Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Καλό μήνα, σύντροφοι της πλατείας.


Εκεί, στην πλατεία στο Χαλάνδρι, εκεί που, σαν κάποια από τα βάθη του χρόνου δύναμη να μας έλκει σ’ αυτού του χώρου τα τραπεζάκια –ιδιαίτερα όταν αυτά βρίσκονται έξω– συναντώνται και σμίγουν φίλοι και γνωστοί, βρίσκομαι κι εγώ συχνά – πυκνά.

Εκεί, λοιπόν, που τίθενται αναλύονται και λύνονται –στη θεωρία πάντα– όλα τα σημαντικά κι όλα τ’ ασήμαντα της πόλης, της πολιτικής, μα και της κοινωνίας ή των ομάδων του ποδοσφαίρου, τα προβλήματα, κάθε γουλιά καφέ τη συνοδεύει και μια άποψη, μια γνώμη, μια ατάκα ή ένας αφορισμός –αυτός με ένταση ξεχωριστή τα τελευταία χρόνια.

Ο χρόνος κυλά, αλλά στις συζητήσεις όλο τα ίδια και τα ίδια έρχονται και ξανάρχονται στα χείλη, πέφτουν στο τραπέζι, μοιράζονται κι ανακυκλώνονται, όπως κυλούν οι συζητήσεις κι οι κουβέντες εξελίσσονται δίχως –τις πιο πολλές φορές– και να πηγαίνουν παρακάτω.

Μετά την κρίση, μάλιστα, που οι ασκοί έχουν ανοίξει του Αιόλου και στου αέρα του στροβιλίζονται, παρασέρνονται και χάνονται όλες οι παραδοχές, τα δεδομένα κι οι αναφορές μας, αυτός ο αέρας λες και παρασέρνει και τις λέξεις, τις προτάσεις, τους συνειρμούς μας κι η λογική απεγνωσμένα στροβιλίζεται και δοκιμάζεται για πρώτη φορά σ’ άλλα αφιλόξενα κι άγνωστα κατατόπια.

ΠΑΣΟΚ οι πιο πολλοί απ’ τις παρέες μου, το γράφω εξ αρχής για να συνεννοηθούμε, αλλά σε ποιο ΠΑΣΟΚ τα τελευταία χρόνια καθένας αναφέρεται είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Μια ιστορία που –όπως το αντιλαμβάνομαι– όσο το κόμμα ήταν ενωμένο και πανίσχυρο, υπήρχε μεν, μα σε λανθάνουσα, για τους πολλούς ανώνυμους, κατάσταση.

Όλοι οι «απ’ έξω» σ’ ένα ΠΑΣΟΚ αναφερόντουσαν και δεν τους ένοιαζε αν ο Άκης την καρέκλα του Σημίτη τη ροκάνιζε ή αν ο Βενιζέλος είχε σκληρή κόντρα με το Γιώργο. Μιλώ για το μετά, μετά τον Ανδρέα, γιατί όσο εκείνος ζούσε –«κυριαρχούσε» θά 'ταν καλύτερα– οι καταστάσεις υπέβοσκαν, οι διαφορές υπήρχαν, αλλά κανένας δεν τολμούσε το γάντι στα ίσια να πετάξει. [Κάτι ο Σημίτης πού και πού υπαινισσόταν, αλλά όλοι του την «έπεφταν», ότι το κόμμα και τον Ανδρέα υπονομεύει, οπότε…]

Μετά στα τραπεζάκια της πλατείας αρχίσανε δειλά οι κόντρες κι οι αψιμαχίες των «συντρόφων», έλα μου όμως, που στη γλύκα και τη δύναμη της εξουσίας, της κυβέρνησης, καθένας έβαζε το «κοινό καλό» πάνω απ’ τις προσωπικές φιλοδοξίες κι επιδιώξεις [άσχετα αν οι καιροί μετά άλλα απέδειξαν].

Το 2000 το ΠΑΣΟΚ ήταν πανίσχυρο, παντοδύναμο, και τότε ήταν που ο ξιπασμός κι η αλαζονεία χτύπησαν κόκκινο. Στο δρόμο για την Ολυμπιάδα, μετά, χάθηκε οριστικά –κατ’ εμέ– η ψυχή του, ξεψύχησε σ’ έναν μαραθώνιο διακυβέρνησης, καθεστωτοποίησης, αλλοτρίωσης, ενσωμάτωσης, φθοράς και διαφθοράς.

Μαζί χάθηκε, όχι η εξουσία, αλλά η αίσθηση ότι το ΠΑΣΟΚ εκπροσωπούσε το σύγχρονο προοδευτικό πρόσωπο της Ελλάδας. Ο Ανδρέας άρχισε ν’ αμφισβητείται στα ίσα, τα όποια σημαντικά ή ασήμαντα θετικά της διαδρομής αυτής, της περιπέτειας της «Αλλαγής» αμαυρώθηκαν, θάμπωσαν, για πολλούς ξεχάστηκαν, για τους νεώτερους ίσως να μην υπήρξαν και ποτέ.

Πρώτα το ΠΑΣΟΚ την άνοιξε εκείνη τη συζήτηση, ήτανε τότε η εποχή του Γιώργου. Αντί όμως τα πράγματα να τραβήξουν προς τα μπρος, προς το καλύτερο, αντί κι οι συζητήσεις στην πλατεία δημιουργία κι ανανέωση να φέρνουν, αντίθετα, όλες τις διαφορές κι όλες τις έριδες, όλες τις φατρίες και τις ομάδες έφεραν ν’ αναμετρούνται, να λογαριάζονται για όλους τους λογαριασμούς και τα σπασμένα.

Ξαφνικά στην ίδια την παρέα τρεις ή τέσσερις βρισκόμασταν κι άλλος ήτανε με το Γιώργο, άλλος με το Βαγγέλη κι άλλος αλλού. Όλοι ΠΑΣΟΚ, μα ο καθένας με το ΠΑΣΟΚ που νόμιζε ή είχε στο μυαλό του. Κανείς στον άλλον ένα τόσο δα δίκιο δεν έδινε, καθένας λογάριαζε και διεκδικούσε το δίκιο για λογαριασμό του.

Ήθελα νά ‘ξερα αυτά στην Ιπποκράτους –βλέπεις κι αυτό μας έτυχε– δεν τα μάθαιναν, δεν τα έβλεπαν, δεν τα καταλάβαιναν; Πώς πηγαίνανε σε συνδιασκέψεις και συνέδρια, πώς μας καλούσανε σε συγκεντρώσεις, που γινότανε στο τέλος ένα μπάχαλο, και δεν το αποφάσιζαν οι μεν ή οι δε από τους άλλους να ξεκόψουν; Πώς πορευόντουσαν –μοιραία τολμώ να πω– μόνο με την κεκτημένη της εξουσίας, της Ιστορίας, με τη δυναμική ενός κόσμου που τυφλά πίστευε και στα τυφλά, ακόμα, ακολουθούσε.

Αυτός ο κόσμος και το ’09 – μα, ως εκεί– ό,τι είχε να δώσει το έδωσε. Παράβλεψε γκρίνιες και κόντρες και προσωπικές βεντέτες και δεν πιστεύω το παραμύθι ότι πίστεψε, εκείνο το –μοιραίο κι αυτό– τόσο παρεξηγημένο «λεφτά υπάρχουν». Λεφτά ο κόσμος είχε χορτάσει, απ’ όλα τα χρώματα– μαύρα κυρίως. Δεν ήτανε το χρήμα το ζητούμενο κι άσε τι λένε οι τηλεοράσεις.

Ο κόσμος προκοπή κι ανάπτυξη, πρόοδο κι ευημερία αναζητούσε κι ένιωθε πως ο Καραμανλής κι η δεξιά που κυβερνούσανε ιδέα δεν είχανε για το τι στον έξω κόσμο ανακατατάξεις έρχονται. Ο Κώστας βλέπανε να κυβερνά ίσα ευθεία και μ’ όλα τα στραβά από ‘κει που το άρμα της εξουσίας το παρέλαβε το 2004, με διορισμούς, επιδοτήσεις, ρουσφετάκια. Την ίδια έπαρση κι επαρχιώτικη αντίληψη μιας δεξιάς που δεν αλλάζει, αλλά διαχρονικά, στην εξουσία όταν βρίσκεται, αναπαράγει το ίδιο συντηρητικό και κλειστοφοβικό μοντέλο εξουσίας.

Εκεί, την εποχή του Γιώργου στην αντιπολίτευση, γίνανε συμβιβασμοί αντί ξακαθαρίσματα. Κάτω απ’ το χαλί χωθήκανε λάθη, πάθη, ανομίες και αμαρτίες του παρελθόντος. Αντί με άνεση χρόνου, για να πάρει και το κόμμα μιαν ανάσα, να δει και να προτείνει καινούργιους στόχους κι ο κόσμος να χωνέψει την τεράστια αλλαγή που έφερε στη ζωή του η ΟΝΕ, αλλά και για ν’ αξιολογήσει πολιτικά τη Νέα Δημοκρατία, ντε και καλά κάποιοι τραβούσανε το Γιώργο στην πεπατημένη. μια αντιπολίτευση παλιομοδίτικη, μπαγιάτικη, έξω απ’ τη φινέτσα, το ήθος και τη λογική του. Ακόμα και τη συνταγματική αναθεώρηση τον βάλανε να τορπιλίσει [και για πιο λόγο!]

Εκείνη την εποχή η πλατεία έβραζε, ήτανε πια τόσο μεγάλες οι αποστάσεις στις παρέες, που οι αντιπαραθέσεις λες και μεταξύ κομματικών αντίπαλων ξεσπάγανε. Μα, όλα ξεχνιώντουσαν –ή καλύτερα– κάτω απ’ το χαλί κι αυτά χωνόντουσαν ενόψει της επερχόμενης εξουσίας. Ούτε η ήττα του ’07 –μέσα στις φωτιές εκείνου του μαύρου Αύγουστου– στάθηκε αφορμή το κόμμα μια άλλη ρώτα να τραβήξει, ανανεωμένο οργανωτικά και ριζοσπαστικό πολιτικά. Μια απ’ τα ίδια στη θέα της εξουσίας και με την έντονη καθημερινή πλέον οσμή της φθοράς του Κώστα Καραμανλή.

Από το «Γιώργο προχώρα άλλαξέ τα όλα» μέχρι το «να καεί να καεί το μπουρ@έλο η Βουλή» ένα μνημόνιο δρόμος. Οι επευφημίες για πότε έγιναν κατάρες, ίσως ούτε στα τραπεζάκια της πλατείας προλάβαμε να το καταλάβουμε. Όπως δεν καταλάβαμε –εμείς οι ΠΑΣΟΚοι– πώς βρεθήκαμε σε άλλα κόμματα, σε άλλες παρέες ή στα σπίτια μας.

Άλλοι βρίζουν το Γιώργο, άλλοι βλαστημάνε τον Βενιζέλο, άλλοι τον ‘Ακη ή τον Σημίτη, πάντως όλοι με κάποιον τα ‘χουν. Ξεχάσαμε. Και τώρα που –τάχα– ψάχνουμε την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς, ακούω να μιλάνε και ξέρω πως και πάλι, αν δοθεί η ευκαιρία, τα ίδια λάθη θα ξανακάνουν. Το χάσμα είναι τεράστιο κι ο χρόνος το μεγεθύνει. Το ΠΑΣΟΚ που γνωρίσαμε, πιστέψαμε κι ακολουθήσαμε δεν υπάρχει κι ούτε πρόκειται να ξαναϋπάρξει. Ίσως και το ότι υπήρξε, το ότι βρέθηκε και πάλι ο κεντρώος χώρος ενωμένος, να ήταν ένα καπρίτσιο της Ιστορίας, μια ευκαιρία που μας δόθηκε και την καταναλώσαμε, την απαξιώσαμε και, τελικά, τη χάσαμε.

Δεν είναι θέμα ταμπέλας ή συμβόλων, είναι γεγονός της συγκυρίας, ξάφνιασμα μιας εποχής, ανάγκη μιας κοινωνίας. Ούτε η εποχή, ούτε η κοινωνία σηκώνουν σήμερα αλλαγές, οράματα, ελπίδες, είναι στέρφα η εποχή μας. Φόβο γεννά μόνο, ανασφάλεια κι εσωστρέφεια, χώρος για κοινωνικά ανοίγματα και παροχές δεν υπάρχει, δεν το επιτρέπουν οι συνθήκες, οι ισορροπίες, οι δυνάμεις του πλανήτη που αντιπαρατίθενται. Ο χώρος για το ΠΑΣΟΚ ή για το όποιο ΠΑΣΟΚ απαλλοτριώνεται στον πολιτικό χάρτη καθημερινά. Το πνίγει αργά μα σταθερά, η μετεξέλιξη κι η μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Οι επερχόμενες εκλογές μένει να το δείξουν.

Αυτό δεν σημαίνει, ότι οι όποιες προσπάθειες ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς θα πρέπει να σταματήσουν, όπως δεν θα σταματήσουν –ούτως ή άλλως– κι οι ανάλογες συζητήσεις στην πλατεία, αποτέλεσμα δεν πρόκειται να υπάρξει, προς το παρόν τουλάχιστον.

Μην περιμένουν, υποστηρίζω στις συζητήσεις, οι φίλοι κι οι γνωστοί την επάνοδο του Γιώργου Παπανδρέου για να δικαιωθεί επιτέλους. Επωμίζεται –δεν κρίνω το δίκαιο ή το άδικο, αδίκως εν πολλοίς θεωρώ, αλλά έκανε τραγικά λάθη και ως πρωθυπουργός [πολιτική διαχείριση κλεισίματος αγορών-κρίσης] και ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ [παραίτηση από ηγεσία]– τη λαϊκή οργή και το μίσος εκείνου που έφερε το μνημόνιο, το ΔΝΤ και γενικά την κρίση και την καταστροφή.

Αναμφισβήτητα, βαριά πολιτική κληρονομιά, το «λεφτά υπάρχουν», απλώς είναι, όμως, μόνο το κερασάκι στην πολιτική του καταδίκη. Μια συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, ίσα – ίσα για να διατηρήσει κάποια παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο ή και στη Σοσιαλιστική Διεθνή, είναι ίσως η πιθανότερη επόμενη πολιτική του επιλογή. Κρίμα.

Οι «Βενιζελικοί» τι να περιμένουν; Μένουν στις δάφνες από την τρικομματική του 2012, που μετεξελίχτηκε σε κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου. Στη φάση αυτή που το ΠΑΣΟΚ έχασε –δεν κρίνω και πάλι το δικαίως ή αδίκως, αλλά όχι αδίκως θεωρώ– και το τελευταίο φύλλο συκής του ένδοξου παρελθόντος και της πολιτικής του ταυτότητας. Μια χασούρα όχι συναισθηματική –που μικρή αξία θα είχε σε τελική ανάλυση– αλλά πολιτική, εφόσον –όπως εισπράχθηκε απ’ τον κόσμο που το πίστευε ακόμα και το υποστήριζε– δεν θέλησε ή δεν κατόρθωσε να σταθεί αξιόπιστο ανάχωμα στις δεξιόστροφες πιρουέτες του «ουδείς αναμάρτητος» Σαμαρά και εγγυήτρια πολιτική δύναμη για την προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στο κράτος. Χρεώθηκε ολοκληρωτικά το μαύρο της ΕΡΤ, τον Μπρατάκο, τον ΕΝΦΙΑ και περικοπών στα εισοδήματα ων ουκ έσται τέλος.

Η φωνή του Βενιζέλου ηχεί σήμερα παράταιρα λογική και νηφάλια σ’ ένα κόσμο όμως που δεν θέλει ή δεν μπορεί πλέον ν’ ακούσει γιατί έχει κουραστεί, απογοητευτεί ή και αηδιάσει. Αν ακούσω, ότι, για λόγους εθνικού καθήκοντος, συντάσσεται σ’ ένα σχήμα δυνάμεων της αντιπολίτευσης υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη για ν’ απομακρυνθεί η λαίλαπα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ από τη διακυβέρνηση του τόπου δεν θα μου έκανε εντύπωση. Κρίμα και πάλι κρίμα.

Το ΠΑΣΟΚ της Φώφης κατ’ αρχάς δεν είναι της Φώφης, αλλά μιας παρέας «Γεννηματικών» που επιμένουν ότι υπάρχουν. Ούτε ο πολιτικός θάνατος του ΠΑΣΟΚ τους τρομάζει, ούτε ο κίνδυνος ο χώρος της κεντροαριστεράς να μείνει χέρσος και λεία στις ορδές του ΣΥΡΙΖΑ. Η σφραγίδα κι η κυβερνητική θέση έχουν μεγαλύτερη σημασία. Οδηγούν έτσι το υπόλοιπο του κόμματος σε μιαν άνευ προηγουμένου κατρακύλα, που αν δεν ήταν ένα-δυο μέσα ν’ ακούγονται πού και πού δυο κουβέντες, κανείς πλέον δεν θα θυμόταν ότι το κόμμα αυτό, που έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο την περίοδο που ονομάστηκε μεταπολίτευση, υπάρχει. Τρεις φορές κρίμα.

Και στην πλατεία, όταν φτάνει η συζήτηση στα του κόμματος, όταν ο ένας κι ο άλλος στοιχίζονται πίσω απ’ τους εκλεκτούς τους, αισθάνομαι επί της ουσίας κομματικά ανέστιος, γιατί ενώ οι εποχές απαιτούν συγκεκριμένες προτάσεις και λύσεις, ειλικρίνεια και θάρρος, μα, πάνω απ’ όλα, συσπείρωση κι ενότητα της κοινωνίας όλης, αναμασάμε φλύαρα τα ίδια επιχειρήματα κι αναπαράγουμε μονότονα τις ίδιες νοοτροπίες, σαν οι καιροί να είναι όπως άλλοτε, που εικοσάχρονοι –ή λίγο πιο μεγάλοι οι περισσότεροι– τότε, απ’ τον Αντρέα περιμέναμε τις λύσεις, που, μ’ ένα νεύμα ή και μ’ ένα σύνθημα, ο λαός στην εξουσία θα ερχότανε κι η Ελλάδα θα γινόταν πιο μεγάλη.

Πόσο ν' αντέξουν πια κι αυτά τα τραπεζάκια εκεί έξω, στην πλατεία; Ιδού, Οκτώβριος εισέρχεται απ' αύριο και ο χειμώνας βρίσκεται προ των πυλών.

Καλό μήνα, σύντροφοι!

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Η μικρή Ελλάδα του Αλέξη Τσίπρα.


Μονολογεί και πάλι μέσω της ΕΡΤ ο Αλέξης Τσίπρας. Κούφια λόγια, λόγια μιας απελπισμένης αριστεράς και πολλών διαψευσμένων ελπίδων. Μια απέραντη κενότητα πολιτικής, ιδεών, σχεδίων, μια ατέλειωτη φλυαρία κι αναμάσημα των ίδιων και των ίδιων αντιλήψεων, ιδεοληψιών, ψεμάτων.

Είναι θλιβερή και φοβισμένη, πλέον, η φωνή που ακούγεται από το βήμα της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει καμιά σχέση με το σάλπισμα της αριστεράς της ελπίδας, δεν έχει καμιά σχέση με τα οράματα και τις ιδέες της αριστεράς των αγώνων για ελευθερία, δημοκρατία, σοσιαλισμό. Είναι ένας ήχος μονότονος, ένας ενοχλητικός θόρυβος, μια κουρασμένη απ’ τις επαναλήψεις ηχώ από το χτες.

Ο ομιλητής δεν θέλει ή δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί, ότι είναι πρωθυπουργός και πολιτικός ηγέτης όλων των Ελλήνων, δεν μπορεί να κατανοήσει τις ευθύνες που σηκώνει στις πλάτες του, τις ζωές που κρέμονται απ’ τα χείλη του, τις ανάσες που κόβονται σε κάθε του λέξη, τις ελπίδες που διαψεύδονται σε κάθε ατάκα που απελπισμένα εκβιάζει το χειροκρότημα του ακροατηρίου.

Η Ελλάδα του Αλέξη Τσίπρα είναι το κράτος των διορισμών, των επιδοτήσεων και των βοηθημάτων. Η Ελλάδα του Αλέξη Τσίπρα είναι μια χώρα παρίας, αυτή τη χώρα που βολεύεται να εκπροσωπεί, γι’ αυτόν το λαό που αρέσκεται να ομιλεί και σ’ αυτόν αισθάνεται άνετα όταν απευθύνεται. Εκεί, στο μίζερο και το παραπονιάρικο ταμπεραμέντο του ταιριάζει ο λόγος που εκφέρει. Η δικαιοσύνη του εξαντλείται εκεί που τελειώνει η μισαλλοδοξία κι ο κοινωνικός αυτοματισμός, εκεί που το μίσος τυφλώνει κι η αλητεία νομιμοποιείται.

Το Ελληνικό κράτος που ονειρεύεται ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί να υπάρξει. Δεν μπορεί να υπάρξει, όχι μόνο γιατί δεν έχει τους αναγκαίους πόρους, αλλά γιατί το κράτος, με ευθύνη όλων όσων κυβέρνησαν τη χώρα μέχρι σήμερα, έχει συγκεκριμένες παθογένειες, αγκυλώσεις και δυσλειτουργίες, οι οποίες, αφενός μεν εμποδίζουν πλέον την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού συστήματος κονωνικής προστασίας, και, προπαντός, υπονομεύουν διαρκώς και συστηματικά την ανάπτυξη της χώρας και της κοινωνίας στο σύνολό της.

Τον Αλέξη Τσίπρα δεν τον ενδιαφέρει ν’ αντιμετωπιστούν αποφασιστικά, ριζοσπαστικά και σχεδιασμένα οι παραπάνω αδυναμίες, δεν είναι στις προθέσεις του αυτό το κράτος – λάφυρο ν’ αλλάξει, να εκσυγχρονιστεί, να νοικοκυρευτεί. Αυτές οι λέξεις είναι ακατάλληλες, νεοφιλελεύθερες, ξεπουλημένες κατά τον ιδεοληπτικό συλλογισμό του. Είναι βγαλμένες από το μνημονιακό καταστροφικό σχέδιο των δανειστών και των εγχώριων φερέφωνών τους [των «προσκηνημένων»]. Γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει το κράτος που υπόσχεται ο Αλέξης Τσίπρας.

Η περιστολή των δαπανών του δημοσίου σημαίνει κατ’ αυτόν απολύσεις, γιατί δεν θέλει ν’ αγγίξει τις σπάταλες κι αναποτελεσματικές διαδικασίες του. Η εξοικονόμηση πόρων του κράτους σημαίνει κατ’ αυτόν ξεπούλημα, γιατί δεν θέλει ν’ ανατραπούν κατεστημένες δομές και συντεχνιακές ισορροπίες. Η απλούστευση διαδικασιών κι η αξιολόγηση του προσωπικού σημαίνει κατ’ αυτόν αυταρχισμός και διαφθορά, γιατί επιδιώκει πάση θυσία τον έλεγχο του κράτους και των μηχανισμών του.

Πάλιωσε πολύ γρήγορα ο Αλέξης Τσίπρας, πιο γρήγορα ακόμα κι απ’ τις διαψευσμένες αυταπάτες του. Αδυνατώντας να σταθεί με αξιώσεις, κύρος κι υπευθυνότητα σε μιαν εξουσία που λυσσαλέα διεκδίκησε και, τελικά, κατέκτησε, επιστρατεύει, πλέον, ό,τι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν οδηγός πολιτικής επιβίωσης σε έκτακτες συνθήκες.

‘Ο,τι φθαρμένο και παλιό από ένα πολιτικό σύστημα που λυσσαλέα πολέμησε κι απαξίωσε, αποτελεί την πρώτη του επιλογή, το πρώτο του επιχείρημα, την πρώτη του εξαγγελία. ‘Ο,τι κατεστημένο και ισχυρό από ένα σύστημα συμφερόντων και διαπλοκής που ακατάπαυστα κατακεραύνωνε και κατήγγειλε αποτελεί την προμετωπίδα της διαφάνειας, την αποθέωση της εξυγίανσης, την αδιάσειστη απόδειξη του δημόσιου συμφέροντος.

Δεν μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να πάρει τη χώρα στις πλάτες του και να την οδηγήσει με ασφάλεια στη σταθερότητα, στην κοινωνική δικαιοσύνη, στην ανάπτυξη. Δεν έχει τη δύναμη, τη δυνατότητα και το κουράγιο, δεν έχει το υπόβαθρο και την κουλτούρα του εργάτη, του δουλευταρά, του μαχητή.

Δεν έχει το ιδεολογικό εύρος και το πολιτικό σθένος να πολεμήσει πραγματικά για την Ελλάδα που στα λόγια ευαγγελίζεται. Αυτή την Ελλάδα, που μόνο μέσα στα χαρτιά του των ομιλιών του ανακαλύπτει και περιγράφει, είναι μια άγνωστη γι’ αυτόν και τις ιδέες του χώρα, μια ξένη χώρα που τελεί μάλιστα υπό κατοχή, γιατί ανήκει στην Ευρώπη, σ’ αυτήν την πληγωμένη και προβληματική Ευρώπη, την Ευρώπη που σ’ αυτή τη φάση κυριαρχούν οι συντηρητικές δυνάμεις, κι είναι οι δυνάμεις που έχουν την ισχύ, τα μέσα και την ικανότητα να επιβάλουν τη θέλησή τους [έχουν όμως και το χρήμα].

Δεν πολεμάει για την Ευρώπη ο Αλέξης Τσίπρας, την Ευρώπη πολεμάει κι ό,τι αυτή μπορεί ν’ αντιπροσωπεύει για την ελευθερία, τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη και τη συνεργασία των λαών. Δεν πιστεύει σ’ αυτή την Ευρώπη, όχι γιατί είναι σήμερα συντηρητική, αλλά γιατί, παρά τα σοβαρά, αλλά όχι άλυτα, προβλήματά της, εξακολουθεί να είναι φιλελεύθερη, δημοκρατική, ενωμένη. Σ’ αυτήν την Ευρώπη δεν χωράει η Ελλάδα του Αλέξη Τσίπρα. Ο Αλέξης Τσίπρας θέλει μιαν Ελλάδα για τον εαυτό του, στυλ ΣΥΡΙΖΑ 3%, ελεγχόμενη, κατευθυνόμενη, δογματική, με αυταρχισμό και φράξιες. Σ’ αυτή την Ελλάδα και μόνο απευθύνεται μονότονα, μελαγχολικά, μπαγιάτικα. Αυτή τη νέα μικρή Ελλάδα θέλει να κυβερνάει.

Χωράμε σ’ αυτή την μικρή Ελλάδα που έχει στο μυαλό του ο πρωθυπουργός; [Εμείς, νομίζω, είμαστε πολλοί για να φύγουμε…]

Photo: CNNGreece

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Ο καιρός της αθωότητας.


Κάτω απ’ αυτήν την τέφρα μπορεί να θαφτεί κι ο καιρός της αθωότητας;

Η έκρηξη του ‘10, η καταστροφή που ακολούθησε κι η ερήμωση που απλώνεται μέρα τη μέρα, πρώτα στο μέσα μου, και μ’ ακολουθεί στα μετέωρα βήματά μου, σκόρπισε τόση τέφρα με την ορμητικότητα και την έξαψή της πάνω στη ζωή μου -στις ζωές μας τολμώ να πω- που ο καιρός πριν, οι μέρες εκείνες χάθηκαν λες, εξορίστηκαν από τις μνήμες κι απ’ τις ζωές σαν στοιχειωμένες, σαν καταραμένες, σαν σατανικές και στη θέση τους μπαίνουν μέρα τη μέρα οι νέες, οι νέες αφηγήσεις, οι νέες μέρες... Αυτές πάνω στην τέφρα που σκέπασε εκείνες της αθωότητας τις μέρες.

Και κάτι μεσημέρια -σαν σήμερα καλή ώρα- που αναζητάω καταφύγιο κι ένα βαρκάκι για το γιαλό της φαντασίας, για φυγή, κάποιες σελίδες ξαναδιαβάζω κι από κάποια βιβλία, άλλοτε σύγχρονα κι άλλες φορές από τα ξεχασμένα και παλιά, ψάχνω να βρω -έτσι λες και την πληγή ανοιχτή να θέλω να κρατάω- τι στράβωσε εμένα -κι άλλους ίσως- κι οι μέρες που έχω ζήσει, οι μέρες που αγάπησα, δούλεψα, έκλαψα κι άκουσα το γέλιο των παιδιών μου, οι μέρες της ζωής μου ως τα χτες, ξόρκι σήμερα να χρειάζονται -λένε οι νέοι ή κάποιοι γηραλέοι νεανίζοντες- και πυρ εξώτερο, γιατί ευθύνονται, αυτές και μόνο, “οι παλιές”, κι όχι εγώ ή κι άλλοι, για την καταστροφή και την ερήμωση που κατέλαβαν αιφνίδια πως τη χώρα.

Κι έφτασα ξεφυλλίζοντας στον καιρό της αθωότητας!... Τι έκπληξη και ειρωνεία κρυμμένη εκεί, μπροστά σχεδόν στα μάτια μου, λίγο πιο πάνω απ’ το ενθύμιο του Συνέδριου του ‘98 στη Λισαβόνα, πίσω απ’ την κορνίζα με τις καμήλες και τα πλατιά χαμόγελα της εφταήμερης εκδρομής στις πυραμίδες...

“...Γιατί με την πάροδο του χρόνου, διαπίστωσα πως δεν υφίσταται ένας μόνο καιρός της αθωότητας στη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά περισσότεροι, όλοι όμως χαρακτηρίζονται από μιαν απαραίτητη προϋπόθεση: την αθωότητα του υποκειμένου. Εκείνα τα δέκα χρόνια που ζήσαμε με το γιό μου στο μικρό σπίτι με την αλάνα, στο Χαλάνδρι, έχουν συγχωνευτεί εντός μου με τα χρόνια που έζησα στο πατρικό μου, στην ίδια γειτονιά, και με τα καλοκαίρια στην Καισαριανή των παππούδων μου. Και καθώς ούτε το πρώτο σπίτι υπάρχει πια, ούτε το δεύτερο, μα ούτε και το τρίτο, καθώς, επίσης, το Χαλάνδρι κι εγώ έχουμε αλλάξει όψη κάτω απ’ την παράφορη σμίλη του χρόνου, ο καιρός της αθωότητας θάλλει μόνο στη μνήμη μου, οσάκις έντρομη από λαχτάρα, προσπαθώ να τον αγγίξω μέσ’ απ’ τα γραπτά μου, τον βλέπω να απομακρύνεται, όπως η “τούμβα” που πόθησε να επισκεφθεί ο παππούς στο “Μόνον της ζωής του ταξίδιον”. Και ακούω πάλι τα λόγια τα σοφά, τα λόγια της θείας αφέλειας: “Μα τι θαρρείς, ψυχή μου; Η τούμβα, όσο προχωρώ, τραβιέται μακρύτερα! Ο ουρανός, όσο κοντεύω, σηκώνετ’ αψηλώτερα! Α! αυτό, ψυχή μου, μ’ έκοψε τα γόνατα!” Καταθέτω λοιπόν κι εγώ τα όπλα και δέχομαι, νικημένη, ότι ο καιρός της αθωότητας, τον οποίο επιπλέον δεν αντιλαμβάνεσαι ως τέτοιον ενόσω αποτελεί το παρόν, υφίσταται κυρίως για να φανερώνει το πέραν...”

Κι έμεινα ώρα πολλή στις λέξεις της Κατερίνας της Ζαρόκωστα και αισθανόμουν, όπως ο καιρός της αθωότητας κυλούσε, εκεί ανάμεσα στις σελίδες, μπρος στα μάτια μου, ευχάριστος, τρυφερός, ολοζώντανος, τυπωμένος από το Σεπτέμβριο του 2005 σε χαρτί Chamois 120 gr. μέσα στο βιβλίο το Χαλάνδρι που γνώρισα 19 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για το Χαλάνδρι, που εκδόθηκε με την ευκαιρία του εορτασμού των 50 χρόνων από την ίδρυση του Βιβλιοπωλείου Ευριπίδης, ότι εκ των υστέρων είναι εύκολη η αθώωση, η καταδίκη, η επιτίμηση, είναι και βολικό της κάθε εποχής η εξουσία να το ορίζει, τα έργα κι οι ημέρες όμως που πέρασαν και έμειναν και άντεξαν από εφήμερες κατάρες κι εξουσίες δεν τρομάζουν, θα ζουν για πάντα τον καιρό της αθωότητας, όπως κι εκείνοι που τα εμπνεύστηκαν, τα δούλεψαν, τα έπλασαν, ζουν και θα ζούνε στις καρδιές κάποιων ανθρώπων.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Να 'ταν το '21.


Για εντατικό φροντιστήριο μας βλέπω. Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλει να μάθουμε μέσα σε δυο χρόνια ο πρωθυπουργός, όπως τα ανέφερε στη ΔΕΘ, που –πολύ φοβάμαι– ακόμα και στο «κρυφό σχολειό» θα χρειαστεί να διορίσει αναπληρωτές ο Φίλης, ώστε να επιτύχουμε μέχρι το ’21 –το σύγχρονο– να φτιάξουμε όσα από το ’21 –το παλιό– δεν έχουν γίνει.

Κατά τα λοιπά και πέρα από την πλάκα, είναι όντως αξιοθαύμαστο με πόση άνεση κι ευκολία ο Αλέξης Τσίπρας, ακόμα και μέσα στην ίδια ομιλία, μπορεί να αναιρεί και να διαψεύδει τον ίδιο του τον εαυτό. Ακούγοντάς τον νομίζεις ότι, τελικά, εκείνο που ενδιαφέρει και τον ενδιαφέρει είναι ν’ ακουστούν μερικές πιασάρικες ατάκες ανεξάρτητα αν στέκουν, αν μπορούν να υλοποιηθούν ή εάν πείσουν το ακροατήριο. σημασία έχει «να παίξουν» στη συνέχεια.

Δεν έχει νόημα η αναφορά μιας προς μια των αντιφάσεων και των αλληλοσυγκρουόμενων προτάσεων στην πάνω από μια ώρα ομιλία, σε μια - δυο όμως τόσο –κατά τη γνώμη μου– εξόφθαλμα αυτοδιαψευδόμενων, που έχουν να κάνουν μάλιστα και με τη στρατηγική επιλογή και το μέλλον της χώρας, έχουν ενδιαφέρον.

Για να οδηγηθούμε, λοιπόν, με τη σκέψη του πρωθυπουργού στην Ελλάδα του 2021 της δημοκρατίας, της σταθερότητας, της δικαιοσύνης μπλα μπλα μπλα… ναι, μεν, έχουν σημαντικό ρόλο οι εταίροι, αλλά μπορούμε να φτάσουμε μόνο αν το δούμε εμείς αλλιώς, με άλλη λογική, αν εμείς αλλάξουμε. «Αν σταματήσουμε να έχουμε το μυαλό μας μόνο στα δημόσια οικονομικά και στραφούμε στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Δηλαδή στη δημιουργία νέου πλούτου αλλά και στην αλλαγή του τρόπου διανομής του, στη καινοτομία, στην έρευνα, στην υγιή επιχειρηματικότητα». Τέλεια!

Ποια είναι τα βήματα για την επίτευξη αυτού του στόχου; Τα εξής πέντε δια στόματος πρωθυπουργού:

1) Ολοκλήρωση της επόμενης αξιολόγησης («Στο ζήτημα των εργασιακών σχέσεων στη διαπραγμάτευση, έχουμε έναν ακατάβλητο σύμμαχο: το ευρωπαϊκό κεκτημένο»).

2) Ελάφρυνση του χρέους («σε συνέχεια των σχετικών αποφάσεων του Eurogroup»).

3)  Ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ.

5) Άλμα σε μια βιώσιμη και διαρκή ανάπτυξη.

Πέρα από το προφανές, ότι τα τρία πρώτα από τα βήματα αυτά είναι σε ευθεία και άμεση συνάρτηση αποφάσεων κι επιλογών των δανειστών και των ευρωπαϊκών θεσμών, με ποιον τρόπο η κυβέρνηση απ’ την πλευρά της θα επιδιώξει την επίτευξη των δύο άλλων; Με αύξηση μισθών, μείωση πλεονασμάτων και φορολογικών βαρών και, ασφαλώς, με διορισμούς, διορισμούς, διορισμούς! Ξανά τέλεια!

Βέβαια, κατά τον πρωθυπουργό, η Ευρώπη μετά την Παρασκευάτικη Σύνοδο των χωρών της Μεσογείου άρχισε ν’ αλλάζει και τα κρίσιμα παραπάνω βήματα δεν θα πραγματοποιηθούν «υπό το βάρος ενός συντριπτικού συσχετισμού δύναμης στην Ευρώπη», αλλά όλοι οι θεσμοί και τα Ευρωπαϊκά όργανα εκτιμώ ότι νομίζει ο κύριος πρωθυπουργός απ' τα λεγόμενά του– θα παιανίζουν πλέον χαρωπά στους ρυθμούς της Ελληνικής μας λεβεντιάς κι οι αγορές θα χορέψουν και θα πουν κι ένα τραγούδι [πιθανόν το «Να ‘ταν το ‘21»]. Μάλιστα, ενόψει της επικείμενης αξιολόγησης έχω την εντύπωση ότι ήδη κάποιοι άρχισαν να τα… κουρντίζουν!

«Με την ολοκλήρωση αυτών των βημάτων, στο τέλος της επόμενης διετίας φεύγουμε οριστικά από το πρόγραμμα, καθώς θα έχουμε καταφέρει να αποκτήσουμε σταθερούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης», διαβεβαίωσε μ’ αποφασιστικότητα, παραβλέποντας ότι αν δεν είχε προηγηθεί η «σκληρή διαπραγμάτευση» του 2015 ήδη η χώρα με πολύ μικρότερο κόστος θα είχε κλείσει το 2ο μνημόνιο έναν χρόνο πριν και θα βρισκόταν πλέον στην ίδια μοίρα με όλες τις υπόλοιπες χώρας που πέρασαν απ’ αυτή τη δοκιμασία και βρίσκονται εκτός μνημονίων.

[Πόσο γελοίο ηχεί πράγματι, έτσι, με μια ατάκα, να παρερμηνεύει ο Αλέξης Τσίπρας τον ίδιο του τον εαυτό και να ξαναβαφτίζει ανερυθρίαστα το σκίσιμο των μνημονίων και την κατάργησή τους μ’ ένα άρθρο κι ένα νόμο που μας γάνωσε τ’ αυτιά επί τρία χρόνια μέχρι να κατακτήσει, τελικά, την πολυπόθητη εξουσία με «εντολή σκληρής διαπραγμάτευσης»].

Από ‘κει και πέρα, στην ομιλία του πρωθυπουργού, η Ελλάδα της ελπίδας και του 21ου αιώνα, μαζί με το φως στο τούνελ ξεπροβάλει κι η χώρα της κακομοιριάς και του συσσιτίου, η χώρα της «ανθρωπιστικής κρίσης» και των επιδομάτων ανεργίας, του δωρεάν νερού και ρεύματος.

Δεν ακούστηκε φράση που –κατά τους υπολογισμούς του Αλέξη Τσίπρα– να περισσεύει έστω κι ένα ευρώ και να μην το έταξε. Αδιακρίτως, τα παίρνω απ’ τους [αυταπόδεικτα κακούς] πλούσιους και τα τάζω στους [πέραν πάσης αμφιβολίας καλούς] φτωχούς. Η κοινωνικές ανάγκες στην υπηρεσία του κομματικού κράτους του ΣΥΡΙΖΑ. Οι άδειες των νέων καναλαρχών ναυαρχίδα του άκρατου λαϊκισμού.

«Όλα τα λεφτά όλα τα κιλά» έμεινε το παροιμιώδες σύνθημα της Καραμανλικής επταετίας που το πληρώνουμε αδρά και θα το πληρώνουμε για πολλά ακόμα χρόνια, «όλα τα λεφτά στη φτωχολογιά»πιθανολογώ ότι θα είναι το σύνθημα της περιόδου της «πρώτη φορά αριστερά».

Όπως και να ‘χει, μπορεί ο Κώστας Καραμανλής να έλεγε ωραία ανέκδοτα, αλλά ο Αλέξης Τσίπρας, πέραν πάσης αμφιβολίας, θα μείνει στην Ιστορία, σαν ο πρωθυπουργός που έλεγε τα πιο απίθανα παραμύθια και μάλιστα δημόσια!

Κι επιτρέψτε μου, μιας και μιλάμε για πρωθυπουργούς, να κάνω έναν συσχετισμό. Πώς θα ακουγόταν, αν ο Αλέξης Τσίπρας έλεγε στην ομιλία του:

«Λεφτά υπάρχουν, αν σταματήσουμε να έχουμε το μυαλό μας μόνο στα δημόσια οικονομικά και στραφούμε στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.

Δηλαδή στη δημιουργία νέου πλούτου αλλά και στην αλλαγή του τρόπου διανομής του, στη καινοτομία, στην έρευνα, στην υγιή επιχειρηματικότητα.

Η χώρα μας έχει τεράστια συγκριτικά πλεονεκτήματα. Εκτός από το φυσικό περιβάλλον και τον τουρισμό, έχουμε μια μοναδική γεωγραφική θέση, που μας καθιστά κόμβο των εμπορικών και ενεργειακών δρόμων του μέλλοντος.

Έχουμε ανεξάντλητες και ανεκμετάλλευτες εναλλακτικές πηγές ενέργειας.

Έχουμε τη δυνατότητα να παράγουμε μοναδικά σε ποιότητα αγροτικά προϊόντα.

Και το κυριότερο αλλά εντελώς αναξιοποίητο πλεονέκτημα: Ένα εξαιρετικό επιστημονικό δυναμικό, υψηλά εκπαιδευμένων νέων επιστημόνων.

Που μπορούν να παράξουν νέο πλούτο μέσα από το συνδυασμό έρευνας, καινοτομίας, νέων τεχνολογιών και νεοφυούς επιχειρηματικότητας.

Μπορούμε λοιπόν να πετύχουμε το στόχο μιας νέας Ελλάδας μέχρι το 2021, αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας για τη παραγωγή νέου πλούτου».

Ακόμα θα τον χειροκροτάγανε, μάλλον…


Photo: protothema

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Αριστερή αναισθησία.


Μετά την τοπική και την ολική, νομίζω, πως θα πρέπει να εισαχθεί –όχι στην ιατρική, αλλά στην κοινωνική μας ορολογία– και ο όρος «αριστερή» αναισθησία.

Στην πολιτική λίγο – πολύ ο όρος χρησιμοποιούνταν κατά καιρούς για να χαρακτηρίσει και να προσδιορίσει συμπεριφορές κυβερνήσεων, κομμάτων ή πολιτικών, τόση κοινωνική αναισθησία όμως σε τόσο κραυγαλέες και σκληρές συνθήκες οικονομικής πίεσης, κρίσης και τελμάτωσης, δεν ξέρω αν άλλη κοινωνία θα μπορούσε να επιδείξει. Η ίδια κοινωνία, μάλιστα, που μόλις 2- 3 χρόνια πριν, κάτω από αναλογικά ίδιες –για να μην πω καλύτερες συνθήκες και όρους– είχε εκδηλώσει τόσο βίαια και ακραία ξεσπάσματα κι επιδείκνυε μηδενική ανοχή σε οποιαδήποτε επιδείνωση των όρων της επαγγελματικής, κοινωνικής και ατομικής της διαβίωσης.

Είναι η απογοήτευση; Είναι η συνήθεια; Είναι η παραίτηση; Είναι η αδιαφορία; Κοινωνικός αναλυτής δεν είμαι, ούτε ψυχίατρος, αλλά η περίπτωσή μας, εκτιμώ, ότι θα πρέπει ν’ αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης και επιστημονικής ανάλυσης. Αν και πριν από οποιονδήποτε ειδικό και επιστήμονα, το καλύτερο θα ήταν ο καθένας να προσπαθήσει να το ψάξει μόνος του, ν’ αναζητήσει, δηλαδή, μ’ επιμονή και ειλικρίνεια τα αίτια που τον οδήγησαν στη σημερινή του στάση, είτε αυτή εκφράζεται ως αποχή, άρνηση, απόρριψη του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος, καθώς και των υποχρεώσεών του ως πολίτη έναντι του κράτους, είτε ως προς διάθεση ανοχής ή και αποδοχής αυταρχικών, αντιδραστικών ή ακόμα-ακόμα και οιονεί ολοκληρωτικών συνθηκών και καταστάσεων, που το τελευταίο διάστημα ολοένα και συχνότερα εκδηλώνονται.

Ούτε αυτόματα, ούτε μοιραία μας συνέβησαν όλα αυτά. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, ότι ο λαός κι η κοινωνία μας αντέδρασαν όπως παραδοσιακά είχαν μάθει. πίστεψαν προεκλογικά κι ακολούθησαν κάθε φορά την ευκολότερη πρόταση, τη δελεαστικότερη προσφορά. Το καταστροφικό στην περίπτωσή μας όμως είναι, ότι και τα πολιτικά κόμματα αντέδρασαν κοντόφθαλμα με όρους και μέσα παραδοσιακής πολιτικής συμπεριφοράς και σκέψης. στο κυνήγι της εξουσίας ο αντιπολιτευτικός λόγος γέννησε μύθους, εχθρούς και τέρατα κι οδήγησε σ’ ένα κρεσέντο ψηφοθηρικής πλειοδοσίας πέρα κι έξω απ’ τις απαιτήσεις της συγκυρίας και τις ανάγκες του τόπου, πέρα κι έξω από κάθε μέτρο και κάθε λογική.

Βρισκόμαστε πλέον στα πολύ δύσκολα. ήρθε η κρίση κι ήρθαν όλα στο φως, το καπάκι του βαρελιού άνοιξε κι ακόμα  –εφτά χρόνια τώρα– ψάχνουμε τον πάτο. Το πολιτικό σύστημα κυριολεκτικά έχει κονιορτοποιηθεί, η αναξιοπιστία κι η έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολιτικούς χτυπάει κόκκινο, ενώ η καχυποψία, ο φόβος κι η ανασφάλεια αποτελούν τα βασικά συνοδευτικά κάθε κυβερνητικής εξαγγελίας, κάθε  πολιτικής απόφασης. μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

Όταν τελειώνουν οι αναμάρτητοι, όταν διαψεύδονται οι αυταπάτες, όταν λεφτά εξακολουθούν να μην υπάρχουν κι η κρίση συνεχίζει με αμείωτο ρυθμό την επέλασή της παρά τις καλές προθέσεις, τις επιθυμίες και τα μεγάλα λόγια, αν δεν τολμήσεις να κοιταχτείς στον καθρέφτη και να πάρεις ριζοσπαστικές αποφάσεις, είτε ως άτομο, είτε ως κοινωνία, είτε ως κυβέρνηση, αφήνεσαι στην αναισθησία και την αδράνεια του «ό,τι προκύψει».

Σ’ αυτό το σημείο πιστεύω πως βρισκόμαστε. όλα δείχνουν να μεταλλάσσονται δίχως επί της ουσίας ν’ αλλάζει τίποτα, αλλά κι ό,τι αλλάζει στο κράτος και την κοινωνία είναι ένα πισωγύρισμα, μια οπισθοδρόμηση, μια διολίσθηση στο παρελθόν.

Μια κυβέρνηση χωρίς φαντασία, χωρίς αισθητική, χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς ιδέες και χωρίς συνοχή. Ένας ιδεολογικός χυλός κι ένα ετερόκλιτο άθροισμα προσώπων που με μπούσουλα ό,τι πιο λαϊκιστικό, εύληπτο και παραπλανητικό ανέδειξε η παραπολιτική κουλτούρα κι η αριστερή ιδεοληψία της μεταπολίτευσης κι έφερε στο αφρό το ξέσπασμα της κρίσης, επιχειρεί να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες που θα διευκολύνουν την με κάθε τρόπο παραμονή της στην εξουσία.

Μια κοινωνία, απ’ την άλλη, χωρίς νεύρο, με τσιμενταρισμένη τη νοοτροπία του «δε βαριέσαι» κι «άστο γι’ αύριο», χωρίς βαθιά ριζωμένες δημοκρατικές πεποιθήσεις κι αντανακλαστικά, φοβική, παραδομένη, διχασμένη στη βάση του «πόσα παίρνω - πόσα παίρνεις», ατομίστρια, μισαλλόδοξη και, προπαντός, κανακεμένη, μαθημένη μόνο για τα εύκολα, στο να της δίνουν, εκπαιδευμένη μόνο να δικαιούται και να διεκδικεί. Μια κοινωνία με αριστερή φρασεολογία και δεξιά τσέπη. Μια κοινωνία αντιδραστική σε κανόνες και περιορισμούς, αλλά που νοσταλγεί και τους συνταγματάρχες.

Έχουμε γίνει κουβάρι.

Ένα κυβερνητικό μπουλούκι απ’ τη μια, επιχειρεί με αποσπασματικά μέτρα κι αλλοπρόσαλλες αποφάσεις να κυβερνήσει μια χώρα, που μετά τη χρεωκοπία της κι ύστερα από εφτά χρόνια σκληρής λιτότητας, ύστερα από απύθμενες ψευδολογίες κι αμετροεπείς υποσχέσεις, έχει ανάγκη από γενναίες μεταρρυθμίσεις, πολιτική συνέπεια και συνεργασία, αλήθεια, σεμνότητα και σκληρή δουλειά.

Μια κοινωνία απ’ την άλλη, που ενώ βλέπει τις επιλογές της να διαψεύδονται και να καταρρέουν, δείχνει ανίκανη να ξεφύγει απ' τον κακό εαυτό της, να λογικευτεί, να συνεννοηθεί, ν’ αντιδράσει στο ισοπεδωτικό «όλοι το ίδιο είναι», να ξεφύγει απ’ τις παραδοσιακές αγκυλώσεις και τις ιδεοληπτικές περιχαρακώσεις κι αναστολές της, να δημιουργήσει συλλογικότητες, να γεννήσει ιδέες, ν’ αναδείξει ηγεσίες και να προβάλει με πειστικότητα και πείσμα το δικό της όραμα, διεκδικώντας τη θέση που της αξίζει μέσα στην Ευρώπη και στον κόσμο, σε μια εποχή που όλοι κι όλα αλλάζουν, αλλά μέρα τη μέρα ολοένα απομακρύνονται και χάνονται μέσα στη μούχλα και στην καταχνιά μιας [τάχα] αριστερής αναισθησίας.

Photo: ARTFLAKES