις μόνες κόκκινες γραμμές που εκ των πραγμάτων στη συνείδηση αυτού του λαού και σ’ αυτή την κρίσιμη συγκυρία δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, τις κόκκινες γραμμές των δεξιών, αριστερών, κεντρών κ.ο.κ.

Ας πουν τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Ας μιλήσουν με ειλικρίνεια για το πού βρισκόμαστε, τι θα πρέπει να γίνει από αύριο και μετά, για το κράτος, την οικονομία, την αύξηση της παραγωγικότητας, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ας πιέσουν υποστηρίζοντας την κυβερνητική πλειοψηφία να χαράξει και ν’ ακολουθήσει έναν εθνικά ωφέλιμο δρόμο, μιαν εποικοδομητική κυβερνητική πολιτική, μακριά από τις επιλογές και τα  σφάλματα του παρελθόντος. Ας επισημάνουν παγίδες και κινδύνους, ας αναδείξουν δυνατότητες κι ευκαιρίες.

Ας προσεγγίσουν την ενδεχόμενη επιτυχία του προγράμματος, όχι με φόβο κι αποστροφή, όχι σαν αποτυχία τους, αλλά σαν επιτυχία της χώρας, σαν δικό τους επίτευγμα. Η μικροψυχία, οι τακτικισμοί κι μικροπολιτικοί υπολογισμοί δεν θα είναι από αύριο και μετά η ταφόπλακα μόνο για το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, αλλά για ολόκληρη τη χώρα. Και ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα να σχεδιάζει και να επιδιώκει αυτό το πρόγραμμα ν’ αποτύχει, οι πολιτικές δυνάμεις αυτές έχουν ένα και μόνο χρέος απέναντι στη χώρα και το λαό, ν’ ανατρέψουν αυτά τα σχέδια.

[Και τότε, ας μείνει η Νέα Δημοκρατία να κλαίει μόνη, δεν θα ‘ναι καθόλου μα καθόλου άδικο. Θα ‘ναι αποτέλεσμα και συνέπεια άλλης μιας λαθεμένης επιλογής].

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Όχι άλλο Πρωτόπαππα.



Όλοι βρίζουν το ΠΑΣΟΚ και στο ΠΑΣΟΚ βρίζονται μεταξύ τους. Εντάξει, δε βρίζονται ακριβώς, απλώς δε μιλιούνται και βάζουν άλλους, δεξιά κι αριστερά, να βρίζουν γι’ αυτούς.

Οι άλλοι στη Νέα Δημοκρατία θέλουν εκλογές. αναθάρρησαν, μάλιστα, και κάποια φωτεινά μυαλά κι αρχίσανε τις συζητήσεις για απολύσεις στο δημόσιο. Σιγά, ρε παιδιά, μη σας φύγει κανένας πόντος. Σβερκώσατε άρον – άρον στον Κυριάκο απελπισμένοι δεξιοί κι αριστεροί κρατικοδίαιτοι, είδατε φως και στις δημοσκοπήσεις και του δίνετε να καταλάβει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μακράν. οι άνθρωποι είναι επιστήμονες. Μας έχουν γραμμένους όλους, κάνουν τα ίδια και χειρότερα απ’ ότι όλοι οι προηγούμενοι μαζί και μετά πουλάνε τρέλα. Βγάζουν ένα Λαζαρίδη, ένα Φάμελο κι ένα Σεβαστάκη στο γυαλί –άντε, κι ένα Μανιό, αφού γουστάρεις– και γίνεται το έλα να δεις, ο κόσμος καίγεται και λιώνει κι αυτοί στον δικό τους κόσμο τον αγγελικά πλασμένο με τα υλικά από την κατεδάφιση της ΕΣΣΔ, του προγράμματος της Θεσσαλονίκης και του σκισμένου μνημονίου –μ’ ένα νόμο και μ΄ένα άρθρο όπως όλοι πολύ καλά θυμόμαστε.

Στις πανάκριβες εποχές που ζούμε η φτήνια στην πολιτική δίνει και παίρνει. Τζάμπα πράμα έγιναν τα λόγια, οι υποσχέσεις, τα προγράμματα, οι διακηρύξεις κι οι κόκκινες γραμμές –αυτό πάλι πού το βάζεις; Αφού ξεμείναμε από οράματα, από ιδέες, από προτάσεις και λύσεις, αμολάμε ό,τι μας κατέβει στο κεφάλι, λέμε όποια αρλούμπα μας έρθει και –δόξα τω Θεώ– έχουν κι οι δημοσιογράφοι να βγάλουν το μεροκάματό τους.

Ίσως άλλοι να μην αισθάνονται πιο άβολα από εμάς, από τους συμπολίτες μας που πολιτικοποιηθήκαμε με τα ιερά νάματα της 3ης Ελληνικής δημοκρατίας, αλλά προπαντός με τις αρχές και τις ιδέες της διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη, του συμβολαίου με το λαό, του προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης 1982 – 1987 κι άλλα σπουδαία κείμενα κι αναλύσεις ων ουκ έστι τέλος. Όχι όλοι βέβαια, κάποιοι έχουν κατορθώσει να βολεύονται και να πολιτεύονται με όλους τους καιρούς κι όλες τις καταστάσεις.

Κανέναν δεν ενδιαφέρουν τα συναισθηματικά και τα ψυχολογικά μας αδιέξοδα, το κατανοώ. Εδώ δεν μπορούν επί τόσα χρόνια να συμφωνήσουν μεταξύ τους με ποιον τρόπο θα καταφέρει να βγει η χώρα κι ο λαός μας απ’ το αδιέξοδο, το αδιέξοδο στο οποίο αυτοί οι ίδιοι –πρωτίστως αλλά όχι αποκλειστικά– την οδήγησαν. Κανέναν δεν ενδιαφέρει, αν ο κόσμος που πίστεψε κι ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ επί τόσες δεκαετίες έχει σκορπίσει στους πέντε ανέμους γεμάτος πίκρα, απογοήτευση, θυμό κι οργή.

Ξέρω, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές εκείνο που ενδιαφέρει είναι να καταλάβεις πού το πάω, αυτό μόνο είναι σήμερα το ζέον, το φλέγον, αν είμαι με το Βενιζέλο ή με το Γιώργο, με το Σημίτη ή, ίσως, χειροκροτητής της Φώφης. Σε βγάζω αμέσως απ’ την αγωνία, για να μην κουράζεσαι να διαβάσεις παρακάτω, εξάλλου αυτά που γράφω εμένα –όπως προανέφερα αφορούν, που βλέπω τριγύρω τι συμβαίνει και προσπαθώ να συντονίσω την περπατησιά μου πολιτικά, αλλά τρεκλίζω, ζαλίζομαι και παραπατάω.

Ο καθρέφτης μου έχει βαρεθεί να με φτύνει και τι μ’ αυτό; Λύση δεν μου δίνει, οι λύσεις υπήρχαν όμως, το ξέρω, πριν πενήντα, τριάντα, είκοσι, δέκα χρόνια, πριν μια πενταετία πιθανόν. Ποιος σήμερα έχει την υπομονή και τη διάθεση να σπάσει το κεφάλι του να σκεφτεί και να συλλάβει, να προτείνει στην κοινωνία μια πειστική πρόταση, έναν λόγο ουσίας για να πεισθεί και να ακολουθήσει. Εδώ ένα κουρελόχαρτο όπως το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» κι έγινε παντιέρα και λάβαρο για μια ολόκληρη γενιά, για τη γενιά των απελπισμένων νέων, των ανέργων και των κοινωνικά αδύναμων, δέκατη τρίτη σύνταξη, βλέπεις, υποσχόταν, δωρεάν ρεύμα σε 300.000 νοικοκυριά, τι μου λες τώρα.

Το μόνο που δεν αναρωτιέμαι πια είναι, αν ο γιαλός είναι στραβός ή στραβά αρμενίζουμε. και ο γιαλός είναι στραβός και στραβά αρμενίζουμε. Από πάντα ήταν έτσι όμως. Μπορεί η κλίση κατά καιρούς να ‘ταν μικρότερη, αλλά τα στραβά ήταν κι έμεναν από πάντα στραβά. Με τις διαπιστώσεις όμως όχι μόνο τίποτε δεν βγαίνει, αλλά όλο και βουλιάζω περισσότερο στο τέλμα και την επιθανάτια ακινησία. Πολιτικά επιθανάτια –λες γι’ αυτό ν’ αναζητάνε τώρα και ψήφο απ’ τους 17άρηδες; 

Σ’ αυτόν το γιαλό αρμενίζαμε επί χρόνια, μ’ έναν ήλιο μακελάρη της δεξιάς, πρωτοπαλλήκαρο στα συλλαλητήρια της ΓΣΕΕ με τις ευλογίες –και τα μισθολόγια– των ΔΕΚΟ, πρώτη μούρη στα μέσα και τα έξω των υπουργείων και των Υπηρεσιών, πρώτη θέση στα προεκλογικά μπαλκόνια και τα τσιμπούσια. Κλααάμα τώρα για το ασφαλιστικό του Γιαννίτση. Τι υποκρισία. ακόμα και τώρα φοβούνται να μιλήσουν στα ίσα για τις συντάξεις.

Το ωραίο είναι ότι βγαίνει ο Σημίτης –εγώ «τον πάω» και βρες μου εσύ έναν καλύτερο σύγχρονό του– και λέει «προτιμώ να είμαστε δυσάρεστοι παρά ψεύτες», τον ακούνε πεντακόσιοι νοματαίοι και κάποιες χιλιάδες το διαβάζουν και η ζωή στο ΠΑΣΟΚ συνεχίζεται. με ποιους θέλουμε να κυβερνήσουμε. Το πρόβλημα δεν είναι η κυβέρνηση, ρε σύντροφοι, θα ‘ρθει κι αυτή όταν έρθει η ώρα της, αλλά ως εκείνη την ώρα πείτε τα πράγματα με τ’ όνομά τους.

Αν έχετε κάτι να δώσετε σ’ έμενα και στην καθημαγμένη κοινωνία, αν έχετε αυτή την ώρα μια ευθύνη, είναι να προσφέρετε με ειλικρίνεια κι απλότητα μια χαραμάδα ζωής, σε τρία, πέντε, δέκα χρόνια, όχι μετά θάνατον. Το ‘χετε; Δεν με πείθετε ότι το ‘χετε, ρε σύντροφοι, και με λυπεί αυτό, όχι γιατί δε θα πάψει ο καθρέφτης μου να με φτύνει, αλλά γιατί υπάρχει ένας κόσμος που ακόμα κουβαλά μες στην καρδιά και το μυαλό του το ΠΑΣΟΚ, ρε σύντροφοι, κι εσείς μου στέλνετε πάλι τον Πρωτόπαππα να μ’ ενημερώσει για τ’ αποτελέσματα της συνδιάσκεψης, ρε σύντροφοι. Δεν έχω τίποτε με τον άνθρωπο, αλλά μια ζωή Πρωτόππα, το βαρέθηκα πια, ρε σύντροφοι, το βαρέθηκα.

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Pasokcification ή Συριζανελέησον;


Πληρώνουμε τις αμαρτίες και τις αυταπάτες δύο πολιτικών, δύο πολιτικών, που θεμελίωσαν τον αντιπολιτευτικό τους πολιτικό λόγο κι οικοδόμησαν την καριέρα τους μέχρι την πρωθυπουργία πάνω στο μεγαλύτερο κατασκευασμένο ψέμα, στη μεγαλύτερη απάτη, σε βάρος του λαού και της χώρας, το ψευτοδίλημμα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο».

Λάβροι υποστηρικτές της αντιμνημονιακής ρητορείας όσον καιρό θήτευσαν στα έδρανα της αντιπολίτευσης, αδίστακτοι δημαγωγοί και καιροσκόποι, ανέκρουσαν πρύμνη μετά την κατάληψη της εξουσίας και της διακυβέρνησης του τόπου. Σκληροί κι ανυποχώρητοι διαπραγματευτές στα λόγια και στις δηλώσεις μέχρι, τελικά, να υπογράψουν ως και την τελευταία υποσημείωση τις δανειακές συμφωνίες.

Έξι χρόνια, έξι ολόκληρα χρόνια, μέχρι να φτάσουμε με διαλυμένο τον κρατικό μηχανισμό, διαλυμένο το πολιτικό σύστημα, διαλυμένη την οικονομία, διαλυμένη την κοινωνία, σε κάποιες αυτονόητες, σκληρές αλλά κι αναγκαίες αποφάσεις. Έξι χρόνια που καμιά συμφωνία, κανένα Eurogroup και καμιά σύνοδος κορυφής δεν πρόκειται να ξαναφέρουν πίσω. Έξι χρόνια κατεβαίνουμε μέρα τη μέρα και μήνα το μήνα τα σκαλιά προς την κόλαση του διχασμού, της μισαλλοδοξίας, του εκφασισμού, της οργής και της αγανάκτησης, της απογοήτευσης και κατάθλιψης.

Χρειάστηκε να χαθούν όλα αυτά τα πολύτιμα χρόνια, να χαθεί μια ολόκληρη γενιά, να χαθεί η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία και τους θεσμούς, να χαθούν τόσα εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία, να χαθούμε μεταξύ μας, προκειμένου ν’ αποδεχτούν –άλλος ρητά, ξεκάθαρα κι άλλος σιωπηλά ή με υπεκφυγές– ότι η χώρα είναι αναγκαίο να προχωρήσει σε γενναίες αποφάσεις για αλλαγές, που να κατοχυρώνουν την παραμονή της στην ΟΝΕ κι επιβεβαιώνουν τη σταθερή κι αταλάντευτη βούληση του Ελληνικού λαού ως προς τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όσοι επίμονα όλα αυτά τα χρόνια υποστήριξαν την ανάγκη συμφωνίας στο πλαίσιο των δανειακών συμβάσεων, έγιναν γραφικοί, περίγελος κι αποδέκτες του λοιδορίας και της καταισχύνης εκείνων που μπαινόβγαιναν στο Ζάππειο σαν να ήταν το χημικό εργαστήριο που θα κατασκεύαζαν το «άλλο μείγμα» οικονομικών μέτρων, αλλά κι εκείνων που από πλατεία σε πλατεία έσκιζαν και καταργούσαν το μνημόνιο μ’ ένα νόμο κι ένα άρθρο.

Η πραγματικότητα κι η αλήθεια είναι αμείλικτη και για τους ανεύθυνους λαϊκιστές και για τους μαθητευόμενους μάγους, για όλους εκείνους που από τις κορώνες της αντιμνημονιακής αγανάκτησης, αναγκάστηκαν να ψελλίσουν τις ομολογίες για τις αμαρτίες και τις αυταπάτες τους.  Τώρα που όλοι πλέον στέκονται στο φως, φαίνεται και το πολιτικό τους ανάστημα και το μέγεθος της υποκρισίας και του ψεύδους τους.

Ο λογαριασμός, βέβαια, πάλι σ’ εμάς θα έρθει. Πάλι ο λαός θα πληρώσει και για τις αμαρτίες του Αντώνη Σαμαρά και για τις αυταπάτες του Αλέξη Τσίπρα. Μέχρι σήμερα, άλλωστε, ποιος πλήρωνε τα λάθη, τις παραλείψεις, τα δανεικά και τα χρωστούμενα του κάθε φιλόδοξου Σαμαρά ή του κάθε λαϊκιστή Τσίπρα;

Είναι κρίμα όμως, ναι, είναι πολύ κρίμα, όχι γιατί ο λογαριασμός κι οι επιβαρύνσεις ή οι μειώσεις που έρχονται είναι όντως δυσβάσταχτες, αλλά γιατί μέχρι να φτάσουμε σ’ αυτή την κατάσταση το έχουμε πληρώσει ακριβά ως χώρα και ως κοινωνία. Τολμούν κάποιοι –γιατί βλέπεις θέλει τόλμη στους καιρούς που βρεθήκαμε– να υπενθυμίσουν, ότι αν το 2010 ή και το 2011 υπήρχε στοιχειώδης ανοχή αν όχι συναίνεση ώστε να προχωρήσουν απρόσκοπτα κάποιες αναγκαίες και κρίσιμες αλλαγές, σήμερα ασφαλώς οι συνθήκες θα ήταν πολύ καλύτερες. Τότε όμως ήταν που ο Αντώνης Σαμαράς θέλησε να ζήσει τη γοητεία της αμαρτίας και το δικό του success story και μαζί μ’ αυτόν κι όσοι από το ΠΑΣΟΚ σαγηνεύτηκαν και σεληνιάστηκαν για μιαν ακόμα φορά από τη γλύκα της εξουσίας και της συγκυβέρνησης.

Αν τότε όλο αυτό το σύστημα –γιατί τι άλλο εκτός από σύστημα μπορούσε να ήτανε;– με προεξάρχοντες καναλάρχες και μίντια, κρατούσε ψύχραιμη κι υπεύθυνη στάση, αν συμμεριζόταν τις δυσκολίες και τις πρωτόγνωρες συνθήκες του εγχειρήματος, αν σεβόταν τους κανόνες της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού, αν δεν ακολουθούσαν τον απάνθρωπο δρόμο του πολιτικού κανιβαλισμού και της ηθικής εξόντωσης του πολιτικού αντιπάλου, δεν θα γέμιζαν τόσο εύκολα λίγο αργότερα οι δρόμοι κι οι πλατείες αγανακτισμένους, δεν θα χρειαζόταν και δεύτερο και τρίτο μνημόνιο –και βλέπουμε– ούτε θα κυριαρχήσουν τα άκρα κι οι ολοκληρωτικές φωνές του πολιτικού συστήματος.

Με «αν», φυσικά, δεν γράφεται η ιστορία. Ζούμε στο σήμερα κι έρχονται οσονούπω κι άλλα ακόμα πιο δύσκολα, τι θα κάνουμε; Θα συνεχίσουμε την ελεύθερη πτώση και την αυτοκαταστροφική πορεία ή θα γίνει αυτός ο νέος λογαριασμός ο τελευταίος κη αφορμή για την κυβέρνηση, για την αντιπολίτευση, για τον καθένα μας και για όλους μαζί να λογαριαστούμε, επιτέλους, με τις αδυναμίες και τα πάθη μας, με την επιπολαιότητα και την απερισκεψία μας. 

Μια κόκκινη γραμμή μένει, κατά τη γνώμη μου, να τραβηχτεί και αταλάντευτα να διατηρηθεί, στις τόσες που καταπατήθηκαν και ξεχάστηκαν, μια κόκκινη γραμμή με τις αμαρτίες και τις αυταπάτες του παρελθόντος. Αν αυτό συμβεί, αν η ωριμότητα, η λογική κι η σκληρή δουλειά κερδίσουν τη μάχη από τον λαϊκισμό, την ανευθυνότητα και τα χέρια στις τσέπες, τότε ένα σημαντικό βήμα μπορεί να έχει γίνει για να προχωρήσουμε.

Ας το πάρουν απόφαση, λοιπόν, για να πάμε παρακάτω, δεν χρειάζονται τούτη την ώρα πανηγυρισμοί, νταούλια και ζουρνάδες, το «ιστορία μου αμαρτία μου» μπορεί να εκφράζει πολλούς στην κυβέρνηση και στη βουλή και να ζει στη μνήμη και τις καρδιές, αλλά δεν μπορεί πλέον να τους οδηγεί. ειδάλλως, ταχύτατα το Pasokcification θα μετεξελιχθεί σε… Συριζανελέησον!...

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Κι όμως, λεφτά υπάρχουν.


Λεφτά υπάρχουν! Όχι, δεν αναφέρομαι ούτε στις γεμάτες ταβέρνες, ούτε στις μαζικές εξόδους τις ημέρες των εορτών. Αυτά μπορούν να τα επικαλούνται όσοι θέλουν ν' ανακαλύψουν επιχειρήματα για να υποστηρίξουν σκοπιμότητες κι αδιέξοδες πολιτικές λιτότητας.

Η είδηση αυτή το έφερε στο μυαλό μου, που οι τοπικοί φορείς των Ιωαννίνων διερωτώνται μεταξύ των άλλων σε επιστολή τους προς τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα: «Υπερβαίνει κάθε λογική η σκέψη ότι το Ελληνικό Δημόσιο δαπανά περίπου 22 εκατ. ευρώ για ένα αεροδρόμιο το οποίο απαξιώνεται, όσο δεν εξασφαλίζουμε την πτητική του αξιοπιστία με την τοποθέτηση του κατάλληλου συστήματος προσέγγισης. Όταν μάλιστα το κόστος αυτού, είναι πολλαπλάσια μικρότερο των χρημάτων που ήδη έχουν δαπανηθεί για τις υποδομές του αεροδρομίου!»

Ναι, λεφτά υπάρχουν –παρά την κρίση, παρά τις περιοριστικές πολιτικές, παρά τις διαδοχικές μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις– αλλά για να σκορπιούνται σε ατέρμονες εργολαβίες, για να διατηρούνται επιδόματα σε γαλαντόμες Υπηρεσίες, για να εξακολουθούν πολυδάπανες κι ατελέσφορες διαδικασίες.

Πώς; Μα είναι απλό. Γιατί απλούστατα, τίποτε δεν έχει αλλάξει στον τρόπο εκτέλεσης έργων από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ) στα διάφορα αεροδρόμια της χώρας από τότε που ξέσπασε η κρίση. Τίποτε δεν έχει αλλάξει στον τρόπο υπολογισμού και αξιοποίησης των εσόδων από το Eurocontrol. Κανείς δεν σχεδιάζει συστηματικά για το πώς και το πού επενδύονται τα έσοδα από το τέλος «ανάπτυξης κι εκσυγχρονισμού αεροδρομίων».

Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι, ακόμα μέχρι σήμερα, που αναζητιούνται εναγωνίως περικοπές από τους προϋπολογισμούς των υπουργείων, που «κλαιγόμαστε» ότι τα νοσοκομεία δεν έχουν τα απαραίτητα πρώτης ανάγκης και ετοιμάζονται περικοπές στα δημόσια σχολεία, έργα στα αεροδρόμια να εκτελούν οι τεχνικές υπηρεσίες της ΥΠΑ, αλλά ταυτόχρονα και αρμόδια γενική διεύθυνση της γενικής γραμματείας δημοσίων έργων;

Λεφτά υπάρχουν. Αλλά είναι καλά προστατευμένα από τα υφιστάμενα δίκτυα «προστασίας». Όχι, δεν είναι σε σεντούκια ή σε τράπεζες του εξωτερικού, είναι τα λεφτά που αν «αποκαλυφθούν» κι αξιοποιηθούν, θα δώσουν ισχυρή επενδυτική ώθηση στο κράτος και την οικονομία, δημιουργώντας, συγχρόνως, συνθήκες ασφάλειας κι ενθαρρύνοντας να «δουν το φως» σταδιακά κι όλα τα υπόλοιπα κρυμμένα δεξιά κι αριστερά.

Αν κάτι είναι κατά τη γνώμη τραγικό σε σχέση με την κρίση που βιώνουμε, είναι ότι μείναμε κι εξακολουθούμε να μένουμε στα ρηχά και τα εύκολα. Το έργο στο αεροδρόμιο Ιωαννίνων είναι μια μόνο όψη της πραγματικότητας στο Ελληνικό δημόσιο, είναι μια μόνο πτυχή του ανορθολογισμού και της σπατάλης που εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει, γιατί οι πολιτικοί ταγοί όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια –θα έπρεπε από πιο πριν, αλλά έστω και τώρα δεν βλάπτει, το αντίθετο– διστάζουν, φοβούνται ή και αδιαφορούν να «σπάσουν αυγά», δειλιάζουν κι αποφεύγουν να μπουν στα βαθιά νερά της γραφειοκρατεία και του συστήματος της δημόσιας διοίκησης.

Ακουμπούν κι αγγίζουν τα ανώδυνα, τα προφανή, αυτά που παραδοσιακά διευκόλυναν την παραμονή τους στη θέση κι εξασφάλιζαν ανέξοδη κι ακίνδυνη δημοσιότητα. Ο κανόνας ίδιος κι απαράλλαχτος επί δεκαετίες, το ίδιο και τόσα χρόνια στην κρίση. Αλλαγή στο δημόσιο σημαίνει πρώτα και κύρια αντικατάσταση προϊσταμένων, αλλαγές στις διοικήσεις των οργανισμών, τροποποιήσεις στα οργανογράμματα και –οπωσδήποτε– διορισμοί. Ούτε αξιολόγηση, ούτε έλεγχος, ούτε κριτήρια κόστους - ωφέλειας.

Τετριμμένα κι απλά πράγματα ίσα για να κυλά ο καιρός κι η θητεία ανώδυνα. Τι κι αν οι οδύνες κι ο πόνος στην κοινωνία μεγάλωνε, πολλαπλασιαζόταν κι εξαπλωνόταν; Τι κι αν αυτές οι ανέξοδες αλλαγές στοίχιζαν στην κοινωνία ηθικά και υλικά; Τι κι αν κατέστρεφαν, αν διέλυαν, αν εξαθλίωναν ανθρώπινες ζωές, την κοινωνία στο σύνολό της; Οι «αλλαγές» και τα «έργα» προχωρούν, όπως πάντα, όπως τον καιρό της ευμάρειας, των Ευρωπαϊκών πακέτων και των λοιπών παροχών από τα Ευρωπαϊκά ταμεία και θεσμούς, που –ειρήσθω εν παρόδω– σήμερα κατακεραυνόνουμε και θέλουμε να φύγουν κακήν κακώς.

Αυτό το δημόσιο θα πρέπει ν’ αλλάξει. όσο αυτό δεν συμβαίνει τόσο οι φόροι θα αυξάνονται, τόσο οι οριζόντιες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις θα πολλαπλασιάζονται. Αν αυτές οι νοοτροπίες, οι αντιλήψεις κι οι διαδικασίες δεν ανατραπούν, έξοδος από την κρίση δεν πρόκειται να διαφανεί. Τα υπόλοιπα για «σκληρές διαπραγματεύσεις» και «ανάλγητους δανειστές» είναι λόγια του αέρα και για κατανάλωση στα μέσα.

Οι «έξω» γνωρίζουν καλά ότι «λεφτά υπάρχουν», οι «μέσα» το κρύβουν, έχουν βλέπεις «πελάτες» να κανακέψουν και καριέρες να προστατέψουν…

Photo: IOANNINA TIMES