Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Παραιτηθείτε, έρχονται διακοπές.


Επί της ουσίας μια ζωή παραιτημένοι είμαστε. Ποιοι; Μα, εμείς, ο πληθυσμός, ο λαός, οι εκλογείς, οι οπαδοί, οι ‘Ελληνες. Είμαστε παραιτημένοι, γιατί δεν έχουμε μάθει να λειτουργούμε συλλογικά κι οργανωμένα και ν’ αξιοποιούμε με μεθοδικότητα και πνεύμα συνεργασίας τις δυνατότητες του διαλόγου, της σύνθεσης, της συνεννόησης.

Ο καθένας από τη σκοπιά του, μόνος του, κατά το δοκούν κι ανάλογα με το συμφέρον και το σκοπό ή τις επιδιώξεις του, κατά το γούστο και τις συνήθειές του, επιχειρούμε να επιλύσουμε το όποιο πρόβλημα, να επιτύχουμε τον όποιο στόχο, να πραγματώσουμε τα σχέδιά μας. Παράλληλες πορείες και προσπάθειες ακόμα και για κοινά και ταυτόσημα θέματα και ζητήματα, για κοινούς προβληματισμούς και ιδέες. Χιλιάδες, εκατοντάδες, εκατομμύρια μοναδικότητες στο κυνήγι της ζωής, της επιτυχίας, της ευτυχίας, της πραγμάτωσης των ονείρων μας.

Νερό στο μύλο των διαμεσολαβητών, των εξυπηρετητών, των ημετέρων. Κάποιος «να μιλήσει», κάποιος «να φροντίσει», κάποιος «να σπρώξει», κάποιος «να βοηθήσει». Κανόνες, νόμοι, θεσμοί κάμπτονταν μπροστά στην προαιώνια Ελληνική «κανονικότητα» του «μέσου». οι εγκύκλιοι κι οι οδηγίες, παράλληλα, συντηρούσαν κι ενδυνάμωναν αδιάκοπα την παντοδυναμία του.

Γενιά με τη γενιά κι από στόμα σε στόμα η πραχτική αυτή έχει γίνει σύμφυτη με την καθημερινότητα και τη σχέση μας με τα κοινά, με τα δημόσια, με το δημόσιο και το κράτος. Βλέπεις, δε γνώρισε και λίγους διχασμούς αυτός ο τόπος, οπότε πάντα υπήρχαν οι «αντίπαλοι», οι αποκλεισμένοι, οι μη προνομιούχοι. Πάντα κάποιοι θα έπρεπε να παρακαλέσουν, να σκύψουν, να ενσωματωθούν προκειμένου να δουν μια άσπρη μέρα, να φάνε ένα κομμάτι ψωμί.

Κάπως έτσι τα συστήματα εξουσίας, εξουδετερώνουν αποτελεσματικά και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια τις όποιες ανησυχίες για τη δημιουργία κοινωνίας πολιτών με ισχυρές οργανωμένες δομές, σαφείς και ξεκάθαρες ιδεολογικές αναφορές και συντονισμένη συλλογική δράση. Ταυτόχρονα, τα πολιτικά κόμματα –κι ιδιαίτερα τα λεγόμενα «εξουσίας»– στην προσπάθεια επιβολής και κυριαρχίας τους, προτιμούν να συστηματοποιήσουν το μαζικό πολυσυλλεκτικό τους χαρακτήρα, αποφεύγοντας να εμπλακούν στην όποια διαδικασία καλλιέργειας κουλτούρας ενεργητικής συμμετοχής, πολιτικού διαλόγου και δημοκρατικής οργάνωσης. Ο λαός αντιμετωπιζόταν –κι εξακολουθεί ν’ αντιμετωπίζεται– σαν μάζα, σαν όχλος κι όχι σαν σκεπτόμενη και ζωντανή οργανική οντότητα, η επικοινωνία κι ο διάλογος μαζί του απευθύνεται πρωτίστως στο θυμικό και πραγματώνεται κατά κανόνα με τσιτάτα, αφορισμούς, συνθήματα.

Διαχειριζόμενα την κρατική εξουσία και τη δυνατότητα καθορισμού των εκπαιδευτικών πολιτικών, αλλά και γενικότερα της μόρφωσης, της κουλτούρας και του πολιτισμού, η προτεραιότητα κι η έμφαση δόθηκε στα επιφαινόμενα κι ευκαιριακά, στα «εύκολα», στα εύληπτα, στην απομνημόνευση, την αποστήθιση και την επανάληψη. Η κοινωνία έμαθε και συνήθισε να παπαγαλίζει ό,τι άκουγε, ό,τι της υπαγόρευαν, ό,τι δεν διατάρασσε την τάξη, την ηρεμία και την ασφάλεια του συστήματος συμβίωσης και διακυβέρνησης, διαπαιδαγωγήθηκε να παραβλέπει και να προσπερνά τα δύσκολα και τις προκλήσεις, να μην αντιμετωπίζει υπεύθυνα τα λάθη, τις ιδεοληψίες και της φαντασιώσεις που κατά καιρούς έκαναν την εμφάνισή τους κι απειλούσαν την επίπλαστη –ούτως ή άλλως– κοινωνική συνοχή. παρέμεινε συντηρητική, κλειστή, φοβική, ανασφαλής, με το παρελθόν και τους «εφιάλτες» παρόντες σε κάθε της βήμα.

Η ενδυνάμωση και κυριαρχία αυτού του πλέγματος διακυβέρνησης κι η συνάρθρωση αυτής της πατερναλιστικής κι αυταρχικής σχέσης μεταξύ κυβερνήσεων και πολιτών, υποστηριζόμενο παράλληλα κι από ένα αδιαμφισβήτητο και πανταχού παρόν και «παντός καιρού» σύστημα ΜΜΕ, εμπόδισε την ανάπτυξη άλλων ισχυρών διαύλων πίεσης, διεκδίκησης, επικοινωνίας κι ουσιαστικού ελέγχου της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας. Η στάση της κοινωνίας απέναντι στο κράτος και της λειτουργίες του υπήρξε διαχρονικά αμυντική, απορριπτική, ανάδελφη.

Εμπεδώθηκε, φτάνοντας ως τις μέρες μας, λοιπόν, η λογική της απόλυτης εξάρτησης της κοινωνίας από το σύστημα της εκάστοτε διακυβέρνησης κι η επιδίωξη της «εξυπηρέτησης» και της επίλυσης των προβλημάτων, είτε μέσω των πελατειακών δικτύων του κυβερνώντος κόμματος (κομματικές οργανώσεις, συνδικαλιστικές παρατάξεις, βουλευτικά γραφεία κ.λπ.), είτε απευθείας μέσω προσωπικών γνωριμιών και σχέσεων μ’ εκείνους που τυχαίνει να έχουν άμεσο ή και έμμεσο ρόλο στο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας. Η «κοινωνία των πολιτών» συναρθρώθηκε έτσι από πανίσχυρες κρατικοδίαιτες κυρίως και κομματικά ελεγχόμενες συντεχνίες, από διαπλεκόμενες με την εκάστοτε πολιτικο-οικονομική ελίτ επαγγελματικές οργανώσεις, από κάθε λογής και τύπου τοπικά, κοινωνικά, οικονομικά, αθλητικά συμφέροντα, παράγοντες και συλλογικότητες.

Αυτό που συνέβη το ΄11 στις πλατείες το επιβεβαιώνει, αλλά κι όσα ακολούθησαν μέχρι να φτάσει, τελικά, ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Ένα παραλήρημα κατευθυνόμενης οργής, μίσους κι αγανάκτησης. Ένα κρεσέντο κομματικής αδιαλλαξίας, συστηματικής προπαγάνδας και πολιτικού τυχοδιωκτισμού, που εγκλώβισε χιλιάδες απογοητευμένους κι απελπισμένους πολίτες στη δίνη και τις συμπληγάδες ενός νέου διχασμού, ενός ανυπέρβλητου πολιτικού και κοινωνικού αδιεξόδου.

Για άλλη μια φορά η κοινωνία έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε στις εκδηλώσεις και τ’ αντανακλαστικά του θυμικού, παραμερίζοντας τις όποιες αμφιβολίες, επιφυλάξεις και δισταγμούς της, παροπλίζοντας τη λογική. Κάτω από το βάρος του θυμού, της οργής και της αγανάκτησης υποχώρησαν οι όποιες, αντιστάσεις σωφροσύνης, ορθολογισμού, καταρρεύσαν τα όποια αναχώματα ψυχραιμίας κι αυτοσυγκράτησης.

Τότε πολλοί –καλόπιστα– θεώρησαν τον ΣΥΡΙΖΑ σαν το νέο «μέσο» για να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, για την αναγέννηση του πολιτικού συστήματος και την απαλλαγή του τόπου από τους υπαίτιους και τους φταίχτες της χρεοκοπίας και των μνημονίων. Ταυτόχρονα, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ τροφοδότησε και χρησιμοποίησε αυτή τη δυναμική, αυτή τη λαϊκή δύναμη σαν το μέσο για το ρεσάλτο στη διακυβέρνηση του τόπου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο στην πολιτική ιστορία της χώρας και πρωτίστως οι υπεύθυνοι δεν είναι όλοι αυτοί που πίστεψαν.

Σήμερα, η απογοήτευση, οι αποδοκιμασίες, τ’ αδιέξοδα εξακολουθούν να δίνουν καθημερινά το ηχηρό παρόν τους. Η διακυβέρνηση του τόπου άλλαξε εύκολα, θα έλεγε κανείς χέρια, για πρώτη φορά μια αυτοχαρακτηριζόμενη σαν αριστερή κυβέρνηση βρέθηκε στο τιμόνι της χώρας, αλλά οι προσδοκίες κι οι ελπίδες που είχε εναποθέσει σ’ αυτήν η κοινωνία διαψεύδονται, ματαιώνονται κι ακυρώνονται πανηγυρικά. Τα προβλήματα κι οι απαιτήσεις των καιρών είναι πολύ πιο σύνθετα και πολύπλοκα από την αλλαγή μιας κυβέρνησης.

Δεν μιλάμε όμως και πάλι γι’ αυτό. Το πρόβλημά μας εξακολουθεί να είναι το ποιος θα κυβερνήσει κι όχι τι πολιτικές χρειάζεται ο τόπος για να ορθοποδήσει. Τα κόμματα έχουν κάθε συμφέρον να το αποσιωπούν, έτσι έχουν μάθει, έτσι βολεύει, έτσι η εναλλαγή στην εξουσία γίνεται πανάκια και άλλοθι ταυτόχρονα για το πολιτικό σύστημα. Φεύγει ο ένας έρχεται ο άλλος, φταίει πάντα ο προηγούμενος κι η ζωή συνεχίζεται, όπως και τα προβλήματα και τ’ αδιέξοδα. Η κοινωνία γίνεται έτσι εύκολος «αντίπαλος», αλλά κι ακόμα ευκολότερος αν έχει συνηθίσει να περιμένει τις λύσεις, να προσδοκά τις επιτυχίες, να εφησυχάζει με υποσχέσεις. αν έχει παραιτηθεί.

Τα γράφω όλα αυτά, γιατί πιστεύω ότι το «παραιτηθείτε» είναι για το σύστημα διακυβέρνησης ο ευκολότερος αντίπαλος που θα μπορούσε να υπάρξει σ’ αυτή τη συγκυρία. Ο αυθορμητισμός του κι η απατρονάριστη τάχα χροιά του είναι τα πρώτης τάξεως υλικά για να ξεγλιστρήσει εύκολα και να χαθεί γρήγορα χωρίς ν’ αγγίξει καν την επιδερμίδα των δυσκολιών και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα. Δεν υπάρχουν ηγέτες, δεν υπάρχουν ευθύνες, αν όμως πετύχει σε πλήθος.  εδώ είμαστε. Γιατί;

Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι πρόβλημα διακυβέρνησης, αλλά πρόβλημα πολιτικών. Το «μεταρρυθμίσεις παντού» γράφεται εύκολα, αλλά μόλις έρθει η ώρα ν’ αλλάξει κάτι που αφορά εμάς που το γράφουμε και το προσυπογράφουμε, θα τρέχουμε είτε να βρούμε «μέσο» για να τ’ ακυρώσουμε, είτε θα ψάχνουμε άλλο κόμμα για να υποσχεθεί αυτό που επιθυμούμε –πάντα θα υπάρχουν οι πρόθυμοι. Η δραστική μείωση του ΦΠΑ γράφεται πανεύκολα, αλλά αν δεν συνοδεύεται από το ποιες δαπάνες του κράτους θα πρέπει να βρεθούν ως ισοδύναμο δεν λέει απολύτως τίποτε. Η αξιοκρατία δίχως σταθερούς θεσμούς, ρόλους και στόχους, χωρίς ευθύνες, έλεγχο, συνέπειες μοιάζει με πολυφορεμένο ρούχο πάνω στο βιασμένο σαρκίο της δημόσιας διοίκησης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κι οι ΑΝΕΛ προσπαθούν αριστερο-αδέξια ν’ ακολουθήσουν και να εφαρμόσουν αυτά που το σύστημα διακυβέρνησης επί δεκαετίες είχε συνηθίσει, αυτό είναι το πρόβλημα κι αυτό δεν αντιμετωπίζεται με γενικότητες και συγκεντρώσεις διαδικτυακής επαναστατικότητας. Δεν παράγεται πολιτική μ’ ένα σκέτο «παραιτηθείτε», παρά μόνο φωτογραφίες για τα σόσιαλ μίντια. Ο λαϊκισμός είναι σύμφυτος με το πολιτικό μας σύστημα κι είναι αδύνατο να ξεριζωθεί μονομιάς, επειδή κάποιοι θα φωνάζουν αύριο «παραιτηθείτε».

Οι ρίζες της κρίσης είναι τόσο βαθιές και πολύπλοκες, που είναι αδύνατο, αν δεν υπάρξει συντονισμένη αντίδραση από οργανωμένους πολιτικά και –προπαντός– αποφασισμένους για κάτι τέτοιο φορείς, όπως είναι τα κόμματα, να χαραχτεί πορεία διεξόδου. Μακάρι η λύση να ήταν τόσο απλή όπως στην περίπτωση της Κύπρου, που επικαλούνται οι διοργανωτές. πόσα χρόνια μνημονίων και λιτότητας χρειάζονται ακόμα για να το καταλάβουν;

Αυτό, λοιπόν, καλό θα είναι να το έχουν κατά νου οι φερέλπιδες διοργανωτές, όταν την Πέμπτη με το καλό,  στα πάνελ και τα «παράθυρα» σοβεί η «μάχη» για το μέγεθος της συγκέντρωσης. Χρήσιμο επίσης θα ήταν να μη διαφεύγει της προσοχής τους, ενόψει της όποιας ενδεχόμενης κλιμάκωσης, ότι οι καλοκαιρινές διακοπές, παρά την κρίση και τα μνημόνια, έστω στο χωριό του παππού και της γιαγιάς, εξακολουθούν να είναι κάτι ιερό κι απ’ αυτές με τίποτε η κοινωνία μας δεν πρόκειται να παραιτηθεί, ποτέ!

Photo: Joinmagazine

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Κατσαρόλες και κουτάλες...


Δεν ξέρω αν πρέπει να κλάψω ή να σκάσω –στην κυριολεξία– απ’ τα γέλια. Σίγουρα, αυτά που διαδραματίζονται τους τελευταίους μήνες στο επίπεδο της διακυβέρνησης είναι τις περισσότερες φορές –όταν δεν απογοητεύουν, εξοργίζουν ή προκαλούν– για χοντρά, πολύ χοντρά γέλια. Όχι ότι στην αντιπολίτευση και δη την αξιωματική τα πράγματα είναι καλύτερα, αλλά –εν πάση περιπτώσει– οι αστοχίες και οι «γκέλες» που συμβαίνουν εκεί δεν έχουν –προς το παρόν τουλάχιστον– τις δραματικές επιπτώσεις των αστοχιών και των λαθών της κυβέρνησης.

Ποιος θα μου το ‘λεγε, ότι η αριστερά των κινημάτων, των πλατειών και των διεκδικήσεων, θα αντιδρούσε και θα προσπαθούσε να λοιδορήσει και να συκοφαντήσει το «παραιτηθείτε». Ποιος θα περίμενε αριστερά στελέχη και πρωτοκλασάτα ονόματα του ΣΥΡΙΖΑ να ασχολούνταν και να επιχειρούν ν’ αμαυρώσουν με δηλώσεις τους την προγραμματισμένη για την Πέμπτη 15 Ιουνίου συγκέντρωση ενάντια στην ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική.

Τι παράνομη, τι κατευθυνόμενη, τι «κατσαρόλας», τι «του ‘Αδωνι»! Σιγά σύντροφοι του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, αφήστε και κανέναν άλλον να προκόψει, μονά – ζυγά δικά σας; Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από τις «αυθόρμητες» κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις τα χρόνια του αντιμνημονιακού αγώνα σας: Τις «αυθόρμητες» ασχήμιες των αγανακτησμένων μπροστά στη Βουλή; Την «αυθόρμητη» διάλυση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου το 2011; Τα «αυθόρμητα» σπασμένα πεζοδρόμια; Τους «αυθόρμητους» τραμπουκισμούς, προπηλακισμούς και τραυματισμούς; Την ατέρμονη πολιτική αστάθεια κι εκλογολογία; Το μίσος και το διχασμό που καλλιεργήθηκαν και γιγάντωσαν πάνω στις δικές σας «αυταπάτες»;

Για όλη αυτή την πολιτική αλητεία είχατε μιαν δικαιολογία κι έναν –μισό έστω ανάμεσα στα μισόλογα– λόγο συμπάθειας ή συμπαράστασης, τώρα σαν ξίνισαν όλα; Τώρα που ο στόχος επετεύχθη κι η διακυβέρνηση της χώρας βρίσκεται στα χέρια σας θυμηθήκατε νόμους και Συντάγματα; Τώρα σας πονά και σας κόφτει η συναίνεση ή η ανοχή της αντιπολίτευσης; Τώρα σας ενδιαφέρει το μέλλον του τόπου και το αύριο της Ελλάδας; Τώρα θα πρέπει οι αντιπολιτευόμενοι να καταθέσουν τις προτάσεις τους; Τώρα που τα μνημόνια έχουν την υπογραφή και τη δική σας σφραγίδα; Τώρα θα πρέπει όλοι να εκπληρώσουμε ευσυνείδητα τις υποχρεώσεις μας προς το κράτος, να καταβάλουμε τους φόρους, ν’ ανεχτούμε τις ανατιμήσεις, να πληρώσουμε τέλη, διόδια και εισιτήρια;

Πού ήσασταν τόσον καιρό, ρε σύντροφοι; Πού βρισκόσασταν από το ’11 κι ύστερα, όταν δεν καταφέρναμε μέρα να ηρεμήσουμε και ν’ ανασυνταχθούμε σαν χώρα από τις διαδηλώσεις, τις πορείες, τις αποχές, τις καταλήψεις και τις απεργίες; Τώρα θυμηθήκατε ότι φταίνε οι προηγούμενοι; Και ‘σεις που ήσασταν για να τους εμποδίσετε; Πού βρισκόσασταν όταν «η χούντα δεν τελείωσε το ‘73»; Πού ήσασταν το 1981; Το ’85; Το ’89; Α! Είχατε τα άσυλα και τις καταλήψεις, ενώ το 2000 και το 2004 προείχε η καταγγελία των «προϋπολογισμών λιτότητας» κι οι διαδηλώσεις στη ΔΕΘ και την Κλαυθμώνος για αυξήσεις μισθών και συντάξεων.

Συμψηφισμούς δεν κάνω, σύντροφοι, αλλά μπορεί όλοι μαζί να μην τα φάγαμε, όλοι όμως είμαστε συνυπεύθυνοι. Τι ηθικό πλεονέκτημα και πράσιν’ άλογα; Την ίδια κι απαράλλαχτη ρώτα ακολουθάτε με αυτούς που καταγγέλλετε απαξιωτικά ως «προηγούμενους». Εσείς, μάλιστα, είστε και περισσότερο ανάλγητοι και άδικοι από αυτούς, γιατί στις πολιτικές σας ξεδιάντροπα ακολουθάτε στυγνά κομματικά –«ταξικά» τα ονομάσατε για να τσιμπάνε οι αδαείς– κριτήρια κι όχι κοινωνικά δίκαια κι αναλογικά. Εσείς είστε και λιγότερο δημοκράτες –για να μην πω φασίστες– αφού όχι μόνο δεν ανέχεστε αντίλογο και διαφωνία, όχι μόνο εκβιάζετε προκλητικά τους διαύλους ενημέρωσης και περιορίζετε την αντικειμενική πληροφόρηση, αλλά ξεσηκώνεστε κι εξανίσταστε ακόμα και με το «παραιτηθείτε»!

Έσταξε η ουρά του γαϊδάρου αν ξεσαλώσουν ένα απόγευμα κι οι «μένουμε Ευρώπη». Εσείς δηλαδή, ρε λάτρεις του «ΟΧΙ», πού μένετε; Στα Άνω Πετράλωνα; Σιγά μην φεύγατε δηλαδή, απ’ τις Βρυξέλλες. είναι τόσο γλυκά τα ευρώ, τα προγράμματα, οι επιδοτήσεις, τα ΕΣΠΑ, είναι τόσο γλυκιά η εξουσία. κάτι ξέρουν οι ΠΑΣΟΚοι που μαζικά συστεγάζονται στο κόμμα σας, δε τους ρωτάτε ή –μάλλον– τι να ρωτήσετε, εσείς το είχατε το θέμα της διακυβέρνησης, σαν έτοιμοι από καιρό, ούτε φροντιστήρια, ούτε τίποτε δεν χρειαστήκατε.

Αντί να ψάχνετε, λοιπόν, ονόματα και διευθύνσεις των διοργανωτών της συγκέντρωσης «παραιτηθείτε», τολμώ να σας παρακινήσω, ν’ ανακρούσετε πρύμνη και να κοιτάξετε –αν μπορείτε– να κυβερνήσετε με κάποιον τρόπο αυτό τον δόλιο τόπο. Αν δεν μπορείτε, μαζευτείτε, συσκεφτείτε με τους συνεταίρους των ΑΝΕΛ κι αποφασίστε, αν όχι να παραιτηθείτε, ν’ αφήσετε τον αναγκαίο τουλάχιστον χώρο για να λειτουργήσουν οι θεσμοί κι η δημοκρατία.

Το Σύνταγμα, που όψιμα σκεφτήκατε κι επικαλείστε σχεδόν καθημερινά, δίνει λύσεις, αυτό –σύμφωνα με όλα τα υφιστάμενα δεδομένα– θα ήταν και το καλύτερο για όλους.

Photo: iefimerida

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Υπηρεσιακή κυβέρνηση.


Τελικά, ποιοι θέλουμε να μας κυβερνήσουν; Ο Τσίπρας κι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σε χρόνο ρεκόρ απογοήτευσαν κι απαξιώθηκαν. Οι προηγούμενοι Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ προβληματίζουν κι αμφιταλαντεύονται υπό το βάρος του πρόσφατου κι απώτερου –κυρίως– παρελθόντος τους. Το Ποτάμι δεν έχει δυναμική, η ΔΗΜΑΡ έχει εξατμιστεί, το ΚΚΕ δεν το συζητάει. ποιος μένει, λοιπόν, ο Βασίλης Λεβέντης; [Ούτε περνά απ’ το μυαλό μου αυτό που σκέφτεστε ότι ξέχασα].

Πώς θα πάμε παρακάτω, όμως, δίχως αξιόπιστη, σοβαρή κι υπεύθυνη διακυβέρνηση; Πώς θα υλοποιηθούν οι συμφωνίες κι οι υποχρεώσεις της χώρας; Πώς θα διατυπωθεί –επιτέλους– κάποιο σύγχρονο πλαίσιο για το μέλλον της; Ποιος θα σχεδιάσει μακροπρόθεσμα; Ποιος θα εμπνεύσει την κοινωνία; Ποιος θα γυρίσει αυτή τη μαύρη σελίδα της Ιστορίας; Ποιος θα σηκώσει το βάρος της ευθύνης, των αμαρτιών και των αυταπατών μας, της αδιαφορίας και της μισαλλοδοξίας μας;

Κανείς δεν κάνει σε μας και κανείς, απ’ αυτούς που θα έπρεπε να μας κάνουν, δεν κάνει μια προσπάθεια για να ξεφύγουμε όλοι μαζί μπροστά. Κανείς δεν μετακινείται βήμα, χιλιοστό έστω, από την πεπατημένη. Εμείς στη μόνιμη κριτική, ισοπέδωση κι ωχαδερφισμό κι αυτοί στη μόνιμη αλαζονεία, ξύλινη γλώσσα κι αντιπαραθέσεις.

Θα πάμε πάλι σ’ ένα νέο γύρο αλλαγών στο κυβερνητικό σχήμα, στην παιδεία, στη δημόσια διοίκηση, ίσως και σ’ ένα πασάλειμμα του εκλογικού νόμου και μετά τι; Άντε πάλι από την αρχή γι’ αυτούς που θ’ ακολουθήσουν. Άντε πάλι μετονομασίες υπουργείων, πανελλήνιες, σχολικά βιβλία, επιλογή προϊσταμένων, απλή κι άδολη αναλογική –μπου, χα χα– κι η ζωή των Ελλήνων στον 21ο αιώνα συνεχίζεται, όπως το 2014, το 2012, το 2011, το 2009, το 2004 κ.ο.κ.

Καταντά πληκτικό πια κι ανούσιο, να μην βρίσκεται ένας κοινός τόπος, όπου οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου θα συγκλίνουν σ’ ένα επεξεργασμένο σχέδιο για το αύριο αυτής της χώρας. Τα μεγάλα ζητήματα είναι δρομολογημένα μέσα από διαδοχικά εξοντωτικά, αλλά, τελικά, υπογεγραμμένα από όλες τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις μνημόνια. Οι μεγάλες ανατροπές στα συνταξιοδοτικά κι εργασιακά δικαιώματα είναι νόμοι του κράτους. Η τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή και η υπερφορολόγηση των πάντων ολοκληρώνουν τη σκληρή πραγματικότητα κι όμως η χώρα καρκινοβατεί κι αδυνατεί να χαράξει μια σταθερή πορεία υπέρβασης της κρίσης, όπως έπραξαν εγκαίρως άλλες χώρες.

Μένουμε, έτσι, να καταναλώνουμε δυνάμεις, ενέργεια και αξιοπιστία σε αντιπαραθέσεις κι ατέλειωτες αντεγκλήσεις και ρητορείες για πριγκιπέσες, οφ σορ, οφ σάιντ, οφ δι ρεκορντ και νον πέιπερς. Μπείτε, κύριοι βουλευτές, σε μια εφορία κι αν δεν βγείτε είτε τρελαμένοι, είτε με χειροπέδες σαν δολοφόνοι να μου τρυπήσετε τη μύτη. Πηγαίνετε, κύριοι, της κυβέρνησης να βγάλετε δίπλωμα οδήγησης, να εκδώσετε μια άδεια κι αν δεν χρειαστείτε –να μην πω το… τετριμμένο– χάπια για τα νεύρα και δυο ζωές –τουλάχιστον– να μη με λένε με τ’ όνομά μου. Μπείτε σ’ ένα αστικό λεωφορείο, κύριοι υπουργοί, κυκλοφορείστε στο κέντρο της Αθήνας μετά τις 6 το απόγευμα, τραβάτε δυτικά κι αν δεν πάθετε κατάθλιψη κόψτε μου την καλημέρα.

Πότε θα γίνουν τα αυτονόητα; Για πότε τα προγραμματίζετε; Μη φλυαρείτε ολημερίς με το θέμα της ανάπτυξης, σας παρακαλώ, αλλάξτε μόνο κάποια από αυτά που προαναφέρονται, απλουστεύσετε διαδικασίες, καταργείστε σπατάλες, εξυπηρετείστε τους πολίτες, αξιοποιείστε τους υπαλλήλους. Αυτά είναι τα πρώτα βήματα, τα προαπαιτούμενα της ανάπτυξης.

Έχουμε κολλήσει –και γι’ αυτό μεγάλες, τεράστιες, ευθύνες έχουν κι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες– ότι αλλαγή και μεταρρύθμιση σημαίνει κατ’ ανάγκη απολύσεις, κόψιμο επιδομάτων, ξεπουλήματα κι άλλα τέτοια, πιασάρικα μεν, αλλά παντελώς αποπροσανατολιστικά κι επικίνδυνα για όλους μας και για τους ίδιους τους εκπροσωπούμενους εργαζόμενους πρώτα και κύρια.

Όλα ή κάποια έστω, απ’ αυτά που όλοι γνωρίζουμε ότι πρέπει να γίνουν, γιατί είναι αυτονόητα, είναι σπατάλες χρόνου και χρήματος, είναι η τροχοπέδη και τα εμπόδια για να ξεφύγουμε από τη στασιμότητα και το τέλμα, απαιτούν πρώτα απ’ όλα πολιτική βούληση και σθένος, απαιτούν αποφασιστικότητα και γερό στομάχι. δεν μπορούν να γίνουν –τουλάχιστον με τα δεδομένα και τους κανόνες του πολιτικού συστήματος που ξέρουμε– από κάποιους που φοβούνται για τη θέση τους, αγωνιούν για την επανεκλογή τους, τρέμουν την οργή των ψηφοφόρων τους.

Η πραγματοποίησή τους προϋποθέτει ανοιχτό μυαλό κι ανεξαρτησία, ελευθερία κινήσεων και –πρώτα απ’ όλα– σχέδιο, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και πρόγραμμα. Για να ξεφύγουμε χρειάζονται πρόσωπα και προσωπικότητες –μην πάει το μυαλό σου ντε και καλά στους επώνυμους καθηγητάδες, συνταξιούχους δικαστικούς, επαγγελματίες, πανελίστες κ.ο.κ.– άτομα που να γνωρίζουν, να μπορούν και να θέλουν να αφιερώσουν χρόνο και προσπάθεια για συλλογική και ατομική δουλειά, για ανάληψη ευθύνης και προσωπικό ρίσκο.

Κάποιους τους γνωρίζουμε, λίγο - πολύ οι περισσότεροι, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές κάποιον φέρνουμε στο νου μας. Κατά καιρούς ορισμένοι απ’ αυτούς έχουν χειριστεί μ’ επιτυχία και κυβερνητικές υποθέσεις, έχουν περάσει από την πολιτική αλώβητοι, καθαροί. Αυτούς, αλλά κι άλλους, νέους κι άγνωστους στο ευρύ κοινό, μα, καταξιωμένους για το ήθος, την επαγγελματική τους επάρκεια, την προσωπική τους διαδρομή και στάση στα γυρίσματα των καιρών, των ευκαιριών, των συγκυριών. Μια υπηρεσιακή κυβέρνηση μακράς πνοής χρειάζεται ο τόπος.

Ναι, θα μας λείψουν για κάποια χρόνια οι εξυπνάδες κι οι ατάκες από το βήμα της βουλής. Ναι, θα χάσουν τηλεθέαση τα τοκ σόου και θα εξαφανιστούν οι πολύχρωμοι μαϊντανοί. Ναι, θα πλήξουμε αφόρητα να μην παρακολουθούμε στο φέισμπουκ κι ιδίως στο τουίτερ τους καθημερινούς καυγάδες μεταξύ των ευφάνταστων πολιτικών. Ναι, η πολιτική ζωή της χώρας θ’ αποχτήσει μέχρι το τέλος της τετραετίας –ναι, αυτής της τρέχουσας τετραετίας– μια κανονικότητα και μια ηρεμία αναγκαία κι απαραίτητη για τη θεμελίωση του κράτους και την αναζωογόνηση του δημόσιου –λεγόμενου– βίου. Το μόνο που δεν πρόκειται να χάσουμε και να μας λείψει, θα είναι η χαμένη μας αξιοπρέπεια, η τιμή μας ως πολίτες αυτής της χώρας.

Υπάρχουν άραγε πολιτικοί με τόσο κουράγιο; Ο Αλέξης Τσίπρας, ο νεότερος πρωθυπουργός της χώρας, μπορεί να σηκώσει αυτό το τεράστιο βάρος, αυτή τη μοναδική υπό τις παρούσες συνθήκες εθνική πρωτοβουλία; Τώρα που απαιτείται σκληρή δουλειά, μα, πάνω απ’ όλα, ενότητα και συστράτευση όλων – κι όχι μόνο των «ταξικών» φίλων– μπορεί να κοιτάξει πέρα από το παράθυρο του 7ου στην Κουμουνδούρου, μακριά στον Πειραιά, το Σαρωνικό, και πιο μακριά, το Αιγαίο ή την Ελλάδα την ίδια;

Μακάρι, λέω εγώ. Γιατί, κουράγιο δεν είναι, είτε από αυταπάτη, είτε σκόπιμα, να εξαπατάς τον λαό και να κάνεις τα αντίθετα απ’ αυτά που υποστήριζες –χωρίς, μάλιστα, ο ίδιος να τα πιστεύεις–, αλλά, κουράγιο είναι, αφού επέλεξες την ύστατη έστω στιγμή εκείνο που είναι χρήσιμο για τον τόπο και τον λαό, να έχεις τη διορατικότητα και την αυτογνωσία να επιδιώκεις και να εμπιστεύεσαι την υλοποίησή του απ’ τους κατάλληλους κι όχι από τους αρεστούς.

Έτσι, δεν αποχωρείς ταπεινωμένος και ηττημένος, αλλά παραμένεις δικαιωμένος και νικητής. Έτσι, τα όνειρα δεν παίρνουν εκδίκηση, αλλά επιστρέφεις την ελπίδα εκεί που τη χρωστάς, στους ‘Ελληνες.

Photo: iefimerida